Η αλήθεια είναι πως, όταν ακούω τον όρο «βαλκανική μουσική», το μυαλό μου πηγαίνει στα συγκροτήματα με χάλκινα και πνευστά. Αυτόν τον «οικείο» ήχο, τον συναντά κανείς σε περιοχές της Μακεδονίας και της Ηπείρου. Λέγεται πως η μουσική ταυτότητα των Βαλκανίων προέκυψε από τις στρατιωτικές μπάντες της εποχής. Από τα στρατόπεδα στα αστικά κέντρα κι αργότερα στην ύπαιθρο, δημιουργήθηκε ένα από τα πιο ενδιαφέροντα φαινόμενα, η παραδοσιακή μουσική των Βαλκανίων.
Tι είναι όμως η Βαλκανική μουσική;
Η Βαλκανική μουσική δημιουργήθηκε από χώρες των Βαλκανίων όπως Ρουμανία , Βουλγαρία, πρώην Γιουγκοσλαβία, Αλβανία και το Ευρωπαϊκό τμήμα της Τουρκίας. Είναι μουσική σχεδόν ομοιόμορφη, με μελωδίες και ερμηνεία αντιληπτές και αναγνωρίσιμες, επιρροές της οποίας δέχτηκε και η Ελλάδα.
Η Βαλκανική μουσική συναντά χρώματα διαφορετικών μουσικών παραδόσεων και δημιουργεί μια πολύμορφη σύνθεση. Πήρε το όνομα της από το «μπαλκάν» που σημαίνει όρος-βουνό στα τουρκικά ενώ τα όργανα (έγχορδα , πνευστά , κρουστά) που χρησιμοποιούνται είναι κοινά σε όλο το βαλκανικό χώρο. Που δεν συναντούμε την γκάιντα, το ζουρνά, το λαούτο, το νταούλι, την τρομπέτα, το κλαρίνο, το βιολί, το ακορντεόν;
Σχετικά µε την προέλευσή τους υπάρχουν διάφορες απόψεις. Πολλοί ισχυρίζονται ότι πέρασαν στην Ελλάδα από τις τουρκικές µπάντες γύρω στο 1870. Τα χάλκινα μουσικά όργανα έφεραν στην Oθωμανική αυτοκρατορία οι Γάλλοι που ανέλαβαν να αναδιοργανώσουν τον τουρκικό στρατό. Οι Δυτικές στρατιωτικές μπάντες αντικατέστησαν τους ζουρνάδες που μέχρι τότε συνόδευαν τις εκδηλώσεις του τουρκικού στρατού, ενώ οι μουσικοί που μάθαιναν αυτά τα όργανα τα χρησιμοποιούσαν έπειτα στα γλέντια τους.
Οι νομάδες Ρομ απλώθηκαν σε διάφορα μέρη των Βαλκανίων και σε σύντομο χρονικό διάστημα, αφομοίωσαν ποικίλες μουσικές παραδόσεις και κουβάλησαν, άπλωσαν, μετάλλαξαν, ανέμειξαν, επηρέασαν και διέδωσαν με τις μετακινήσεις τους τη Βαλκανική μουσική. Μ’ αυτήν την έννοια, εάν πρόκειται να μιλήσουμε για σχετικώς ομοιογενή Βαλκανική μουσική, οφείλουμε αυτήν τη μερική τυποποίηση στους Ρομ , οι οποίοι έχουν ενσωματωθεί βαθιά στον τοπικό κοινωνικοπολιτισμικό ιστό της Βαλκανικής μουσικής.
Μία βαλκανική brass μπάντα αποτελείται συνήθως από έναν μεγάλο αριθμό μουσικών, που καθένας παίζει και κάποιο διαφορετικό όργανο. Τρομπέτες, φλικόρνα, τρομπόνια, κέρατα, κόρνες, ευφώνια και τούμπες συνοδεύονται από τύμπανα και παραδοσιακά davuls δημιουργώντας μελωδίες με, συνήθως, γρήγορο τέμπο. Η μουσική είναι κατά κύριο λόγο οργανική, αν και πολλές φορές συνοδεύεται και από τραγούδι.
Μια φορά το χρόνο για πέντε ημέρες, δεκάδες χιλιάδες άνθρωποι μεταβαίνουν στη μικροσκοπική πόλη Guča της Σερβίας για να ακούσουν μπάντες της χερσονήσου να μάχονται (κάτι παρόμοιο με τα rap battles) για τίτλους πρωταθλήματος! Οι νικητές δεν κερδίζουν μόνο χρήματα και αναγνώριση, αλλά και το δικαίωμα να καυχιούνται παγκοσμίως για τη νίκη τους. Δεν είναι τυχαίο πως το φεστιβάλ είναι παγκοσμίως γνωστό ως «Woodstock των Βαλκανίων», μάλιστα όταν ο Miles Davis είχε επισκεφτεί το φεστιβάλ, είχε πει: «Δεν ήξερα ότι μπορεί να παίξει κανείς τρομπέτα με αυτό τον τρόπο»!
Πως ξεκίνησαν όμως οι πρώτες κομπανίες χάλκινων στην περιοχή μας;
Στο βιβλίο του μουσικολόγου και τρομπετίστα Γιώργου Χατζημανώλη με τίτλο «Τα χάλκινα πνευστά στις λαϊκές κομπανίες της Δυτικής Μακεδονίας» αναγράφεται πως οι πρώτες κομπανίες ξεκίνησαν από την περιοχή του Βοΐου και αργότερα εμφανίστηκαν στην Φλώρινα. Ο Βασίλης (Γκουντής) Μάττας (1905-1992), από τους πιο παλιούς κορνετίστες τις Εράτυρας, γράφει μεταξύ άλλων πως “ο πρώτος που έπαιξε στην περιοχή κορνέτα ήταν ο Σιέτας γύρω στα 1880” ενώ αναφέρει πως την ίδια εποχή στην Λειψίστα (Νεάπολη) έδρευε μια τουρκική μεραρχία, η οποία είχε μια μπάντα, από την οποία ο πατέρας του έκανε πλιάτσικο κλέβοντας ένα ευφώνιο το οποίο έπαιζε ο αδερφός του. Η κομπανία του πατέρα του περιελάμβανε ένα κλαρίν , δύο τρομπόνια, μια κορνέτα, ένα ευφώνιο, ένα νταούλι και ένα τύμπανο.
Απάντηση ψάχνει το ερώτημα για τον τρόπο διάδοσης στο χώρο της Μακεδονίας των χάλκινων πνευστών. Πώς εισήχθησαν στο χώρο της Μακεδονίας και τροποποίησαν τη σύνθεση των προϋπαρχόντων μουσικών συνόλων;
Ως προς το ερώτημα αυτό, ο Σίμωνας Καράς πιστεύει πως τα όργανα αυτά «ξεπήδησαν» μέσα από τις ελληνικές μπάντες που είχαν δημιουργήσει οι ελληνικές αστικές κοινότητες της Μακεδονίας για λόγους γοήτρου έναντι των αλλογενών και αλλόθρησκων. Η άποψη αυτή του Σίμωνα Καρά που βρίσκεται γραμμένη στο οπισθόφυλλο του δίσκου «Τα Τραγούδια και χοροί της Δυτικής Μακεδονίας» ο οποίος αποτελεί μια από τις πρώτες δισκογραφικές καταγραφές της ιστορίας των κομπανιών των χάλκινων πνευστών, δεν μπορεί να θεωρηθεί απολύτως αξιόπιστη καθώς καμία άλλη πηγή από εκείνη την εποχή δεν μας μαρτυρά κάτι παρόμοιο.
Οι κομπανίες χάλκινων πνευστών φαίνεται να εμφανίστηκαν πρώτα στην Δυτική Μακεδονία και μετέπειτα στην Βόρεια και Κεντρική.
Αυτό αποδίδεται σε διαφόρους λόγους όπως στις τούρκικες στρατιωτικές μπάντες που ήταν άφθονες στην περιοχή της Δυτικής Μακεδονίας αλλά και στην ευρωστία κάποιων ομογενών οι οποίοι ζούσαν σε μεγάλα αστικά κέντρα που ευημερούσαν, τα οποία πρωτοστατούσαν στα καλλιτεχνικά και πολιτιστικά δρώμενα της εποχής. Λέγεται πως διάφοροι Έλληνες αριστοκράτες από τη Βιέννη τροφοδοτούσαν την τουρκοκρατούμενη Ελλάδα με ιδέες, μανιφέστα, μουσικά όργανα και τεχνολογικές εξελίξεις.
Στα 1860, στη Βιέννη, δόθηκε µια μεγάλη συναυλία παρούσης όλης της Βιεννέζικης αριστοκρατίας µε πρώτους και καλύτερους τους Δυτικοµακεδόνες προύχοντες και πραματευτάδες. Οι περισσότεροι από τους λαϊκούς µουσικοεκτελεστές προέρχονται από τις αυτοδίδακτες τάξεις των µουσικών της Εράτυρας, της Καστοριάς, του Νεστορίου, της Κλεισούρας και της Βλάστης. Οι Γιουµπουραίοι, οι Τουµπαίοι και οι Μπουκαίοι ήταν οικογένειες µουσικών οι οποίοι εκείνο το βράδυ ενθουσίασαν το Βιεννέζικο φιλόµουσο κοινό. Όταν ο Νικόλαος Δούµπας «παραγγέλνει» ένα βαρύ αρβανίτικο σκοπό για να χορέψει, η µεγαλοπρέπεια και η επιβλητικότητα του συνεπαίρνουν το κοινό. Αυθόρµητα, µε δική του πρωτοβουλία ανοίγεται ένα βιβλίο εισφορών, όπου συγκεντρώνεται το υπέρογκο για την εποχή ποσό των 3000 φράγκων, εκ των οποίων τα µισά αποστέλλονται στην Ελληνική Κυβέρνηση και τα άλλα µισά στη Βλάστη. Ταυτόχρονα ο Νικόλαος Δούµπας χαρίζει στην Βλάστη και πολλά μουσικά πνευστά όργανα. Από τότε καθιερώνεται το ελληνικό αυτό είδος µουσικής ως πολύ αγαπητό και οικείο στο Βιεννέζικο κοινό, το οποίο πλέον το εντάσσει σε πολλές άλλες επίσηµες εκδηλώσεις του.
Το θέµα της προέλευσης των χάλκινων πνευστών παρά τις επικρατούσες απόψεις δεν έχει εξαντληθεί
Με την άποψη ότι τα χάλκινα πνευστά προέκυψαν από τις τούρκικες στρατιωτικές μπάντες, συμφωνεί και η Ελευθερία Γκαρτζονίκα, η οποία αναφέρει ότι ήδη από το τέλος του 19ου αιώνα, μουσικοί της περιοχής της Κοζάνης ήρθαν σε επαφή με τα χάλκινα στον τούρκικο στρατό όπου υπηρετούσαν ως μουσικοί και οι Κοζανίτες κοσμοπολίτες τα δέχτηκαν με ευχαρίστηση για την μελωδικότητα και την ένταση τους, που εξυπηρετούσε τα γλέντια τους σε ανοιχτούς χώρους.
Άλλη πηγή αναφέρει πως οι Δυτικοµακεδόνες ίσως έµαθαν τα όργανα αυτά από την Σερβία, την Αυστρία και άλλα κράτη της Βόρειας Ευρώπης που είχαν επαφές. Στη διάδοση τους συνέβαλαν οι Έλληνες άρχοντες που είχαν παρέ-δώσε µε όλες τις Βαλκανικές πόλεις, οι οποίοι «κουβαλούσαν» µουσικούς στο πέρασμα τους.
Τα συγκροτήματα με τα χάλκινα, στη Δυτική Μακεδονία έπαιζαν πάντα χωρίς την συνοδεία τραγουδιού έτσι κατείχαν διπλό ρόλο σ’ αυτή τη μουσική, του σολιστικού οργάνου και τον ρόλο του τραγουδιστή.
Όποιος δεν γνώριζε τη μουσική της περιοχής θεωρούσε όλες τις μελωδίες ανθελληνικές. Τα παραδοσιακά τραγούδια όμως που συντρόφευαν τον ντόπιο πληθυσμό στις χαρές και τις λύπες, ήταν τα ερωτικά, του κύκλου της ζωής, τα αναφορικά σε τοπωνύμια και περιστατικά που αναδείκνυαν την παλαιότητα και τοπικότητα τους ή απλώς την καθημερινή τους αναγκαιότητα και δεν είχαν ουδεμία σχέση με τις νεότερες συνθέσεις, που δημιουργήθηκαν για καθαρά πολιτικούς και προπαγανδιστικούς σκοπούς.
Επίσης, τα ιδιαίτερα μουσικά χαρακτηριστικά τους, κυρίως οι ρυθμοί αλλά και οι μουσικοί δρόμοι στους οποίους κινούνται όσο και η μουσικοποιητική δομή τους, δηλώναν την τοπικότητα και διαφορετικότητα τους σε σχέση με τις νεότερες συνθέσεις.
Το φαινόμενο της εμφάνισης των χάλκινων πνευστών στις κομπανίες – ειδικά στη Μακεδονία- αποτελεί αναμφισβήτητα ένα εθνομουσικολογικό γεγονός για την χώρα μας, αφενός γιατί η χρονική περίοδος ξεπερνά την εκατονταετία και αφετέρου γιατί τα ευρωπαϊκά αυτά όργανα μπόρεσαν να «ενσωματωθούν» στην ελληνική λαϊκή μουσική και να οργανώσουν το δημοτικό τραγούδι, όπως έκανε και το κλαρίνο.
H Δυτική Μακεδονία είναι η μοναδική περιοχή της Ελλάδας, μαζί με την Μυτιλήνη οι οποίες χρησιμοποιούσαν και χρησιμοποιούν αντίστοιχα, χάλκινα πνευστά στην παραδοσιακή τους μουσική, τα οποία συνεισφέρουν στη διαμόρφωση του τοπικού μουσικού ιδιώματος.
Όπως προκύπτει φυσικά ο χώρος της Μακεδονίας ο οποίος ήταν βιωμένος τόπος πολλών κατά την διάρκεια της οθωμανικής αυτοκρατορίας, παρουσίαζε μεγάλη φυλετική ποικιλία και υπήρξε τόπος συμβίωσης Σλάβων, Βούλγαρων, Τούρκων, Ρόμηδων και φυσικά Ελλήνων, χώρια από τα επιμέρους φυλετικά χαρακτηριστικά που είχαν οι λαοί αυτοί μεταξύ τους είναι λογικό να καταλάβουμε γιατί η μουσικοχορευτική παράδοση της Μακεδονίας παρουσιάζει τέτοιον πλούτο και ποικιλία από περιοχή σε περιοχή.
Το βαλκανικό σύμπλεγμα
Οι άνθρωποι από τα Βαλκάνια υποφέρουν από ένα σύμπλεγμα. Με κάθε κόστος, θέλουν να είναι διαφορετικοί από τους γείτονές τους.Τα κοινά μας σημεία είναι περισσότερα από τις διαφορές μεταξύ μας. Όμως όλα τα έθνη των Βαλκανίων προσπαθούν να αλλάξουν την ιστορία τους για να αναδείξουν τις διαφορές, το ίδιο συμβαίνει και με τη μουσική στα Βαλκάνια.