Προφανώς όλοι µεγαλώσαµε παίζοντας µε τα πλαστικά τουβλάκια της Lego, δηµιουργώντας κάστρα, βαγόνια, πύργους και οτιδήποτε άλλο σκαρφιζόµασταν. Τα διάσηµα πλαστικά τουβλάκια έχουν ψυχαγωγήσει και εκπαιδεύσει περισσότερα από 300 εκατοµµύρια παιδιά σε ολόκληρο τον κόσµο, τα τελευταία 40 και πλέον χρόνια.
Η ιστορία της Lego ξεκινάει το 1916, όταν ένας φτωχός ξυλουργός και µαραγκός, ο 25χρονος Όλε Κιρκ Κρίστιανσεν, αγόρασε ένα μικρό εργαστήριο σε ένα χωριό της Δανίας, που κατασκεύαζε κινητές σκάλες, εργαλεία και σανίδες. Στον ελεύθερο του χρόνο συνήθιζε να φτιάχνει ξύλινα παιχνιδάκια για τα παιδιά του, µία ευχάριστη ενασχόληση που σύντοµα θα τον αντάµειβε. Την εποχή της μεγάλης ύφεσης, οι δουλειές δεν πήγαιναν καλά και έτσι το 1932 ο Κρίστιανσεν αποφάσισε να προσθέσει στη γκάµα των προϊόντων του μινιατούρες από τα προϊόντα που ήδη έφτιαχνε καθώς και µερικά ξύλινα παιχνίδια «για να ευχαριστιούνται τα παιδιά», όπως έλεγε.
Ο ίδιος επιλέγει από νωρίς να μην κάνει συμβιβασμούς στην ποιότητα. Γι’ αυτόν η ποιότητα είναι αδιαπραγμάτευτη. Θέλει να παράγει τα καλύτερα προϊόντα, γι’ αυτό κρεμάει μια ταμπέλα στο εργαστήριο, που αναγράφει «Only the best is good enough».
Δύο χρόνια αργότερα, καθώς διοργάνωσε ένα διαγωνισμό μεταξύ του προσωπικού του για να δώσει όνομα στην εταιρεία προσφέροντας ως δώρο ένα μπουκάλι σπιτικό κρασί χρησιµοποιεί για πρώτη φορά το όνοµα «Lego» (το οποίο είχε προτείνει ο ίδιος εξ’ αρχής) για τη νεοσύστατη εταιρεία του, το οποίο προέρχονταν από τη δανέζικη φράση «leg godt», που σηµαίνει «παίζω καλά, παίζω µε το σωστό τρόπο». Αργότερα, ο ιδρυτής διαπίστωσε ότι η ίδια λέξη στα λατινικά σήµαινε «µελετώ, συναρµολογώ», µία διαβολική σύµπτωση που ακολούθησε το συγκεκριµένο παιχνίδι για τις επόµενες δεκαετίες.
Η µικρή επιχείρηση, η οποία απασχολούσε µία ντουζίνα υπαλλήλους, καταστράφηκε ολοσχερώς το 1942 από φωτιά, όµως ο ιδρυτής της κατάφερε να την αναστηλώσει σύντοµα και να ξεκινήσει την παραγωγή. Πέντε χρόνια µετά, η Lego ήταν η πρώτη επιχείρηση στη Δανία που αγόρασε ένα προηγµένο µηχάνηµα για την παραγωγή πλαστικών παιχνιδιών, αποκτώντας έτσι σημαντικό ανταγωνιστικό πλεονέκτηµα. Ο Κρίστιανσεν «πίστεψε» στο νέο αυτό υλικό, το πλαστικό, χάρη στο οποίο θα φτιάχνονταν πιο αξιόπιστα παιχνίδια, µε µικρότερο κόστος και σε µεγαλύτερη παραγωγή σε σχέση µε τα ξύλινα.
Το 1949, ο πρώην ξυλουργός έφτιαξε τα πρώτα πλαστικά τουβλάκια, με την ονομασία Automatic Binding Bricks, που διέθεταν µικρές προεξοχές στις πάνω πλευρές και τρύπες στις κάτω ώστε να µπορούν να µπαίνουν το ένα στο άλλο. Μπορούσαν να μείνουν ενωμένα, αλλά όχι τόσο σφιχτά ώστε να μην μπορούν να τραβηχτούν και να γίνουν πάλι ξεχωριστά κομμάτια. Μέχρι το 1951 η ζήτηση για τα πλαστικά παιχνίδια αυξανόταν, σηµατοδοτώντας την αρχή του τέλους για τα ξύλινα παιχνίδια. Σαν να µην έφτανε αυτό, το εργοστάσιο που τα παρασκεύαζε καταστράφηκε, δίνοντας οριστικό τέλος στην παραγωγή των ξύλινων παιχνιδιών.
Το 1958, χρονιά κατά την οποία τα τουβλάκια έχουν σχήμα που έχει καταχωρηθεί με δίπλωμα ευρεσιτεχνίας, παρήχθησαν διάφορες ποικιλίες από τα πλαστικά τουβλάκια, τα οποία άρχισαν να εξάγονται σε όλη την Ευρώπη. Την ίδια χρονιά πέθανε ο Όλε Κιρκ Κρίστιανσεν, οπότε ανέλαβε ο γιος του, Γκόντφρεντ Κιρκ, ο οποίος µπαινόβγαινε στο εργοστάσιο από την τρυφερή ηλικία των 12 ετών.
Το 1963, η Lego χρησιµοποίησε βελτιωµένα υλικά στην παραγωγή, µε αποτέλεσµα τα παιχνίδια της να έχουν καλύτερη ποιότητα χρώµατος και να είναι πιο ανθεκτικά, ενώ το 1967 έφτιαξε µεγαλύτερα τουβλάκια, τα οποία απευθύνονταν σε παιδάκια άνω των πέντε ετών. Τα τουβλάκια αυτά έγιναν ανάρπαστα διεθνώς, αφού κέρδισαν την εµπιστοσύνη των γονέων, που επιθυµούσαν να βλέπουν τα παιδιά τους να παίζουν µε ασφαλή και δηµιουργικά παιχνίδια.
Το 1968 δηµιουργήθηκε στη Δανία η πρώτη Legoland, ένα τεράστιο πάρκο κατασκευασµένο από τουβλάκια, το οποίο είναι το δεύτερο πιο δηµοφιλές αξιοθέατο, προσελκύοντας περίπου ένα εκατοµµύριο επισκέπτες το χρόνο. Σήµερα, η Lego εξακολουθεί να παραµένει οικογενειακή επιχείρηση, καθιστώντας την οικογένεια Κρίστιανσεν την πιο πλούσια δυναστεία στη Δανία, µε προσωπική περιουσία που υπερβαίνει τα πέντε δισ. δολάρια.
Σύµφωνα µε την ιστοσελίδα της εταιρείας, περίπου 327 δισ. τουβλάκια έχουν πουληθεί από το 1949, τα παιδάκια όλου του κόσµου παίζουν µε αυτά ετησίως πέντε δισ. ώρες, ενώ αντιστοιχούν κατά µέσο όρο 62 τουβλάκια σε καθέναν που ζει σ’ αυτό τον πλανήτη. Συν τοις άλλοις, τα τουβλάκια που πωλούνται κάθε χρόνο μπορούν να καλύψουν τη γη πέντε φορές.
Σήμερα, υπάρχουν περίπου 250.000 φανατικοί ενήλικες των πλαστικών κύβων, που διατίθενται πλέον σε 53 διαφορετικά χρώματα, γνωστοί και με την προσωνυμία Afols (Adult Fans of Lego), ενώ ιδιαίτερα δημοφιλή είναι και τα αντίστοιχα φεστιβάλ, όπως το BrickFest, όπου εκεί χτίζονται κατασκευές τεραστίων διαστάσεων, από το μεγαλύτερο πλοίο ή τραίνο Lego, ενώ εκτυλίσσονται μέχρι και αγώνες ταχύτητας κατασκευής μεταξύ των ομάδων.
Το 2014 η Lego, χάρη και στην επιτυχία της ομώνυμης ταινίας που έκοψε παγκοσμίως εισιτήρια αξίας 468 εκατ. δολαρίων και η οποία παρακίνησε χιλιάδες παιδιά να αναζητήσουν τα προϊόντα της που εμφανίζονταν στην ταινία, ξεπέρασε σε πωλήσεις την Mattel και την Hasbro. Χωρίς αμφιβολία, η δανέζικη εταιρεία, προσφέροντας ουσιαστικά ένα μόνο προϊόν, το οποίο κυριαρχεί στην αγορά, και έχοντας κατασκευάσει σειρά εργοστασίων ανά τον κόσμο, έχει δημιουργήσει ένα από τα πιο επιτυχημένα επιχειρηματικά μοντέλα στη βιομηχανία των παιχνιδιών, απολαμβάνοντας σχεδόν πενταπλάσια περιθώρια κέρδους έναντι των ανταγωνιστών της.
Στα μελλοντικά σχέδια της Lego, η οποία έχει πλέον να ανταγωνιστεί ψηφιακές πολυεθνικές επιχειρήσεις, είναι να διεισδύσει και αυτή στον ψηφιακό χώρο, με έναν συνδυασμό φυσικού και ψηφιακού παιχνιδιού, όπου μέσω του διαδικτυακού τόπου της Lego θα μπορεί κανείς να δημιουργήσει το προσωπικό του τρισδιάστατο παιχνίδι, και να παραγγείλει τα κομμάτια του από την εταιρεία.