Καταγώγια και τεκέδες, αργιλέδες και χασίσια, μάγκες, νταήδες, κουτσαβάκια, αλλά και «αποφάγια μάγκες», πόρνες και αγαπητικοί, τσαμπουκάδες και μαχαιρώματα, μπαγλαμάδες και τραγούδια στον προπολεμικό Πειραιά: Αυτό είναι λίγο-πολύ το σκηνικό. Ένα σκηνικό λούμπεν και συνάμα ρομαντικό, με άνδρες σκληρούς που σημάδεψαν την ιστορία του ρεμπέτικου τραγουδιού και θα έκαναν πολλούς αμερικανούς γκάνγκστερ να μοιάζουν μπροστά τους κολεγιόπαιδα. Αυτές είναι μερικές από τις συναρπαστικές ιστορίες τους.
Ο ρεμπέτης που έδερνε αστυνομικούς
«Εγώ μάγκας φαινόμουνα να γίνω από μικράκι», τραγουδούσε ο Μιχάλης Γενίτσαρης (15 Ιουνίου 1917 – 11 Μαΐου 2005) και δικαίως, καθώς η μυθιστορηματική ζωή του περιλάμβανε νταλκάδες, μαχαιρώματα και ουκ ολίγους τσαμπουκάδες με τα όργανα της τάξης. Στο βιβλίο του Κώστα Χατζηδουλή «Ρεμπέτικη Ιστορία» (εκδ. Νεφέλη) ο ίδιος εξομολογείται: «Μας σταματάει ξαφνικά στον δρόμο ένας αστυφύλακας και μας ρωτάει: “Για πού πάτε παιδιά; Αυτό που κρατάς εσύ τι είναι είναι;”, λέει σ’ εμένα. Του λέω, “μπουζούκι”. Χωρίς όμως να το προσέξω, έχει πλησιάσει κοντά και δίνει μια κλωτσιά, όπως το βαστάω και μου το σπάει. “Γιατί”, του λέω, “κύριε policeman το έσπασες;”. “Δεν ξέρεις”, μου λέει, “ότι το όργανο αυτό είναι χασικλίδικο; Πήγαινε φύγε”, λέει, “για να μην σας πάω όλους μέσα”. Το αποτέλεσμα το λέω τώρα, τον έσπασα στο ξύλο μέχρι του θανατά, τον έστειλα για καιρό στο νοσοκομείο, εγώ δικάστηκα, την πλήρωσα άσχημα και άστα». Ο Γενίτσαρης φυλακίστηκε ουκ ολίγες φορές, ενώ εξορίστηκε στην Ίο για έναν χρόνο ως δημόσιος κίνδυνος επί Μεταξά.
«Τον έσπασα στο ξύλο μέχρι του θανατά, τον έστειλα για καιρό στο νοσοκομείο, εγώ δικάστηκα, την πλήρωσα άσχημα και άστα».
Μάλιστα, σύμφωνα με τον στιχουργό του ρεμπέτικου, Νίκο Μάθεση, ο Γενίτσαρης δεν είχε διστάσει ακόμη και να εισβάλει σε αστυνομικό τμήμα: «Μανούριασε και πλάκωσε κάτι χωροφύλακες και τον βάλανε στο μάτι. Αλλά τι τους έκανε! Πήρε μετά έναν χωροφύλακα, τον έδειρε και του πήρε το πιστόλι – ναι. Και πάει στο τμήμα της χωροφυλακής στη Νιό και τους πλακώνει στο μπινελίκι. Μπαίνει μέσα και με το πιστόλι στο χέρι απειλούσε τον διοικητή και τους άλλους χωροφύλακες, ώστε να αφήσουνε ήσυχους τους εξόριστους που τους φερνόντουσαν άσχημα. Κλαρίνο είχανε κάτσει όλοι τους. Μετά απ’ αυτό ησυχάσανε τα πράγματα και τους φερόντουσαν πιο ωραία, πιο ανθρώπινα. Γενίτσαρης ήτανε αυτός. Όχι παίζουμε!».
Ο Γενίτσαρης όμως, σαν μάγκας που ήταν, ήταν και πολύ ερωτιάρης. Ο έρωτάς του μάλιστα για μια πόρνη, τη Σοφία, εξελίχτηκε σε splatter που θα ζήλευε και ο Quentin Tarantino, με μια τσατσά να χάνει δύο δάχτυλα και έναν ανθυπολοχαγό να φεύγει με μαχαιριά στο πόδι. Ο ίδιος διηγείται: «Έμπλεξα με μια γκόμενα που τη λέγανε Σοφία. Ήταν γυναίκα ελευθέρων ηθών. Αυτή εμένα με ξεμυάλισε και όπως ήμουνα τρελός, μαζί της απόγινα. Ήταν γυναίκα που μου έκανε τα γούστα. Ένα βράδυ έρχεται στο μαγαζί ο Διαμαντής ο Χιώτης (ο πατέρας του Μανώλη Χιώτη), μαζί με έναν άλλονε (…) Μου λένε τότε ότι ο άλλος, που είχε παρέα ο Διαμαντής, είχε ένα καλό μπουρδέλο στη Θήβα και ήθελε γυναίκες από δω, να τις πάει στο νταραβέρι που είχε. Με ψήσανε κι εμένα να αφήσω τη Σοφία να πάει στη Θήβα. Έπεσε όλη η σωματεμπορία πάνω μου, για να με ψήσουνε ν’ αφήσω τη Σοφία να πάει στο μπουρδέλο. Μου είπανε ότι κάθε εβδομάδα θα έρχεται να με βλέπει εδώ στον Πειραιά. Με πέσανε και με καταφέρανε και της είπα να πάει».
Τα πράγματα όμως δεν εξελίχθησαν όπως τα σχεδίασε ο ρεμπέτης Γενίτσαρης, καθώς ένας «ενωματάρχης» ερωτεύτηκε τη Σοφία στη Θήβα, αποφάσισε να την παντρευτεί και εκείνη διαμήνυσε στον Γενίτσαρη ότι δεν επρόκειτο να τον δει ξανά. Ο Γενίτσαρης δεν έχασε χρόνο, όπως χαρακτηριστικά διηγείται: «Παίρνω και τον ανεψιό του Βλάχου τον Αντώνη, παίρνω και τον Χρήστο, έναν Μενιδιάτη (παιδί κι αυτό, λουλούδι) που ήταν φυγόδικος τότες γιατί χτύπησε στο Μενίδι έναν ενωματάρχη και τόνε κυνηγούσανε και τον έκρυβα εγώ στο σπίτι της γκόμενας. Βρίσκω κι ένα φίλο μου Στράτο Κουτσομπόλη, που ήτανε κι αυτός ίδια φάρα με μας, και αρχινάμε το ούζο, μέχρι που βγάζω συμπέρασμα εγώ, ότι πρέπει να πάμε στη Θήβα με ταξί και να πάρουμε τη Σοφία και με το ζόρι, αν δεν ήθελε να έρθει. Έτσι κι έγινε». Με ένα «πιστόλι Κολτς 38» και μια «ξιφολόχη του στρατού» εισέβαλε λοιπόν στο πορνείο. Ο πρώτος «τυχερός» που βρέθηκε μπροστά του ήταν ένας ανθυπολοχαγός. Ο Γενίτσαρης νομίζοντας ότι πάει να βγάλει πιστόλι τον μαχαιρώνει κάτω από την ελιά του ποδιού με την κάμα του, όπως διηγείται χαρακτηριστικά, «να βγαίνει πίσω στο κωλομέρι» του ανθυπολοχαγού. Τι ακολούθησε;
«Δεν υπολογίζαμε ούτε Θεό, ούτε -κυρίως- τους μπάτσους. Δεν τους γουστάρω τους μπάτσους».
«Τότε έγινε το σώσε. Αποπάνω από τις σκάλες βλέπω τη Σοφία και πεντέξι από τις άλλες γυναίκες να φωνάζουνε σαν τρομαγμένα θηρία. Ο Κουτσομπόλης είχε κάτσει όξω, ο Μαρίνης κάτω στις σκάλες, και εγώ πάω απάνω. Μόλις ανεβαίνω απάνω, βλέπω ένανε άντρα που έχει ανοίξει ένα παράθυρο από πίσω από το σπίτι, που ήτανε και πιο χαμηλά, και πηδάει έξω. Εγώ τρέχω στο παράθυρο νομίζοντας ότι είναι ο ενωματάρχης, του ρίχνω, αλλά αυτός χάθηκε· έτρεχε πολύ. Τότε γυρίζω εγώ, μαγκώνω τη Σοφία από τα μαλλιά και την τραβάω να μου πει πού είναι το δωμάτιό της. Μπαίνω σε ένα, ήταν μια ντουλάπα με καθρέφτη, σπάω τον καθρέφτη, σπάω μια κανάτα μεγάλη με μια λεκάνη. Αλλά η Σοφία φοβήθηκε και φεύγει να πάει κάτω. Τότε εγώ φωνάζω του Στράτου να την πιάσει, και περιλαβαίνω την μαντάμα (ονόματι Μαργιώ) να μου δείξει το δωμάτιο της Σοφίας. Αυτή φοβάται να μου το δείξει, γιατί νομίζει ότι εγώ θα της κάψω τα ρούχα. Και τότες αρχινάει η ζημιά· δεν αφήνω δωμάτιο γερό. Τα ‘σπασα όλα μέσα: ντουλάπες, λαβουμάνα, ρούχα έσχιζα, και άλλα. Ώσπου μπαίνω στο δωμάτιο της μαντάμας μέσα, χωρίς να ξέρω ότι είναι της μαντάμας. Ορμάει κι αυτή μέσα, φοβούμενη μη της σπάσω κι αυτηνής, και πάει να μου αρπάξει την κάμα που βαστούσα στα χέρια. Τότε γίνεται το μοιραίο· της κόβω το χέρι και της αφαιράω δύο δάχτυλα. Μπήζει τις φωνές».
Ο Τρελάκιας του ρεμπέτικου
Ένας άλλος σκληρός μάγκας και στιχουργός του ρεμπέτικου, ήταν ο Νίκος Μάθεσης (1907 – 27 Απριλίου 1975). Περισσότερο γνωστός ως «τρελάκιας», έζησε και αυτός προκλητικά, γράφοντας τη δική του ιστορία. Στο βιβλίο «Ρεμπέτικη Ιστορία» ο ίδιος εξομολογείται: «Αποφάσισα να μπω κι εγώ στον κύκλο της μαγκιάς. Έπρεπε όμως να κάνω σεφτέ, δηλαδή να μαλώσω με έναν καλό μάγκα για να κάνω και εγώ όνομα, να ακουστώ στον μαγκόκοσμο. Άμα ο μάγκας που θα του την έβγαινα είχε όνομα στην πιάτσα, θα ‘κανα κι εγώ. Εγώ είπα, πήγα να πειράξω τον Σκριβάνο για σεφτέ, για να ακούσω το όνομά μου ότι μπήκα στη μαγκιά, για βάπτισμα. Ο Σκριβάνος είχε προϋπηρεσία στη μαγκιά, γεμάτη δάφνες και κατορθώματα θρυλικά, που, μόνο που τ’ άκουγες, νόμιζες ότι είναι παραμύθια. Και με τον Σκριβάνο τα έβαλα πρώτα και έκανα σεφτέ. Πήγα στο μαγαζί του, γυρεύοντας για καβγά. Τον προκάλεσα, αλλά ήταν ξύπνιος άντρας και γίναμε φίλοι αμέσως».
«Μετά τη Μεγάλη Παρασκευή, πήγα στον τάφο του, μαστούριασα και μετά έχεσα. Γιατί το ‘χαμε πει, ότι όποιος καθαρίσει από τους δυο, θα πάει να χέσει τον τάφο του αλλουνού».
Ο Νίκος Μάθεσης επιβάλλεται ως μάγκας στον Πειραιά και κάνει παρέα «με τους μεγαλύτερους μάγκες της εποχής και με κουτσαβάκια, που δεν σήκωναν απ’ τους άλλους ούτε χαμόγελο». Κυκλοφορεί με ένα σκύλο μπουλντόγκ μαστούρη, γράφει στίχους για ρεμπέτικα τραγούδια – ιδιαίτερα γνωστό το «Έδιωξα κι εγώ μια γάτα» και οπλοφορεί. «Οπλοφορούσα πάντα, είχα δύο πιστόλια γεμάτα, γιατί είπαμε, ότι πάντα, κάθε στιγμή, η ζωή σου κρεμόταν από μία τρίχα, υπήρχε φόβος να σε φάνε σε ένα λεπτό». Πράγματι, παραλίγο να χάσει τη ζωή του όταν, μετά από μια παρεξήγηση που είχαν σε έναν τεκέ, ο Στρίγκλας, ένας μάγκας φόβητρο της εποχής, του έστησε καρτέρι μαζί με ένα ξάδελφο του. Τον μαχαίρωσαν στον λαιμό, αλλά, προτού προλάβουν να τον αποτελειώσουν, ο Μάθεσης τράβηξε πιστόλι και σκότωσε τον Στρίγκλα. Νοσηλεύτηκε στο νοσοκομείο και τελικά αθωώθηκε για τον φόνο, καθώς βρισκόταν σε άμυνα. Είχε εξομολογηθεί ότι ήταν φίλος με τον Στρίγκλα, αλλά αυτά τα πράγματα δεν παίζουν ρόλο στη μαγκιά, όπως λέει. Τι ήταν το πρώτο πράγμα που έκανε όταν έγινε καλά; Αφηγείται ο ίδιος: «Και μετά τη Μεγάλη Παρασκευή, πήγα στον τάφο του και μαστούριασα και μετά έχεσα. Γιατί το ‘χαμε πει, ότι όποιος καθαρίσει από τους δυο, θα πάει να χέσει τον τάφο του αλλουνού. Και έτσι έκανα».
«Παίρνω το πιρούνι, αρχίζω τον Μάρκο στα μπινελίκια και του καρφώνω το πιρούνι στον κώλο».
Η σχέση του με τα όργανα της τάξης ήταν η αναμενόμενη. «Εμείς είχαμε δικούς μας νόμους, δικιά μας ταρίφα, δεν υπολογίζαμε ούτε Θεό, ούτε -κυρίως- τους μπάτσους. Δεν τους γουστάρω τους μπάτσους». Στο βιβλίο «Ντρόμπρα και Σταράτα» (εκδ. Κάκτος) του λαϊκού συνθέτη Γιάννη Παπαϊωάννου αναφέρεται το παρακάτω περιστατικό: «Ξαφνικά πλησιάζει ένας της Ασφάλειας και λέει του Μάθεση ότι “εσείς μας βάζετε και στο γραμμόφωνο (εννοούσε τους δίσκους) και μας προκαλείτε”. Κουβέντα στην κουβέντα ο Μάθεσης – είπαμε τρελός, αρπάχτηκε μ’ αυτόνε. Χάλασε ο κόσμος εκείνη τη μέρα. Έβρισε άσχημα ο Μάθεσης. “Θα σου βάλω έναν αργιλέ στον πάτο, ρε πούστη, γαμώ το στέμμα σου”, του λέγε ο Μάθεσης. Τελικά ο αστυφύλακας έφυγε άρον-άρον χωρίς να προσπαθήσει να πιάσει τον Μάθεση. Τον φοβότανε γιατί ο Μάθεσης μόλις είχε βγει από τη φυλακή, από έναν φόνο που είχε κάνει στη ψαραγορά, μέρα μεσημέρι. Δεν κώλωνε ο Μάθεσης, ήταν παλληκάρι».
Ευέξαπτος και νταής λοιπόν ο Τρελάκιας του ρεμπέτικου που είχε μπλεχτεί και σε καυγά με τον Μάρκο Βαμβακάρη. «Παίρνω το πιρούνι, αρχίζω τον Μάρκο στα μπινελίκια και του καρφώνω το πιρούνι στον κώλο. Παίρνω κι άλλο μετά και του το καρφώνω κι αυτό στον κώλο. Και λίγο του ήτανε».
Το φονικό στην μπιραρία
Μια άλλη περίφημη ιστορία εξελίσσεται στην οδό Ακάμαντος 28 στο Θησείο, όπου στεγαζόταν η μπιραρία του Κωνσταντίνου Αάρων, γνωστού με το παρατσούκλι «Πίκινος». «Σαν τούτο τον Πίκινο ούτε θα υπάρξει τέτοιος άνθρωπος. Τέτοιον άνδρα είναι δύσκολο στα χρόνια μας να βρεις. Κουβαρντάς, μπεσαλής, παλικάρι κι ας τον έφαγε ένας χαμένος. Το ‘λεγε η ψυχή του. Εκεί να πούμε περνούσανε οι μεγαλύτεροι νταήδες στην εποχή αυτή, μπροστά του σούζα», αφηγείται ο γνωστός ρεμπέτης Κώστας Ρούκουνας στο βιβλίο «Ένας ρεμπέτης: Κώστας Ρούκουνας (Σαμιωτάκι). Η ζωή του. Η εποχή. Τα τραγούδια του» (Εκδ. Ιδιωτική). Η μπιραρία του Πίκινου έμελλε να περάσει στην ιστορία με ένα φονικό που έγινε μάλιστα και τραγούδι.
Ήταν το μοιραίο βράδυ της 28ης Ιουνίου του 1931, όταν μια παρέα σοβατζήδων διασκέδαζε στο μαγαζί από νωρίς το βράδυ. Όσο όμως η ώρα περνούσε, η μπιραρία γέμιζε και με άλλες παρέες. Αποτέλεσμα η ορχήστρα να μην εκτελεί μόνο τις παραγγελιές της παρέας των σοβατζήδων και εκείνοι να παραπονιούνται συνεχώς. «Ρε τους πούστηδες, γιατί δεν μας παίζουν εμάς; Πες του σαντουριέρη να ‘ρθει κοντά μας», φώναζαν. Έτσι, το γκαρσόνι ειδοποίησε τον Πίκινο, καθώς οι σοβατζήδες ήδη είχαν ανοίξει εμφανώς έναν σουγιά στο τραπέζι. «Α να, κάτι φρούτα κόψαμε και τον έβαλα εκεί», απάντησε ο ένας, όταν ο Πίκινος του ζήτησε τον λόγο. Ο σουγιάς τελικώς κατασχέθηκε, το κακό όμως δεν άργησε να γίνει.
«Τού ‘δωσε λοιπόν ο Κανείς ένα τσιγαριλίκι, τόνε πιάνει βήχας, σπάνε τα υπόλοιπα ράμματα, παθαίνει περιτόνιο και στις δώδεκα μέρες ο άνθρωπος πέθανε».
Ο Κώστας Ρούκουνας διηγείται χαρακτηριστικά: «Στο μεταξύ αυτοί βρίζανε συνέχεια, ένεκα που δεν ήσαν ξηγημένοι και μάγκες. Και ξαναφωνάζουν τον σαντουριέρη. Και άμα πήγε ο Τζόβενος κοντά τους λέει: “Τι έγινε ρε παιδιά; Τι αγαπάτε;”. Πετάχτηκε ένας και τού ‘πε μια φράση βαριά. Τότε λοιπόν ο Τζόβενος του ‘ρθε προσβλητικό αυτό το πράμα κι όπως ήταν παλικάρι και το έλεγε η καρδούλα του γυρνάει και του δίνει την απάντηση κατά πώς του ‘πρεπε. Και τότε λοιπόν ο ψηλός από την παρέα παίρνει ένα ποτήρι και του δίνει μια κολλητή εδώ στο μάτι και του σκίζει το μάτι. Παραπλεύρως η άλλη παρέα ήτονε κάτι χασαπάδες, λεβεντόπαιδα και σπουδαία παιδιά, με τον Παλλιγγίνη τον Κώστα που ήτονε κουμπάρος με τον Τζόβενο και μόλις είδανε τι γίνηκε πλακωθήκανε εκεί κι έγινε της κακομοίρα εκεί μέσα. Τότε λοιπόν αρχίζει και πέφτει απάνω όλος ο κόσμος για να τους ξεχωρίζει. Βλέπει κι ο Πίκινος ότι πάνε να του χαλάσουν το μαγαζί τρέχει και λέει στους σοβατζήδες: “Εμπρός πληρώστε το λογαριασμό και δρόμο”. Πληρώνουν το λοιπόν το λογαριασμό και ετοιμαζόντουσαν να φύγουν».
Τα πράγματα όμως και πάλι δεν ηρέμησαν: καθώς οι άλλοι προσπαθούσαν να περιποιηθούν τα τραύματα του Τζόβενου, ένας από την παρέα τον σοβατζήδων γύρισε πίσω. Η αφήγηση του Κώστα Ρούκουνα είναι χαρακτηριστική.
«Την ώρα που φεύγανε από το περιβολάκι έρχεται ο ψηλός, να πούμε αυτός πού ‘χε κοπανήσει τον Τζόβενο και μπαίνει μέσα στη σάλα και κει που βάζανε οινόπνευμα και προσπαθούσαν να σταματήσουν το αίμα κάτι ειπώθηκε και σηκώνει ο ψηλός και του δίνει άλλες δυο μπουνιές στα μούτρα. Πετιόμαστε λοιπόν ο μάγειρας, ο Φώτης, κι εγώ τον αρπάμε, πέφτουμε στα βαρέλια, πέσανε και οι πελάτες, τον βγάζουμε στην πόρτα όξω. Τον στραπατσάρανε για καλά. Εν τω μεταξύ είχαν πιάσει και τραβούσαν τους άλλους μέσα για να τους περιποιηθούνε όπως τους άξιζε, τα παλιοτόμαρα. Τρέχει λοιπόν κι ο Πίκινος και τους λέει: “Βρε πούστηδες, θα μου χαλάσετε το μαγαζί;”. Και καθώς πάει ν’ αρπάξει να χτυπήσει έναν από δαύτους, βλέπω λοιπόν τον Πίκινο να μαζεύεται. Βρε τι συμβαίνει; Τι συμβαίνει; “Ρε με μαχαιρώσανε”. Τι είχε γίνει: Του ‘δωσε τη μαχαιριά μέσα στα στομάχια ο Χ/νας και το ‘βαλε στα πόδια γιατί ήτονε ένας χαμένος μπαμπέσης και ο Πίκινος και μαχαιρωμένος θα τον έτρωγε. Αρπάζουν τον ψηλό, τον οποίον πέσανε οι πελάτες κοντέψανε να τον σκοτώσουν. Τέλος πάντων ήρθε η Αστυνομία, τον πήρανε τον Πίκινο, τον πήγανε στο νοσοκομείο, του κάνανε την εγχείρηση. Στις εννιά μέρες απάνου του κόψαν τα μισά ράμματα και πήγε ο αδελφός του ο Μήτσος ο Κανείς και του πήγε κοτόπουλο όπου ‘χε ποθυμήσει. Μετά όμως ποθύμησε να φουμάρει και λιγάκι. Τού ‘δωσε λοιπόν ο Κανείς ένα τσιγαριλίκι, τόνε πιάνει βήχας, σπάνε τα υπόλοιπα ράμματα, παθαίνει περιτόνιο και στις δώδεκα μέρες ο άνθρωπος πέθανε. Έτσι πήγε το παλικάρι στα 37 του χρόνια».
Η «Πίνδος», ο Χιώτης και οι 15 ΛΟΚατζήδες
Ένας ακόμη ιδιοκτήτης νυχτερινού κέντρου που πέρασε στην ιστορία ήταν ο περιβόητος Βαγγέλης Μανδρούλιας, γνωστός ως «Αλεξανδριανός». Παλληκαράς και νταής, ήταν ο ιδιοκτήτης του νυχτερινού κέντρου «Πίνδος» στην περιοχή της Νέας Φιλαδέλφειας, το οποίο σύμφωνα με τον στιχουργό του ρεμπέτικου και συγγραφέα Νίκο Ρούτσο ήταν γνωστό after της εποχής. «Η “Πίνδος” δεν άνοιγε την ημέρα, αλλά μόνο τα μεσάνυχτα και λειτουργούσε μέχρι την άλλη μέρα ως οποιαδήποτε ώρα. Έτσι όλοι οι νταήδες και οι γλεντζέδες της Αθήνας και του Πειραιά, που γλεντούσαν στις ταβέρνες και στα άλλα κέντρα, όταν έκλειναν αυτά και ήθελαν να συνεχίσουν το γλέντι τους, άρχιζαν να κουβαλιόνται στου “Αλεξανδριανού”, τύφλα στο μεθύσι, για να ξαναπιούν και να κάνουνε τα νταηλίκια τους», αναφέρει. Ψυχή του μαγαζιού λοιπόν ο Αλεξανδριανός που κυκλοφορούσε μονίμως με δύο περίστροφα στην τσέπη. Πώς να έκανε διαφορετικά, αν σκεφθεί κανείς ότι μια βραδιά στα τέλη του εμφυλίου μια παρέα λοκατζήδων ήρθαν σε τέτοιο τσακίρ κέφι που άνοιξαν πυρ μέσα στο μαγαζί, με αποτέλεσμα ένας μπουζουξής να πάθει νευρικό κλονισμό.
Ο Αλεξανδριανός, συν τοις άλλοις, είχε ένα χούι: να αντιμετωπίζει ολομόναχος τους ταραξίες του μαγαζιού. Την απαράβατη αυτή εντολή λέγεται ότι παράκουσε ο Μανώλης Χιώτης την εποχή που έπαιζε στο μαγαζί του, με αποτέλεσμα να καταλήξει με μία τρύπα από σφαίρα στο μανίκι.
«Καλό σημάδι ξέρεις κυρ-Βαγγέλη. Με σημάδεψες στο στήθος και τρύπησες το ύφασμα του σακακιού μου. Έτσι θα πάρουμε την Πόλη;».
Ο Νίκος Ρούτσος διηγείται χαρακτηριστικά: «Ο Χιώτης όμως, όταν άρχιζε ένας καυγάς, παρατούσε ορθό το μπουζούκι του σε μια καρέκλα του πάλκου και σαλτάριζε να βοηθήσει τον Αλεξανδριανό, όσο κι αν αυτός δεν ήθελε και του φώναζε: “Στη δουλειά σου εσύ, μικρέ. Το μαγαζί είναι δικό μου κι εγώ θα καθαρίσω με την παρέα” (…) Μα η ανυπακοή που έδειχνε πάντα ο Χιώτης στις προσταγές του, εξαγρίωνε τον φοβερό καταστηματάρχη. Και μια νύχτα, σε ένα μεγάλο καυγά που είχε αναλάβει να κανονίσει ο Μανωλάκης, εξαγριώνεται τόσο πολύ ο Αλεξανδριανός που τραβάει το πιστόλι του, τον σημαδεύει στο στήθος και τραβάει τη σκανδάλη για να τον τραυματίσει και να τον αναγκάσει έτσι να ξαναγυρίσει στο όργανό του στο πάλκο. Γιατί εδώ πρέπει να αναφέρω πως ο Αλεξανδριανός είχε και μια άλλη καλλιτεχνική ιδιοτροπία: Ήθελε και το είχε δηλώσει πως ό,τι καυγάς και κακό γινόταν στο μαγαζί, το συγκρότημά του στο πάλκο να παίζει συνεχώς, σα να μη γινόταν τίποτα».
O Χιώτης, που η σφαίρα τον είχε πάρει ξόφαλτσα, μετά το τέλος του επεισοδίου, είπε περιπαιχτικά στον Αλεξανδριανό: «Καλό σημάδι ξέρεις κυρ-Βαγγέλη. Με σημάδεψες στο στήθος και τρύπησες το ύφασμα του σακακιού μου. Έτσι θα πάρουμε την Πόλη;». Ο Αλεξανδριανός του απάντησε: «Αυτό είναι το μεγάλο μυστικό στους καυγάδες. Να πυροβολείς κάποιον στα ίσια και να μην τον χτυπάς κατάσαρκα. Αλλά να τρυπάς τα μανίκια του σακακιού του. Αν εγώ, μέσα στους τόσους καυγάδες που κάνω και πυροβολώ, χτυπούσα κατάσαρκα τους νταήδες, θα έπρεπε να είχα δικό μου νεκροταφείο για να τους θάβω. Αυτό είναι το δύσκολο κόλπο. Να πυροβολείς στο ψαχνό τάχα, αλλά να μη σκοτώνεις. Μπήκατε μάγκες;».
Τούτ’ οι μπάτσοι που ‘ρθαν τώρα.
Ο Δημήτριος Μπαϊρακτάρης (1832 –27 Δεκεμβρίου 1904) ήταν ο πρώτος Αστυνομικός Διευθυντής Αθηνών και ο φόβος κι ο τρόμος των κουτσαβάκηδων για τις γνωστές εξευτελιστικές τιμωρίες που τους επέβαλλε. Στο βιβλίο του Ηλία Πετρόπουλου «Υπόκοσμος και Καραγκιόζης» (εκδ. Νεφέλη) αναφέρεται ότι οι ίδιοι οι κουτσβάκηδες, όταν συλλαμβάνονταν, αναγκάζονταν να καταστρέφουν μόνοι τους τα όπλα τους, τα όποια πωλούνταν κατόπι ως παλιοσίδερα. Ύστερα ερχόταν η περίφημη ψαλίδα του Μπαϊρακτάρη την οποία «εχειρίζετο ένας μετριώτατος κουρεύς». Μάλιστα, η «εξυγίανσις δια της ψαλίδος ήρχιζεν από τις “αφέλειες” και έφθανε μέχρι των σουβλερών υποδημάτων». Ο εξευτελισμός για τους κουτσαβάκηδες ήταν τόσο μεγάλος, που οι περισσότεροι προτιμούσαν να πάνε φυλακή παρά να κυκλοφορήσουν στην κοινωνία με τη νέα τους κουπ. Στην αυτοβιογραφία του ο Μάρκος Βαμβακάρης γράφει: «Εκ των υστέρων άκουσα ότι ο Μπαραχτάρης εκυνήγαγε πολύ τους χασικλήδες και πολύ τα κουτσαβάκια. Τα οποία τότες, εκείνον τον καιρό που ντυνόντουσαν, ρίχνανε ανάριχτο το σακκάκι τους απάνω, και βάζαν το ‘να μανίκι και το άλλο κρεμόντανε. Αυτός το λοιπόν, για να καταργήσει αυτή τη μόδα, όσους έπιανε τους έκοβε τα σακάκια».
Βέβαια δεν είναι λίγα και τα περιστατικά που οι μάγκες εξευτέλισαν τα όργανα της τάξης και μάλιστα μέσα στην έδρα τους. Ο Νίκος Μάθεσης στο βιβλίο Ρεμπέτικη Ιστορία αφηγείται ένα απίθανο περιστατικό με πρωταγωνιστές δύο γνωστούς μάγκες της εποχής, τον Σκριβάνο και τον Σακαφλιά: «Πήγανε οι δύο τους, τότε παλιά, σε κάποιο τεκέ και όπως τα πίνανε, μπουκάρανε δέκα μπάτσοι οπλισμένοι. Και οι δυο τους, ο Σακαφλιάς και ο Σκριβάνος, τους βάλανε τους μπάτσους στη γραμμή και τους δέκα και αφού τους δώσανε με το ζόρι και ήπιανε αργιλέδες, τους πήγανε στη γραμμή πάλι, όπως ήτανε, έτσι μαστούρηδες, στο τμήμα απ’ έξω και φωνάξανε το Διοικητή και του λένε: “Παρ’ τους μαλάκες σου”». Ο ίδιος βέβαια –μα τι μάγκας θα ήταν διαφορετικά– είχε ζήσει μια παρόμοια ιστορία. Έτσι, μετά από μια έφοδο αστυνομικών σε ένα τεκέ, αυτό που ακολούθησε δεν το περίμενε κανείς. «Οι μπάτσοι φχαριστηθήκανε. Βλέπεις κάνουν τους μάγκες και τους ξύπνιους μετά από κανά μπλόκο. Αλλά στα κελιά που μας κρατήσανε μία νύχτα στην Ασφάλεια, εμείς ήπιαμε και μαστουρώσαμε πιο πολύ και από τον τεκέ. Γιατί είχανε πιάσει και άλλους χασικλήδες από αλλού και τεκετζήδες πολλούς – ήτανε μέρα όλο μπλόκους. Τα κάνανε αυτά ταχτικά. Κι ένας από αυτούς τεκετζής, φίλος μας, είχε ένα κομμάτι μαύρο, μεγάλο, κρυμμένο στον πάτο του. Και με αυτό μαστουρώσαμε μέσα στην Ασφάλεια κάτω από τη μύτη τους».