Το 2022, δημοσιεύθηκε μια γενετική μελέτη η οποία συνέδεε τις σύγχρονες παραλλαγές του έρπητα με το φιλί της Εποχής του Χαλκού, από το 3300π.Χ. ως το 1200 π.Χ. περίπου.
Στο συμπληρωματικό υλικό της δημοσίευσης περιλαμβάνονταν μια σύντομη ιστορία του ρομαντικού φιλιού, ο τόπος «καταγωγής» του οποίου θεωρήθηκε η Νότια Ασία, σύμφωνα με Σανσκριτικά χειρόγραφα στα οποία καταγράφηκε για πρώτη φορά η προφορική ιστορία (γύρω στο 1500 π.Χ.).
Στη μελέτη σημειώνεται επίσης ότι πριν από το 300 π.Χ. – περίπου την ίδια εποχή που το ερωτικό εγχειρίδιο Κάμα Σούτρα δημοσιεύτηκε στην Ινδία- το φιλί απλώθηκε σε όλη τη Μεσόγειο με την επιστροφή των στρατευμάτων του Μεγάλου Αλεξάνδρου από τη Βόρεια Ινδία.
Όμως, ένα ζευγάρι (στην έρευνα και στη ζωή) Δανών αρχαιολόγων, η Sophie Rasmussen και ο Troels Arbol, με κοινή ειδίκευση στην Ασσυριολογία και τη μελέτη των πολιτισμών της Μεσοποταμίας, θέλησαν να αποδείξουν ότι αυτή δεν ήταν η απαρχή του ερωτικού φιλιού μεταξύ των ανθρώπων.
Για να το κάνουν αυτό, στράφηκαν σε σφηνοειδή κείμενα σε πήλινες πινακίδες από τη Μεσοποταμία (σύγχρονο Ιράκ και Συρία) και την Αίγυπτο αναζητώντας ζωντανά παραδείγματα ρομαντικών φιλιών. Η έρευνά τους δημοσιεύτηκε πρόσφατα στο περιοδικό Science, όπου για πρώτη φορά, καταγράφηκαν τεκμηριωμένα στοιχεία φιλιών 1000 χρόνια πριν από τα αντίστοιχα αποτελέσματα της μελέτης του 2022.
Το ζευγάρι υποστηρίζει ότι τα φιλιά ήταν ένα διαδεδομένο και καθιερωμένο μέρος της διαδικασίας των ρομαντικών σχέσεων και της ερωτοτροπίας στη Μέση Ανατολή τουλάχιστον από τα τέλη της τρίτης χιλιετίας π.Χ. «Το φιλί δεν ήταν ένα έθιμο που εμφανίστηκε ξαφνικά κάποια στιγμή», λέει ο Δρ Arbol. «Αντίθετα, φαίνεται ότι ήταν κοινό σε αρκετούς αρχαίους πολιτισμούς».
«Στις απεικονίσεις φιλιών στη Σουμεριακή λογοτεχνία, τα υποκείμενα πρώτα κάνουν σεξουαλική επαφή και μετά φιλιούνται», λέει. «Είναι ένα είδος «τελειώματος» της πράξης, όχι προκαταρκτικά».
Σύμφωνα με έρευνες, η πρώτη αναφορά του φιλιού καταγράφηκε στο Barton Roll, μια πήλινη πλάκα που χρονολογείται γύρω στο 2400 π.Χ. Το αντικείμενο ανακαλύφθηκε στην αρχαία πόλη των Σουμερίων Nippur το 1899 και πήρε το όνομά του από τον George Burton, καθηγητή Σημιτικών γλωσσών στο Bryn Mawr College, ο οποίος το μετέφρασε 19 χρόνια αργότερα. Σήμερα στεγάζεται στο Μουσείο Αρχαιολογίας και Ανθρωπολογίας στο Πανεπιστήμιο της Πενσυλβάνια, όπου ο Μπάρτον δίδασκε σημιτικές γλώσσες και την ιστορία των θρησκειών από το 1922 έως το 1931.
Η αφήγηση που εγγράφεται στο αρχαίο τεχνούργημα αφορά τον Σουμεριακό μύθο της δημιουργίας. Στη δεύτερη στήλη του κειμένου, μια αρσενική θεότητα, πιθανότατα ο Ενλίλ, κάνει έρωτα με τη μητέρα θεά Ninhursag και στη συνέχεια τη φιλάει. Μέσα σε αυτό το θεϊκό γλέντι, η αρσενική θεότητα «φυτεύει τον σπόρο των «επτά δίδυμων θεοτήτων» στη μήτρα της γυναίκας».
Σύμφωνα με τον καθηγητή Gonzalo Rubio, Ασσυριολόγο στο Πολιτειακό Πανεπιστήμιο της Πενσυλβάνια, το πιο συναρπαστικό μέρος αυτής της ιστορίας είναι η αλληλουχία των γεγονότων. «Στις απεικονίσεις του φιλιού στη Σουμεριακή λογοτεχνία, τα υποκείμενα πρώτα εμπλέκονται σε σεξουαλική επαφή και μετά φιλιούνται», λέει. «Πρόκειται για κάποιου είδους “afterplay”, παρά για προκαταρκτικά».
«Τα φιλιά στο στόμα έχουν παρατηρηθεί σε χιμπατζήδες Μπονόμπο (Pan paniscus), τους πιο στενούς εν ζωή συγγενείς των ανθρώπων », προσθέτει ο Δρ Rasmussen. «Το πλατωνικό φιλί ενός χιμπατζή καθορίζει τη συμβατότητα ενός ζευγαριού. Οι πρακτικές των φιλιών αυτών σ’ αυτά τα πρωτεύοντα θηλαστικά υποδηλώνουν κάτι θεμελιώδες που πηγαίνει πολύ πίσω στην ανθρώπινη ιστορία».