Οι άνθρωποι αφήνουν ίχνη. Η ιστορία είναι τα ίχνη πολλών ανθρώπων. Τα ίχνη των ανθρώπων στις αμμουδιές της αιωνιότητας. Από τα παπούτσια που φοράνε μέχρι τα ρούχα. Η κουλτούρα του πολέμου, το ερευνητικό ρεύμα από τα μέσα της δεκαετίας του 1990, παρείχε τα εφόδια της έρευνας και του εντοπισμούτων ιχνών των αντικειμένων στο παρελθόν, όπως το ακριβές μέρος που κατασκευάστηκαν, πότε ράφτηκαν, ποιος/α τα φόρεσε πριν. Τη δυνατότητα να εντοπίζονταιτα σαφή ίχνη του Μεγάλου Πολέμου στις ζωές των ανθρώπων, μέσα από την ανάλυσηστάσεων και πρακτικών,επιτρέποντας την επανεξέταση επίμαχωνσελίδων της ιστορίας τουέναν αιώνα μετά. Τα πάντα είναι ιστορία. Υπό αυτή τη συνθήκη οι λέξεις είναι ίχνος, οι λέξεις είναι ιστορία. Ο Ουμπέρτο Έκο συλλογίζεται: «Μου φτάνει που ξέρω να διαβάζω, γιατί έτσι μαθαίνω αυτά που δεν ξέρω, ενώ όταν γράφεις, γράφεις μόνο αυτά που ξέρεις ήδη». Η βροχή επάνω στις ποτισμένες με αίμα και λάσπη λέξειςτων βιβλίων που διάβαζαν οι στρατιώτες του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, αποτελούν με τη σειρά τους ίχνος; Το ίχνος της εξέλιξης της πολεμικής σύγκρουσης ως προς τις αναγνωστικές νοοτροπίες των στρατιωτών;
Τον Αύγουστο του 1914, συγγραφείς, δημοσιογράφοι και εργαζόμενοι στον έντυπο τύπο κατατάχτηκαν υποχρεωτικά στον πόλεμο, επιφέροντας μείωση της εκδοτικής παραγωγής και αποδιοργάνωση των πρακτικών ανάγνωσης. Το αίσθημα του κοινού βιώματος ενός πολέμου, η συμμετοχή στη «γραφή» της παροντικής ιστορίας και η ανάγκηκατανόησης της σύγκρουσηςαποτέλεσαν μερικούς από τους παράγοντες που διατήρησαν το αναγνωστικό κοινό ενεργό. Ειδικότερα όσοι πολεμούσαν ζούσαν μια ιδιαίτερη εμπειρία ανάγνωσης, μοναδική, αν ληφθεί υπόψη πως η στρατιωτικήδιοίκησημε τη χρήση προπαγάνδας και λογοκρισίας προσπαθούσε – άσκοπα – ναελέγξει την καθημερινή ζωή των στρατιωτών και άρα τον αναγνωστικό τους ενθουσιασμό. Ενθουσιασμό που τροφοδοτούσε οστατικός πόλεμος, με τις μεγάλες περιόδους αδράνειας, η οποία επέφερε αναμονή και πλήξη και σταδιακά ηθική και σωματική αποδυνάμωση, ικανές να πλήξουν το μαχητικό πνεύμα των στρατιωτών.
Υπό αυτή την «αρρώστια» η στρατιωτική ηγεσία έπρεπε να απασχολεί καθημερινά τους στρατιώτες, με πρακτικές αθλητικών δραστηριοτήτων, για ένα υγιές σώμα και μυαλό, κινηματογράφο, θέατρο, μουσική και διάβασμα βιβλίων και εφημερίδων. Πρακτικές οι οποίες δεν ήταν ομοιόμορφες ούτε χρονικά ούτε χωρικά κατά τη διάρκεια του πολέμου, αφού οι επιθετικές φάσεις του 1914 και του 1918 δεν ευνοήσαν την ευρεία χρήση τους, λόγω έλλειψης χρόνου και ενέργειας. Αντίθετα ο πόλεμος θέσεων, στο Δυτικό Μέτωπο, αποτέλεσε ένα ευνοϊκότερο πλαίσιο ανάπτυξης πρακτικών αξιοποίησης ελεύθερου χρόνου. Παραδείγματα ο λοχαγός RobertDubarle, ο οποίος ζήτησε από τη σύζυγο του βιβλία για να περνάει την ώρα του. Σε γράμμα της μεταφέρει πως στο αμπρί του φιλοξενεί μια μικρή βιβλιοθήκη. Ή ο στρατιώτης MarcelEteve, που διάβασε σε δύο χρόνια περισσότερα από 80 βιβλία. Τα χαρακώματα λοιπόν μετατράπηκαν σε χώρο με βιβλία και εφημερίδες.
Με οκτώ εκατομμύρια στρατιώτες και έναν πόλεμο να συνεχίζεται, οι αναγνώστες δεν ήταν οι μόνοι που έπρεπε να προσαρμοστούν στις συγκεκριμένες συνθήκες. Οι εκδοτικοί οίκοι υποχρεώθηκαν να ενσωματώσουν αυτούς τους μετασχηματισμούςώστε να ανταποκριθούν στις προσδοκίεςτων αναγνωστών:«Ο στατικός πόλεμος των χαρακωμάτων προάγει τη ζήτηση για ανάγνωση, ενώ ο επιθετικός πόλεμος την περιορίζει!».Ο πόλεμος επηρέασε την πράξη της ανάγνωσης όσο και τις δομές που υποστηρίζουν την ανάπτυξη της ανάγνωσης. Για παράδειγμα, η Éditions Larousse πρόσφερε στους στρατιώτες μικρά βιβλία που εμπεριείχαν στρατιωτικές ειδήσεις καιβιβλία του Charpentier, κλασικά σε μορφή τσέπης. Τα βιβλία ÉditionsBerger-Levrault, το 1915, κυκλοφόρησαν συλλογή διάσημων συγγραφέων στο μπιβουάκ (bivouac), ειδικά για στρατιώτες. Οι πρώτοι τίτλοι είχαν τη μορφή ανθολογιών κλασικών συγγραφέων και προσέφερανκείμενα με πατριωτική διάσταση, όπως αποσπάσματα από τα LesChâtimentsτου VictorHugoσε συνδυασμό με αποσπάσματα από το μυθιστόρημα του Erckmann – ChatrianWaterlo. Κάθε τόμος περιείχε και περίληψη της παρούσης στρατιωτικής κατάστασης, καθώς και ανακοινώσεις του γενικού επιτελείου. Το1916 το περιερχόμενο της ανθολογίαςάλλαξε σημαντικά, όπου τα κλασικά κείμενα επικεντρωμένα στο έθνος και τα ηρωικά παραδείγματα αντικαταστάθηκαν από ελαφρύτερα έργα, εξαιτίας τα έλλειψης ενδιαφέροντος των αναγνωστών, των πολλαπλών προφίλ, των προσδοκιών των στρατιωτώναλλά και του πολιτιστικού και πνευματικού σύμπαντος. Η επιλογή των βιβλίων τσέπης οφειλόταν στο πρόβλημα με τον περιορισμό χώρου και το βάρος του εξοπλισμού – ο στρατιώτης μεταφέρει κατά Μ.Ο. 25 κιλά καθημερινά.
Ενδιαφέρουσα κρίνεται και η πρακτική δημοσίευσης βιβλίων σε σειρές. Το βιβλίο «Η Φωτιά» του Barbusee εκτυπώθηκε σε 250.000 αντίτυπα. Επειδή όμως ένας εργάτης κέρδιζε από 2 έως 6 φράγκα καθημερινά και το βιβλίο κόστιζε κατά μέσο όρο 3,50 φράγκα έναντι μία δεκάρας της εφημερίδας, πάρα πολλοί στρατιώτες μέσω του τύπου διάβασαν τομυθιστόρημασε σειρά. Το μότο εφημερίδας της εποχής αναγράφει: «Οι ανόητοι δεν διαβάζουν το βιβλίο». Η Φωτιά δημοσιεύτηκε πρώτη φορά στη σοσιαλιστική εφημερίδα L’oeuvre.Οι δεκάδες επιστολές που έλαβε από τα χαρακώματα ο συγγραφέας μαρτυρούν πως το βιβλίοθα μπορούσε να διαβαστεί με δυο διαφορετικούςτρόπους. Για πολλούςστρατιώτες το έργο αυτό ξεχώρισε εξαιτίας της ρεαλιστικής και αληθινήςζωής των στρατιωτών στα χαρακώματα χρησιμοποιώντας την αργό τους, αλλά και μεταφέροντας τους στα μετόπισθεν ως συνδετικός κρίκος με τις οικογένειες τους. Για άλλους, ειδικότερα μετά το 1918 και την επανάσταση των μπολσεβίκων, το βιβλίο ήταν μια προφητικήανακοίνωση μιας διαφορετικής και καλύτερηςκοινωνάςπαρά μια ειρηνιστική κραυγή. Σε μαρτυρία του ο συγγραφέαςαναφέρειστη γυναίκα του: «Οι Γερμανοί που σκοτώθηκαν από τις οβίδες, στοιβαγμένοι κατά τόπους, έχουν τεταμένες και παρακλητικές συμπεριφορές. Νιώθουμε ότι όλα έχουν γκρεμιστεί από αυτή την απίστευτη επιβάρυνση που μας έδωσε πίσω όλη αυτή την τεράστια περιοχή που εκτείνεται μέχρι εκεί που δεν μπορεί να δει το μάτι».
Είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς πως εν καιρώ πολέμου η ανάγνωση βιβλίων θα μπορούσε να βρει θέση στη ζωή των στρατιωτών. Οι στρατιώτες επιδόθηκαν με ενθουσιασμό στην ανάγνωση ώστε να καταπολεμήσουν κάποιες συνθήκες, όπως: η καθημερινή φρίκη στο μέτωπο, η φυγή από τα στοιχεία μιας καταστροφικής μοίρας, το καθαρό μυαλό και η φαντασία, η λησμονιά αγαπημένων προσώπων στα μετόπισθεν, ο φόβος του θανάτου ή η απώλεια των αγαπημένων, η συνέχεια και η κανονικότητα της προπολεμικής περιόδου. Όταν το 1916, μετά την αποτυχία της επίθεσης του Σομμ καταγράφτηκαν 50.000 θάνατοι στρατιωτών σε μια ημέρα, η ανάγκη της ψυχικής εξόδου από την κόλαση του πολέμου, αποτελούσε μονόδρομο. Τα βιβλία αποτέλεσαν αυτή την έξοδο: «Κουνιέμαι, τυλιγμένος στο παλτό μου, σκληρό από τη βροχή, το μέτωπο μου βαρύ από το κράνος. Και παρακολουθώ. Έπειτα, για να σταματήσω να παρακολουθώ οτιδήποτε συμβαίνει τριγύρω μου, διαβάζω ένα πολύ μικρό βιβλίο των 2 λεπτών με τίτλο Επικίνδυνοι σύνδεσμοι. Παράλληλα τρώω ρύζι σοκολάτας που περίσσεψε, βαρύ, παγωμένο, με καπνό, νόστιμο». Επιπλέον, οι στρατιώτες διάβαζαν βιβλία ως μορφή ειρωνείας προς τον ατελείωτο πολεμικό κόσμο, σε μία ανάγκη να κατανοήσουν τα γεγονότα και το νόημα του πολέμου αλλά και για να διατηρήσουν την ψυχολογία τους. Αρκετοί ήταν οι στρατιώτες που κατέφυγαν στα βιβλία για να επιμορφωθούν σχετικά με τεχνικές πολέμου, τα όπλα, την πολεμική στρατηγική και να αποκτήσουν πολεμικές δεξιότητες. Τα περιοδικά και οι εφημερίδες επιλέγονταν για ψυχαγωγία ή ενημέρωση. Ο γιατρός MauriceBedel αναγράφει στο ημερολόγιο του: «Διαβάσαμε πολύ στον πόλεμο. Διαβάσαμε πολλά. Εμμένουμε, φυσικά, σε συγγραφείς με ισχυρή φήμη……Δεν ταιριάζει στο πεδίο της μάχης να διαλογίζεσαι τον πόλεμο….Αυτά τα αξιολύπητα πτώματα σου αφαιρούν όλη την ελευθέρια της κρίσης σου».
Οι αναγνωστικές επιλογές των στρατιωτών ήταν ποικίλες. Οι επιλογές καθορίζονταν από τις διαθέσεις και τα ενδιαφέροντα τους, καθώς και από τη διαθεσιμότητα των βιβλίων στις στρατιωτικές μονάδες και τα πεδία μαχών. Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι οι προτιμήσεις των στρατιωτών μπορεί να διαφέραν ανάλογα με την εθνικότητα, την εποχή, το μορφωτικό επίπεδο και τις προσωπικές τους προτιμήσεις. Διακριτή είναι η απουσία γερμανικών έργων στην πλευρά της Αντάντ, ως ίχνος της πολιτισμικής διάστασής της πάλης των δυο αντίπαλων στρατοπέδων (κυρίως Γαλλίας – Γερμανίας) και ένας τρόπος άρνησης του πολιτισμού του άλλου. Βέβαια αυτή η πολιτική απανθρωποποίησης του αντιπάλου ήταν γαλλική. Οι γερμανικές στρατιωτικές βιβλιοθήκες πρόσφεραν στους στρατιώτες βιβλία Γάλλων συγγραφέων όπως Βίκτωρ Ουγκώ και Βολταίρο, αλλά ως πολιτική της ανάγνωσης της κουλτούρας του κατεχόμενου εχθρού. Έργα προπαγάνδας και μελέτες ή έργα που δικαιολογούν τον πόλεμο ή προσπαθούν να κινητοποιήσουν τους στρατιώτες είχαν λιγότερη απήχηση.
Η πρόσβαση σε βιβλία ήταν περιορισμένη στις περισσότερες περιπτώσεις κατά τη διάρκεια του πολέμου, ειδικά στην πρώτη γραμμή. Βιβλία πρόσφεραν διανομείς, φιλανθρωπικές οργανώσεις, φίλοι συμπολεμιστές (ειδικά όσα είχαν λογοκριθεί τα μετέφεραν κρυφά στις άδειες τους) ή έβρισκαν στις τοπικές βιβλιοθήκες των στρατιωτικών μονάδων. Παραδείγματα φιλανθρωπικών οργανώσεων που βοήθησαν στην ίδρυση βιβλιοθηκών ήταν η Franklin Society, που χρηματοδότησε πάνω από 350 βιβλιοθήκες και οργάνωσε χώρους και συλλογές βιβλίων. Το 1917, με την είσοδο των ΗΠΑ στο πλευρό των συμμάχων το L’œuvre des Foyersdusoldat σε συνεργασία με το YMCA (Young Men’s Christian Association) δημιούργησαν 54 βιβλιοθήκες και πάνω από 1000 χώρους ανάγνωσης. Τον κατάλογο των βιβλίων επικύρωνε το Υπουργείο Πολέμου, δημιουργώντας σταδιακά ένα δίκτυο δανεισμού βιβλίων μέσω μητρώου δανεισμού με πάνω από 2400 εγκεκριμένα βιβλία.
Οι αναγνωστικές επιλογές των στρατιωτών περιστρέφονταν σε: Ρομαντική λογοτεχνία, περιπέτειες και μυθιστορήματα, περιοδικά και εφημερίδες, κλασική λογοτεχνία, βιβλία πνευματικής ανάπτυξης (φιλοσοφικά έργα κ.α), αθλητικά βιβλία, ποίηση.
Ενδεικτικά, μερικά από τα δημοφιλή βιβλία που διάβαζαν οι στρατιώτες στα χαρακώματα περιλάμβαναν τα εξής: The Seven Seas του Ράντγιαρντ Κίπλινγκ, Nelson’s History of the War και The Thirty-Nine Steps του Τζων Μπάκαν, The Man Who Was Thursday του Τζ. Κ. Τσέστερτον, Ομήρου Οδύσσεια και Ομήρου Ιλιάδα, έργα του Ουίλιαμ Σαίξπηρ (Ρωμαίος και Ιουλιέτα, Οθέλλος, Αντώνιος και Κλεοπάτρα), Φεγγαρόπετρα του Γουίλκι Κόλινς, Πόλεμος και η Ειρήνη του Λέο Τολστόι, Το Κόκκινο και το Μαύρο (χρονικό του 19ου αιώνα) του Σταντάλ, Η Φωτιά του Ανρί Μπαρμπίς, Σκέψεις του Μπλεζ Πασκάλ, Ο ψαράς της Ισλανδίας (γαλλικός τίτλος: Pêcheurd’Islande) του Πιέρ Λοτί, Αδελφοί Καραμάζοφ του Φιόντορ Ντοστογιέφσκι, Το κόκκινο έμβλημα του θάρρους του Στήβεν Κρέιν, The Scarlet Letter (Το άλικο γράμμα) του Ναθάνιελ Χόθορν, Η Καταγωγή των Ειδών του Τσαρλς Ντάργουιν, The Voyage Out (Το ταξίδι) της Βιρτζίνια Γουλφ, Η ερμηνεία των ονείρων (Die Traumdeutung) του Σίγκμουντ Φρόυντ, Τα βάσανα του νεαρού Βέθρερ του Γκαίτε, Η κατάκτηση του Βόρειου Πόλου του Τσάρλς Γκυνιόν και το La Débâcle (Η Πτώση) του Εμίλ Ζολά.
Επίσης, αγαπητά στο αναγνωστικό κοινό ήταν βιβλία συγγραφέων όπως: του H.C. Witwer για το περιοδικό Collier’s, όπου στάλθηκε ως πολεμικός ανταποκριτής στη Γαλλία, του ΜπλεζΣαντράρ, ποίηση του Αντρέ Σενιέ, του Μπέρτραντ Ράσελ, βιβλία του Φρανσουά Ραμπελαί, του Μισέλντε Μονταίν, του Σαρλ Μπωντλαίρ, του Γκαστόν Λερού, του ΑντόνΤσέχωφ, του – Ντ. Χ. Λώρενς, του Κάρολος Ντίκενς, του Φραντς Κάφκα, του Τόμας Χάρντυ, του Θουκυδίδη και του Καρλ Μαρξ. Οι Γερμανοί συγγραφείς εξαφανίστηκαν υπέρ των συμμάχων MarkTwain, HG Wells, EdgarPoe. Από γερμανική πλευρά, το ενδιαφέρον της ανάγνωσης επικεντρώθηκε σε πατριωτική λογοτεχνία.
Οι Έλληνες στρατιώτες με τη σειρά τους διάβασαν βιβλία όπως: Ομήρου Οδύσσεια και Ομήρου Ιλιάδα, Ιστορία του Πελοποννησιακού Πολέμου από τον Θουκυδίδη, Ιστορία του Ελληνικού Έθνους από τον Κωνσταντίνο Παπαρρηγόπουλο, το Ανάβασις ιστορία της εκστρατείας του Μεγάλου Αλεξάνδρου από το Φλάβιο Αρριανό. Αγαπητά ήταν και βιβλία του Φωκίων Νέγρη, του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, του Παύλου Νιρβάνα, του Διονύσιου Σολωμού, του ιστορικού Νίκου Σβορώνος, του Αριστοτέλη Βαλαωρίτη, του Κωνσταντίνου Καβάφη, του Άγγελου Σικελιανού, του Κώστα Βάρναλη, του Καζαντζάκη.
Βιβλιογραφία:
Arnold, J. (2015). ‘Please send me Tess of the Dr. Rbyvilles (Harding)’: The Reading Preferences of American Soldiers during the First World War. In: Towheed, S., King, E.G.C. (eds) Reading and the First World War. New Directions in Book History. Palgrave Macmillan, London. https://doi.org/10.1057/9781137302717_6
Benjamin Gilles (2013). Lectures de poilus 1914-1918: Livres et journaux dans les tranchées. Autrement.
Benjamin GILLES, « Livres et journaux dans les tranchées : pratiques de lectures sur le front », Bulletin des bibliothèques de France (BBF), 2014, n° 3, p. 54-65.
Black, J. (2015). Reading Behind the Lines: War Artists, War Poets, Reading and Letter Writing, 1917–1919. In: Towheed, S., King, E.G.C. (eds) Reading and the First World War. New Directions in Book History. Palgrave Macmillan, London. https://doi.org/10.1057/9781137302717_10
Skrebels, Paul. 2012. “‘Hand me down the book, Mum’: Australian First World War Military Unit Histories and their Readers.” The International Journal of the Book 9 (1): 51-60. doi:10.18848/1447-9516/CGP/v09i01/57860