Ο πολιτισμός χρησιμοποιείται εδώ και χρόνια για την προβολή της ταυτότητας πόλεων και τόπων και την προσέλκυση επισκεπτών σε αυτούς. Ειδικότερα, τα μουσεία αποτελούν έναν από τους σημαντικότερους πολιτιστικούς πόρους, οι οποίοι μπορούν να ενισχύσουν την ανάδειξης της πολιτιστικής ταυτότητας των πόλεων και την αύξηση της τουριστικής δραστηριότητας σε αυτές.
Αρχαιολογικό Μουσείο Φλώρινας
Στην πρώτη αίθουσα του Μουσείου εκτίθενται ευρήματα από την ανασκαφή του οικισμού της εποχής του Χαλκού στο Αρμενοχώρι και παρατίθεται πληροφοριακό υλικό για τη γεωμορφολογία και την ιστορία της περιοχής που καταλαμβάνει σήμερα ο νομός Φλώρινας από την 6η χιλιετία ως τα ρωμαϊκά χρόνια. Στις δύο γειτονικές αίθουσες εκτίθενται αντιπροσωπευτικά έργα γλυπτικής κυρίως ρωμαϊκών χρόνων από διάφορες θέσεις του νομού (ανάγλυφες επιτύμβιες και αναθηματικές στήλες, επιγραφές). Στην τέταρτη αίθουσα εκτίθεται ψηφιδωτό που αποκολλήθηκε από το δάπεδο ρωμαικής έπαυλης στις Κάτω Κλεινές. Στον πρώτο όροφο εκτίθενται ευρήματα ελληνιστικών χρόνων από τις ανασκαφές στη Φλώρινα (λόφος Αγίου Παντελεήμονα) και στις Πέτρες Αμυνταίου. Πρόκειται για τα χαρακτηριστικότερα δείγματα πηλοπλαστικής, κεραμικής και μεταλλοτεχνίας που βρέθηκαν στους δύο οικισμούς.
Στον ίδιο όροφο εκτίθενται αποσπάσματα τοιχογραφιών, τμήματα τέμπλων, βημόθηρα ναών της νησίδας του Αγίου Αχιλλείου Πρεσπών, αγγεία και κοσμήματα βυζαντινών χρόνων από ανασκαφές στην περιοχή των Πρεσπών. Το κτίριο του Μουσείου κατασκευάστηκε τη δεκαετία του ’60 και επισκευάστηκε το 1998. Η έκθεση του ορόφου οργανώθηκε το 1991 και του ισογείου το 1998. Εγκαινιάστηκε το Μάιο του 1999. Σε χώρους του Μουσείου στεγάστηκε η ΚΘ΄ΕΠΚΑ από την ίδρυσή της και σήμερα Η ΕΦ.Α. Φλώρινας.
Ιστορικό – Λαογραφικό και Φυσικής Ιστορίας Μουσείο Κοζάνης
Το Ιστορικό-Λαογραφικό & Φυσικής Ιστορίας Μουσείο Κοζάνης ιδρύθηκε το 1969 και εγκαινιάσθηκε επίσημα στις 10 Οκτωβρίου 1987. Το Μουσείο είναι δημιούργημα του Συνδέσμου Γραμμάτων και Τεχνών Ν. Κοζάνης. Η πρώτη Ιστορική-λαογραφική συλλογή ιδρύθηκε στα τέλη του 1968 με αρχές του 1969 και εγκαταστάθηκε περιοδικά σε διάφορα μισθωμένα μικρά καταστήματα της πόλης. Από το 1975 έως το 1984 εγκαταστάθηκε σε κτίριο της Φιλόπτωχου Αδελφότητας Κυριών Κοζάνης. Το 1979, ιδρύθηκε το Μουσείο Φυσικής Ιστορίας στο προαναφερθέν κτίριο. Σ’ αυτή την πρώτη έκθεση το ιστορικό τμήμα περιελάμβανε όλη την ιστορική πορεία της Κοζάνης. Παράλληλα συγκροτήθηκε η Λαογραφική συλλογή στην οποία εκτίθονταν τα εξής θέματα: παραδοσιακές ασχολίες πρωτογενούς παραγωγής, εργαστήρια και επαγγέλματα, πνευματικός και κοινωνικός βίος, οικογενειακή ζωή. Οι παραπάνω συλλογές μεταστεγάστηκαν τέσσερις φορές σε διάφορα μισθωμένα, αλλά ακατάλληλα κτίρια. Τη Διοίκηση του Συνδέσμου απασχολούσε πάντα το πρόβλημα της μόνιμης στέγασης των συλλογών, σε ιδιόκτητο οίκημα. Κατά τα έτη 1980-1983 ανεγέρθη το κτίριο, στο οποίο στεγάζεται σήμερα το Μουσείο. Το έτος 1993 αναγέρθηκε, για να στεγάσει την νέα πτέρυγα του Μουσείου, νέο τετραώροφο κτίριο, κατ’ επέκταση του πρώτου.
Το Ιστορικό-Λαογραφικό και Φυσικής Ιστορίας Μουσείο ανήκει στην κατηγορία των Ιστορικών-Λαογραφικών Μουσείων. Βρίσκεται στο κέντρο της πόλης. Περιλαμβάνει τις εξής θεματικές κατηγορίες: Έκθεση Φυσικής Ιστορίας (από την Παλαιολιθική εποχή μέχρι και τους νεότερους χρόνους), Αρχαιολογική- Βυζαντινή έκθεση (από το 7000 π.Χ. έως 1453 μ.Χ.), Ιστορική έκθεση (από το 1453 έως 1944), Λαογραφική έκθεση, που θεωρείται και η σημαντικότερη, (από το 1640 έως 1960), Πινακοθήκη νεότερων χρόνων, Συλλογή γραμματοσήμων (1861-2004) και Συλλογή ραδιοφώνων (1930-1960). Στόχος της ίδρυσης του Μουσείου ήταν η διάσωση της πολιτιστικής κληρονομιάς του τόπου μέσω της καταγραφής και περισυλλογής των αντικειμένων, με απώτερο σκοπό την εκπαίδευση και την επιμόρφωση των επισκεπτών. Εμπνευστής, οραματιστής και δημιουργός του Ιστορικού-Λαογραφικού & Φ. Ιστορίας Μουσείου Ν. Κοζάνης και του Μουσείου Μακεδονικού Αγώνα στο Μπούρινο ήταν ο Δάσκαλος Κωνσταντίνος Ε. Σιαμπανόπουλος ο οποίος αφιέρωσε όλη τη ζωή του στη διάσωση, περισυλλογή, προβολή του πολιτισμού και της παράδοσης του τόπου μας.
Βυζαντινό Μουσείο Καστοριάς
Το Βυζαντινό Μουσείο Καστοριάς ιδρύθηκε το 1989 και υπάγεται στην αρμοδιότητα της Εφορείας Αρχαιοτήτων Καστοριάς. Η ίδρυση του Μουσείου ήταν απόρροια πολυετών προσπαθειών προκειμένου να στεγαστεί ο πλούτος των βυζαντινών φορητών εικόνων, που μέχρι τότε συγκεντρώνονταν -για λόγους προστασίας- στον ναό του Αγίου Σπυρίδωνος. Παράλληλα με τη φύλαξη και έκθεση της συλλογής των εικόνων, ήταν αναγκαία η ύπαρξη οργανωμένων εργαστηρίων συντήρησης. Για την οργάνωση της πρώτης έκθεσης συνεργάστηκαν η τότε αρμόδια 11η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων, με τον προϊστάμενό Ιωακείμ Παπάγγελο και την αρχιτέκτονα Κλεοπάτρα Θεολογίδου, μαζί με τον καθηγητή της Θεολογικής Σχολής του Α.Π.Θ., Ευθύμιο Τσιγαρίδα.
Η ομάδα έργου συνέταξε τη μελέτη παρουσίασης των εκθεμάτων και είχε τη γενική επιστημονική ευθύνη. Από το διαθέσιμο εκθεσιακό υλικό επιλέχθηκαν μόνο φορητές εικόνες, προκειμένου να αναδειχθεί η θέση της Καστοριάς ως σημαντικού κέντρου της βυζαντινής και μεταβυζαντινής ζωγραφικής. Η ίδρυση και λειτουργία του Βυζαντινού Μουσείου συνετέλεσε στη συστηματική συντήρηση, μελέτη και αρχειοθέτηση της συλλογής φορητών εικόνων, αλλά και στη δυνατότητα παρουσίασης της -μέσω δανεισμού- σε διεθνείς εκθέσεις υψηλών προδιαγραφών.
Παλαιοντολογικό Ιστορικό Μουσείο Πτολεμαΐδας
Ένα σημαντικό απόκτημα που διαθέτει η Πτολεμαΐδα, είναι το Παλαιοντολογικό & Ιστορικό Μουσείο της, που εγκαινιάστηκε το 2006 και δεν περιορίζεται στην στενή έννοια του όρου, αλλά παράγει και πολιτισμό. Μέσα σ΄ αυτό το όμορφο κτήριο, δεν φιλοξενούνται μόνο παλαιοντολογικά και ιστορικά εκθέματα, αλλά και πτέρυγα πινακοθήκης με σημαντικά έργα Ελλήνων Ζωγράφωνόπως Μόραλη, Μυταρά, Φασιανού, Πανταλέων, Καραβούση Ζουμπουλάκη κ.α. Εξαιρετικής σημασίας είναι το τμήμα του Παύλου Μοσχίδη ο οποίος δώρισε στο μουσείο 100 ζωγραφικά έργα καθώς και όλο του το αρχείο.
Στο Μουσείο υπάρχει ακόμα τμήμα με αρχαιολογικά ευρήματα και λαογραφική συλλογή. Παράλληλα φιλοξενούνται εκθέσεις κάθε είδους. Η Παλαιοντολογική Συλλογή του Μουσείου, συγκροτήθηκε, σχεδόν στο σύνολό της, από οικειοθελείς προσφορές των κατοίκων της Εορδαίας. Ο εντοπισμός των σχετικών ευρημάτων, έγινε κατά κανόνα από εργάτες ή αγρότες αλλά και μισθωτές αμμολόφων. Όλοι οι προαναφερόμενοι ήρθαν σε επαφή με ανάλογο παλαιοντολογικό υλικό, κατά την διάρκεια των εργασιών τους και επέδειξαν την ανάλογη ευαισθησία, ώστε να τα συλλέξουν και να τα παραδώσουν στο Δήμο και από της ιδρύσεώς του στο ίδιο το Μουσείο. Τα υπάρχοντα Παλαιοντολογικά αντικείμενα, διακρίνονται σε πετρώματα και απολιθώματα, φυτικής ή ζωικής προελεύσεως, σπονδυλωτών ή ασπονδύλων, με τα σπονδυλωτά καταλαμβάνουν το μεγαλύτερο μέρος του σχετικού εκθεσιακού χώρου. Μεταξύ των σπουδαιοτέρων εκθεμάτων, ο επισκέπτης θα διακρίνει, αν όχι θα εντυπωσιαστεί, από τους χαυλιόδοντες των προβοσκιδωτών ελεφαντοειδών (κυρίως Mammuthus και Elephas Archidiskodon meridionalis), η κάτω γνάθος Ιπποποτάμου (Hippopotamus antiquus), τα οστά Ιππαρίων (Ipparion / Epuus), τμήματα της κάρας και των κεράτων διαφόρων βοοειδών(Bos primigeniusκ.α.), απολιθώματα χειροειδών (Propotamochoerus) κ.α..
Οι ηλικίες των απολιθωμάτων αυτών κυμαίνονται, συνήθως, από 1 έως 3 εκατομμύρια χρόνια. Εντούτοις υπάρχουν και πολύ παλαιότερα, όπως τα ευρήματα από Γαστερόποδα Βραχιόποδα, και Δίθυρα, που φθάνουν έως και τα 70 με 80 εκατομμύρια χρόνια. Στα εκθέματα φυτικής προελεύσεως ξεχωρίζουν τμήματα κορμών δένδρων, μερικά εκ των οποίων, μάλιστα, ανήκουν σε άγνωστο έως σήμερα είδος. Η Αρχαιολογική Συλλογή, οργανώθηκε υπό την καθοδήγηση και επίβλεψη της Λ΄ Εφορείας Προϊστορικών και Κλασσικών Αρχαιοτήτων Αιανής. Περιλαμβάνει 78 αντικείμενα προερχόμενα από λαθρανασκαφές ή οικογενειακά κειμήλια και τα οποία οι κάτοχοι, κάτοικοι της ευρύτερης Εορδαίας, παρέδωσαν ή δώρισαν προς το Δήμο και το Μουσείο. Δυστυχώς το γεγονός ότι δεν προέρχονται από συστηματικές ανασκαφές και άρα υπάρχει αδυναμία γνώσεως της προελεύσεώς τους, καθιστά δυσχερή την μελέτη τους και κατ΄επέκταση την εξαγωγή συμπερασμάτων. Κατά κανόνα, πάντως, συνιστούσαν κτερίσματα τάφων από άγνωστες νεκροπόλεις της περιοχής.
Αρχαιολογικό Μουσείο Αιανής
Το Αρχαιολογικό Μουσείο Αιανής αποτελεί σήμερα ένα σύγχρονο ερευνητικό ίδρυμα πανελλήνιας σημασίας και εμβέλειας. Το κτηριακό συγκρότημα έχει συνολική έκταση 4.500 τ.μ. με τον εκθεσιακό χώρο (1000 τ.μ. περίπου) στον πρώτο όροφο και το ισόγειο, που περιλαμβάνει αποθήκες κατάλληλα διαμορφωμένες ως προς την ασφάλεια και αντιμετώπιση φθοράς από κλιματικές συνθήκες, εργαστήρια πληρέστατα οργανωμένα και εξοπλισμένα, γραφεία, βιβλιοθήκη, σχεδιαστήριο, αποθήκη εργαλείων- ξυλουργείο, ξενώνα και Αίθουσα Εκδηλώσεων, εξοπλισμένη με τα πλέον σύγχρονα οπτικοακουστικά μέσα, στην οποία, εκτός των άλλων, λειτουργούν τα Εκπαιδευτικά Προγράμματα της Αιανής που είχαν αρχίσει από το 1988 οργανωμένα πλέον σε 15 θεματικές ενότητες. Η έκθεση των σημαντικότατων αρχαιολογικών ευρημάτων της αρχαίας Αιανής, αποτελεί την κύρια αφορμή για την ιστορική μελέτη του αρχαιοελληνικού πολιτισμού, όπως αυτός διαμορφώθηκε και ήκμασε στα βόρεια σύνορά του. Για αυτό το λόγο η έκθεση του Μουσείου έχει κυρίως εκπαιδευτικό χαρακτήρα, χωρίς αυτό φυσικά να της στερεί την επιστημονική της αξία. Η έκθεση περιλαμβάνει σε έξι αίθουσες ευρήματα από την Αιανή, ενώ η 7η προορίζεται για προσωρινές εκθέσεις.
Στην Αίθουσα Α ο επισκέπτης ενημερώνεται για την ιστορική ταυτότητα της Άνω Μακεδονίας, της Ελίμειας και της Αιανής. Ακολουθούν τα ευρήματα από τις ανασκαφές των νεολιθικών οικισμών της Αιανής και αυτών της Εποχής του Χαλκού. Εκτίθενται αντιπροσωπευτικά αγγεία από τη μεγάλη συλλογή των αμαυρόχρωμων και μυκηναϊκών αγγείων της Αιανής, καθώς και οι δύο ταφές του ίδιου νεκροταφείου με έντονα μυκηναϊκό χαρακτήρα. Την Ύστερη Εποχή του Χαλκού διαδέχεται η Εποχή του Σιδήρου με τη χαρακτηριστική κεραμεική και κυρίως με τα περίτεχνα κοσμήματα, γνωστά ως «μακεδονικά χαλκά».
Στην Αίθουσα Β εκτίθενται τα ευρήματα των ιστορικών χρόνων από την αρχαία πόλη της Αιανής. Τον επισκέπτη υποδέχεται το μαρμάρινο άγαλμα της Νίκης, ακρωτήριο κτηρίου της πόλης, ακολουθεί μετά το χάλκινο αγαλμάτιο της πεπλοφόρου από το τοπικό εργαστήριο. Στις επόμενες προθήκες ο επισκέπτης μπορεί να παρακολουθήσει τη χρονολογικά την εξέλιξη της πόλης μέσα από την κεραμεική της, από τα αρχαϊκά έως και τα ελληνιστικά χρόνια. Ενημερώνεται για τις συνήθειες των κατοίκων της, τις καθημερινές βιοποριστικές και οικιακές ασχολίες, τις εμπορικές ανταλλαγές, και τέλος θαυμάζει το μεγάλο αριθμό αγγείων που προήλθαν από τον πυθμένα της μεγάλης Δεξαμενής, όπου είχαν πέσει κατά την προσπάθεια των κατοίκων να αντλήσουν το πολύτιμο και αναγκαίο για τις καθημερινές ανάγκες νερό.
Στην Αίθουσα Γ εκτίθενται ευρήματα που σχετίζονται με τον δημόσιο και ιδιωτικό βίο κατά θεματικές ενότητες, όπως η κατοικία –γίνεται αναπαράσταση δωματίου από το Σπίτι με Σκάλες που αποκαλύφθηκε στην αρχαία Αιανή των ελληνιστικών χρόνων- η ενδυμασία και η υφαντική, ο καλλωπισμός, οι λατρείες, ο οπλισμός, τα νομίσματα, ο αθλητισμός, ενώ προς το πέρας της μεγάλης αυτής αίθουσας εκτίθενται τα μοναδικά οστέινα περίτμητα πλακίδια του τάφου Ι και άλλα οστέινα και ελεφαντοστέινα αντικείμενα και τα πήλινα ειδώλια ανθρώπινων μορφών, που μας εισαγάγουν στην Αίθουσα Δ, όπου εκτίθενται τα χρυσά και αργυρά κοσμήματα και τα υπόλοιπα ευρήματα από την νεκρόπολη των αρχαϊκών και κλασικών χρόνων. Στην Αίθουσα Ε εκτίθενται έργα πλαστική με αγάλματα, στήλες και αρχιτεκτονικά μέλη και στην Αίθουσα ΣΤ αντικείμενα από τα νεκροταφεία του 4ου αι. π.Χ., των ελληνιστικών και ρωμαϊκών χρόνων.
Μουσείο Κέρινων Ομοιωμάτων Λαογραφίας και Προϊστορίας
Το Μουσείο Κέρινων Ομοιωμάτων Λαογραφίας και Προϊστορίας στο Μαυροχώρι της Καστοριάς αποτελεί την ενσάρκωση μιας ιδέας που συνέλαβε πριν 27 χρόνια ο δάσκαλος Δημήτρης Παναγιωτίδης μαζί με τη σύζυγό του Φανή Θεοχάρη. Τελικά, το όνειρο του ζεύγους υλοποιήθηκε το 2009: σε δύο κτίρια τοπικής αρχιτεκτονικής, παρουσιάζονται σκηνές καθημερινού βίου του λαού μας, αναβιώνοντας ήθη και έθιμα πανελλαδικά. Το Μουσείο συγκροτείται από δύο μεγάλα και νεόδμητα κτίρια, τοπικής νεοκλασικής αρχιτεκτονικής. Εντυπωσιακή είναι η αναπαράσταση του παραδοσιακού γάμου με τα κέρινα ομοιώματα του γαμπρού, της νύφης, του παπά, κ. ά. Αλλά εξίσου εντυπωσιακές είναι και οι κέρινες μορφές των προϊστορικών ανθρώπων, που κατοικούσαν πριν χιλιάδες χρόνια στις όχθες της Λίμνης της Καστοριάς και ψάρευαν στα νερά της. Ανάμεσα στα δύο κτίρια του Μουσείου υπάρχει μία μεγάλη τετράγωνη αυλή, που έχει ολόγυρά της αναπαραστάσεις μαγαζιών της παλαιάς εποχής, μαζί με τα κέρινα ομοιώματα των επαγγελματιών που τα επάνδρωναν και τα λειτουργούσαν.
Τα ποικίλα εκθέματα είναι μοιρασμένα σε θεματικές ενότητες ώστε οι επισκέπτες –κυρίως οι μαθητές– να διδάσκονται εύκολα και μεθοδικά την εξέλιξη του πολιτισμού μας από τα πανάρχαια χρόνια μέχρι τα σύγχρονα. Σε αυτές τις θεματικές ενότητες περιλαμβάνονται: κύκλος ψωμιού, μαλλιού, τρύγος, μαγειρικά σκεύη, η φωτιά, στολές, ο οπλισμός, μουσικά όργανα κτλ. Παράλληλα, το Μουσείο λειτουργεί και ως πολιτιστικό κέντρο με ποικίλες δραστηριότητες: θέατρο, μουσική, φιλολογικά βραδινά, εκθέσεις έργων καλλιτεχνών, βιβλιοθήκη κτλ. Οι κέρινες φιγούρες σε φυσικό μέγεθος, παριστάνουν απλοϊκούς γραφικούς τύπους κάθε ηλικίας, του χωριού και της πόλης την ώρα της δουλειάς και του μόχθου με στολές εποχής. Στον ίδιο χώρο συστεγάζεται και η συλλογή του κ. Πιστικού με ακριβείς μικρογραφίες των κυριοτέρων αρχοντικών, βυζαντινών εκκλησιών και μνημείων της περιφερειακής ενότητας Καστοριάς.
Μουσείο Φυσικής Ιστορίας Μηλιάς Γρεβενών
Από τις αρχές της δεκαετίας του ’80, ο Δημήτρης Ζησόπουλος παιδάκι τότε, παίζοντας με τα χώματα κοντά στο σπίτι του παππού του, έβρισκε απολιθώματα. Τα περισσότερα αποκαλύφθηκαν από τα νερά της δεξαμενής του υδραγωγείου, πάνω, στην κορυφή του λόφου, στην περιοχή Αμπέλια στις βόρειες παρυφές της πόλης των Γρεβενών και σε υψόμετρο 585 μ.. Στο τέλος της δεκαετίας, ως φοιτητής, έφερε δείγματα στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης (Α.Π.Θ.), στον καθηγητή Παλαιοντολογίας Ιωάννη Μελέντη, ο οποίος προσδιόρισε ότι πρόκειται για απολιθωμένα οστά ελέφαντα. Το 1990, η Ευαγγελία Τσουκαλά έκανε αυτοψία στην περιοχή φιλοξενούμενη από την οικογένεια Ζησόπουλου. Το γεγονός αυτό ήταν η αφορμή για εκτεταμένες παλαιοντολογικές έρευνες από το Α.Π.Θ.. Η πρώτη ανασκαφή έγινε το 1992, με πολύ ενδιαφέροντα ευρήματα όπως είναι τμήμα του εμπρόσθιου πέλματος με τα οστά σε ανατομική συνάφεια, που δείχνει και τον τόπο θανάτου του ζώου.
Ακολούθησαν δύο ουσιαστικές ανασκαφικές περίοδοι το 1994 και 1995 με αποτέλεσμα την αποκάλυψη τμήματος σκελετού ελέφαντα, ηλικίας 200.000 χρόνων και δύο δοντιών προϊστορικού βοοειδούς. Τα απολιθώματα αυτά κατ’ αρχάς στεγάστηκαν στο δημοτικό κτίριο «Λαδά». Αργότερα, το 2001 μεταφέρθηκαν και σήμερα στεγάζονται στο Δημοτικό Μουσείο Γρεβενών. Από το 1993 μέχρι σήμερα η παλαιοντολογική έρευνα πραγματοποιείται με τη χρηματοδότηση της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Γρεβενών.
Ο Μαστόδοντας της Μηλιάς
Μετά το πέρας των ανασκαφών και των ραδιοχρονολογήσεων με τον «ΔΗΜΟΚΡΙΤΟ», το 1996, η Ευαγγελία Τσουκαλά θέλοντας να αξιοποιήσει τις πληροφορίες του δασκάλου της Ιωάννη Μελέντη, ότι στο χωριό Μηλιά Γρεβενών κάποιος Θανάσης Δεληβός ανακάλυψε απολιθώματα, με την ομάδα της πήγε στη Μηλιά κατά την επιστροφή στη Θεσσαλονίκη και τον αναζήτησε. Αφού τον βρήκε, τότε εκείνος της έδειξε απολιθώματα από την περιοχή του, κοντά στο σπίτι του. Στη συνέχεια η ομάδα ψάχνοντας εντόπισε τα πρώτα απολιθώματα. Αυτό οδήγησε σε συστηματικές ανασκαφές στην περιοχή, από το 1997, για να αποκαλύψουν ένα από τα πιο εντυπωσιακά ευρήματα που αφορούν την Παλαιοντολογία: δύο πλήρεις, τεράστιοι χαυλιόδοντες (αυτοί είναι οι δεύτεροι κοπτήρες της άνω γνάθου) μήκους 4.39 μέτρων ο καθένας, σε θέση χιαστί, οι μεγαλύτεροι που έχουν βρεθεί μέχρι σήμερα στον κόσμο ενός προϊστορικού προβοσκιδωτού (μαστόδοντα) (Proboscidea, Mammut borsoni (HAYS, 1834). Το 1998 ανακαλύφθηκε από το ίδιο ζώο ένα από τα πληρέστερα σαγόνια που έχουν βρεθεί στον ευρωπαϊκό χώρο. Πάνω στο σαγόνι, εξαιρετικά σπάνια, διατηρούνται σε πολύ καλή κατάσταση και οι δύο μικροί κάτω χαυλιόδοντες, χαρακτηριστικό που εξέλειψε με την εξέλιξη. Επίσης ήλθαν στο φως καλά διατηρημένα οστά του μετακρανιακού σκελετού: της κνήμης, της ωλένης και πλευρών. Η ολοκλήρωση των ερευνών στη θέση Μηλιά1 έγινε το 1999 με την ανακάλυψη της δεύτερης ωλένης και πλευρών που ολοκληρώνουν ως ένα βαθμό την εικόνα ενός ενήλικου προβοσκιδωτού (περίπου 35 χρόνων) τριών εκατομμυρίων ετών. Μετά το 2000 οι ανασκαφές συνεχίστηκαν στις θέσεις Μηλιά2 με την αποκάλυψη δεύτερου σαγονιού, βραχίονα, λεκάνης θηλυκού μαστόδοντα, καθώς και τμήμα κρανίου και ολόκληρου μηρού μήκους 1,5 μέτρου ισχυρού αρσενικού ζώου. Τμήματα οστών διάφορων ζώων προήλθαν από τις υπόλοιπες θέσεις μέχρι τη θέση Μηλιά 9. Το 2007 ανακαλύφθηκαν μέσα στο αμμορυχείο της Μηλιάς δύο χαυλιόδοντες μεγαλύτεροι αυτών της θέσης Μηλιά1, με μήκος 5,02 μέτρων. Μαζί βρέθηκαν η κάτω γνάθος και πολλά οστά του σκελετού ενός γίγαντα 25 ετών, με ύψος περί τα 3,5 μέτρα και βάρος μεγαλύτερο από 8 τόνους, πλειοκαινικής ηλικίας (3.000.000 ετών περίπου), που η τόσο πλήρης παρουσία του γίνεται γνωστή στην Ελλάδα για πρώτη φορά. Η ανακάλυψή του συμβάλλει στη γνώση τόσο της εξέλιξης, όσο και στους λόγους που οδήγησαν το είδος αυτό στην εξαφάνιση από την Ευρώπη. Τα απολιθωμένα οστά και οι χαυλιόδοντες του μαστόδοντα αυτού εκτίθενται στο Μουσείο Μηλιάς του Δήμου Ηρακλειωτών. Τέλος στη θέση Πρίπορος, κοντά στον Άγιο Γεώργιο του Δήμου Ηρακλειωτών βρέθηκε το 1999, μετά από πληροφορίες του τότε προέδρου του Αγίου Γεωργίου, Μιχάλη Καραγιάννη, μια απολιθωμένη σιαγόνα με πλήρη οδοντοστοιχία και η ωλένη ενός ρινόκερου (Dicerorhinus jeanvireti), πλειοκαινικής ηλικίας τριών εκατομμυρίων ετών. Η σημασία των ευρημάτων καλύπτουν την ΕΡΕΥΝΑ, την ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ και την ΚΟΙΝΩΝΙΑ. Για πολλά χρόνια οι ντόπιοι παραξενεύονταν με τις πληροφορίες για την παρουσία των ελεφάντων στην περιοχή τους. Μάλιστα επέμεναν ότι πρόκειται από κόκαλα ελέφαντα τσίρκου που θάφτηκε στα Γρεβενά. Η καλύτερη μαρτυρία ήταν του βοσκού της Μηλιάς Γιάννη Βλάχου που είπε: «Η μεγαλύτερη επιτυχία σας ήταν ότι εμένα και άλλους δύσπιστους ντόπιους που μέχρι πρότινος καταστρέφαμε από άγνοια τα απολιθώματα, τώρα συνειδητοποιήσαμε την αξία τους, ότι είναι φυσική κληρονομιά μας και τα μαζεύουμε με προσοχή και τα παραδίνουμε στο Μουσείο».