50 σημαντικά (η λιγότερο σημαντικά, πάντως αξιόλογα) album που κυκλοφόρησαν Απρίλιο. Ως σημείο εκκίνησης τέθηκε το β’ μισό της δεκαετίας του 1950, οπότε και άρχισε να εδραιώνεται το 12’’ LP των 33 στροφών. Η σειρά είναι αυστηρά χρονολογική και πιθανότατα υπάρχουν παραλείψεις (ευπρόσδεκτες οι παρατηρήσεις-προσθήκες).
Ο T.S Eliot γράφει στo magnum opus του ποιητικού μοντερνισμού, την «Έρημη Χώρα» (“The Waste Land”, 1922):
«Ο Απρίλης είναι ο μήνας ο σκληρός, γεννώντας
μες απ’ την πεθαμένη γη τις πασχαλιές, σμίγοντας
θύμηση κι επιθυμία, ταράζοντας
με τη βροχή της άνοιξης ρίζες οκνές»
Όμοια, είναι συνήθως μια γόνιμη περίοδος για τη δισκογραφία.
1. Sonny Rollins – Saxophone Colossus (Prestige, 02/04/1957)
Το έκτο στούντιο album του κορυφαίου –μαζί με τον Charlie Parker και τον John Coltrane- σαξοφωνίστα αποτελεί μια αποθέωση του αυτοσχεδιασμού, αλλά και της ικανότητας της jazz να ενσωματώνει μελωδικά και ρυθμικά στοιχεία από άλλες τεχνοτροπίες – χαρακτηριστικό παράδειγμα το φλεγόμενο calypso “St. Thomas”. Μαζί του στο στούντιο οι Tommy Flanagan (πιάνο), Doug Watkins (μπάσο) και Max Roach (τύμπανα), σε παραγωγή του «αφανούς ήρωα» Bob Weinstock, ο οποίος ίδρυσε την εκλεκτική Prestige, το 1949.
2. Thelonious Monk – Brilliant Corners (Riverside, 04/04/1957)
Το αριστούργημα του μεγάλου πιανίστα και κυρίως συνθέτη, του «οργανικού διανοούμενου» του be bop, με τις συμμετοχές του Sonny Rollins (σαξόφωνο), Max Roach (τύμπανα), Clark Terry (τρομπέτα) και του Paul Chambers (διπλό μπάσο). Το οκτάλεπτο ομώνυμο κομμάτι συνιστά μια πανδαισία εναλλαγής ρυθμών, ενώ ξεχωρίζει ακόμα το “Ba-Lue Bolivar Ba-Lues-Are”, που δεν αναφέρεται στον Σιμόν Μπολίβαρ, αλλά στο ξενοδοχείο Bolivar της Ρώμης, όπου ο Monk συνάντησε την βαρόνη Kathleen Annie Pannonica de Koenigswarter, φαν του be bop, η οποία ενίσχυε οικονομικά τους μουσικούς της jazz, κυρίως τον Charlie Parker.
3. Ray Charles – Modern Sounds in Country and Western Music (ABC-Paramount, 08/04/1962)
“Country + Blues + Jazz = Genius” ήταν η εξίσωση πάνω στην οποία ξεδίπλωσε το αστάλακτο ταλέντο και την ευφυία του ο Ray Charles. Στο παρόν album ενορχηστρώνει εκ νέου σε blues και jazz κατευθύνσεις 12 συνθέσεις από το ρεπερτόριο της country/folk, μεταξύ των οποίων φιγουράρουν το “I Can’t Stop Loving You” του Don Gibson, το “Born to Lose” του Frankie Brown, τα “You Don’t Know Me” και “Just a Little Lovin’ (Will Go a Long Way)” του Eddy Arnold, το παραδοσιακό “Careless Love”, καθώς και δύο συνθέσεις του αδικοχαμένου Hank Williams (“You Win Again” , “Hey, Good Lookin'”).
4. Charles Mingus – Oh Yeah (Atlantic, 11/04/1962)
Τα blues και τα gospel αποτελούσαν πάντα τη βάση της μουσικής του Mingus, ο οποίος τα ριζοσπαστικοποίησε, εκτρέποντάς τα σε πρωτόγνωρες ατραπούς. Στο “Oh Yeah”, το, οργισμένο, no bullshit παίξιμό του στο μπάσο καθοδηγεί τον αυτοσχεδιασμό σε κομμάτια όπως το “Hog Callin’ Blues” και το “Devil Woman”, που στον πυρήνα τους, πίσω από τη φαινομενική «κακοφωνία», φανερώνουν τις gospel/blues καταβολές τους.
5. Muddy Waters – Folk Singer (Chess, 06/04/1964)
Το μοναδικό φουλ ακουστικό album του γίγαντα του ηλεκτρικού blues είναι και ένα από τα καλύτερά του. Μαζί με τους Willie Dixon (όρθιο μπάσο, παραγωγή), Clifton James (τύμπανα) και Buddy Guy (ακουστική κιθάρα), ο Muddy αναθυμάται τα εφηβικά/νεανικά του χρόνια στο Δέλτα του Μισισιπί (πριν ανηφορίσει στο Σικάγο) και τις πρώτες του εμπειρίες με το blues του Son House και του Robert Johnson. Παίζει κυρίως δικές του συνθέσεις (“My Home Is in the Delta”, “Long Distance”, “Cold Weather Blues”, “Feel Like Going Home” κ.ά), μαζί με μια ευφορική διασκευή στο “Good Morning Little Schoolgirl” του Sonny Boy Williamson.
6. The Rolling Stones – Aftermath (Decca, 15/04/1966)
Το τέταρτο βρετανικό (και έκτο αμερικάνικο) album των Stones ήταν συνάμα και το πρώτο τους που περιείχε αποκλειστικά συνθέσεις τον Jagger/Richards (ο Brian Jones δεν συμμετείχε στη σύνθεση, όμως συνέβαλε τα μάλα στο τελικό ηχόχρωμα, παίζοντας dulcimer, sitar και marimbas). Οι τίτλοι μιλούν από μόνοι τους: “Mother’s Little Helper”, “Lady Jane”, “Under My Thumb”, “Goin’ Home” (11λεπτος οργασμός!) , “Out of Time”, “I Am Waiting”, “Think”, και τα ρέστα.
7. Jefferson Airplane – Surrealistic Pillow (RCA Victor, 01/04/1967)
Τo δεύτερο album των Jefferson Airplane σηματοδότησε την είσοδο στην μπάντα της Grace Slick (και του Spencer Dryden, τύμπανα) από τους Great Society. Η Grace έδεσε τέλεια στα φωνητικά με τον Marty Balin και τον Paul Kantner (που ήταν και μεγάλος κιθαρίστας), ενώ έφερε μαζί της δύο κομμάτια από το ρεπερτόριο της προηγούμενης μπάντας της: το “Somebody to Love” (σύνθεση του αδερφού της, Darby) και το δικό της “White Rabbit” (εμπνευσμένο στιχουργικά, ως γνωστόν, πέρα από το acid, από την «Αλίκη στη Χώρα των Θαυμάτων»). Τα πλαισιώνουν, μεταξύ άλλων, δύο επίσης τριπαριστές συνθέσεις του εκπληκτικού κιθαρίστα Jorma Kaukonen (“She Has Funny Cars”, “Embryonic Journey”), καθώς και το ελεγειακό “My Best Friend” του πρόωρα χαμένου Skip Spence, ιδρυτικού μέλους των Moby Grape (ο οποίος μας άφησε και το εξαιρετικό σόλο album “Oar”). Το απόγειο της ψυχεδέλειας του Frisco – μαζί με το πρώτο album των Grateful Dead και το “Happy Trails” των Quicksilver Messenger Service.
8. McCoy Tyner – The Real McCoy (Blue Note, 21/04/1967)
Ο πιανίστας McCoy Tyner αναδείχθηκε με το κλασικό κουαρτέτο (Elvin Jones-τύμπανα, Jimmy Garrison-μπάσο) του John Coltrane και είχε ουσιαστική συμβολή στο ανεπανάληπτο “A Love Supreme” (1965). Τo “The Real McCoy” ήταν το έκτο του σόλο album και το πρώτο του για τη Blue Note, με τις συμμετοχές των Joe Henderson (σαξόφωνο), Ron Carter (μπάσο) και του προαναφερθέντα Elvin Jones. Συνθέσεις όπως τα “Passion Dance” και “Contemplation” ξεκινούν από modal βάσεις και εκτρέπονται προς τη free, με τον αυτοσχεδιασμό να γονιμοποιεί την αφρικανική του μήτρα.
9. The Fallen Angels – It’s A Long Way Down (Roulette, Απρίλιος1968)
Το δεύτερο album των Fallen Angels από την Washington D.C. θεωρείτο, τουλάχιστον μέχρι να επανεκδοθεί, ένα από τα πιο σπάνια χαμένα διαμάντια της ψυχεδέλειας. Ο λόγος: στην εποχή του πήγε άπατο, καθώς η εταιρεία φαλήρισε λίγο πριν την κυκλοφορία του. Συνθέσεις πολύπλοκες αλλά και θαυμαστά μελωδικές, όπως το “Horn Playing On My Thin Wall”, το “Look To The Sun”, το ¨One Of The Few Ones Left” και το jazzy “Look At The Wind” αποκαλύπτουν μια μπάντα που άδικα πέρασε απαρατήρητη στην εποχή της.
10. Leonard Cohen – Songs from a Room (Columbia, 07/04/1969)
Το δεύτερο album του Cohen συγκρίθηκε κατά καιρούς άδικα με το αριστουργηματικό ντεμπούτο του (Songs of Leonard Cohen, 1967). Μπορεί να μην το φτάνει σε αξία, όμως πέρα από τις συγκρίσεις, ως αυτόνομη συλλογή τραγουδιών, είναι «γεμάτο ποιητικά διαμάντια» όπως έγραφε στην κριτική του το Rolling Stone. Δύσκολα θα διαφωνήσει κανείς, ακούγοντας το “Bird on the Wire”, το “Lady Midnight”, το “The Old Revolution”, τα αντιπολεμικά “Story of Isaac” και “The Partisan”, και τις υπόλοιπες πέντε συνθέσεις του δίσκου.
11. Bob Dylan – Nashville Skyline (Columbia, 09/04/1969)
Ο Johnny Cash ήταν αυτός που εμφύσησε στον Dylan την ιδέα να ηχογραφήσει ένα album, το ένατο στην καριέρα του, στην πρωτεύουσα της country, το Νάσβιλ του Τενεσί (βλέπε και την θαυμάσια ομώνυμη ταινία του Robert Altman, 1975). Η country πάντα ενυπήρχε ως υποψία στα κομμάτια του Μεγάλου, όμως ως ηχητικό αποτέλεσμα αποκρυσταλλάθηκε στο Nashville Skyline: με τη συνοδεία πολυμελούς μπάντας (Charlie Daniels, Marshall Grant, Peter Drake, Norman Blake κ.ά) ψημμένων στο ρεπερτόριο της country και με τις κατάλληλες ενορχηστρώσεις, ο Dylan ιερουργεί σε κομμάτια όπως το “Girl from the North Country” (ντουέτο με τον Johnny Cash), το “To Be Alone with You”, το “I Threw It All Away”, το “Lay Lady Lay” και το “Tonight I’ll Be Staying Here with You”.
12. Miles Davis – Bitches Brew (Columbia, 01/04/ 1970)
Το σημείο εκτίναξης του fusion σε μια στρατόσφαιρα όπου συναντώνται η πιο ηλεκτρισμένη jazz, το πιο περιπετειώδες rock και το πιο βρώμικο funk, εκεί όπου ο Coltrane συνδιαλέγεται με τον Hendrix και τον Sly Stone. Συμμετέχουν: Wayne Shorter (σοπράνο σαξόφωνο), Bennie Maupin (κλαρινέτο), Joe Zawinul και Chick Corea (ηλεκτρικό πιάνο), John McLaughlin (ηλεκ. κιθάρα), Dave Holland (μπάσο), Harvey Brooks (ηλεκ. μπάσο), Lenny White και Jack DeJohnette (τύμπανα), Don Alias και Juma Santos (κρουστά), και πολλοί άλλοι.
13. The Rolling Stones – Sticky Fingers (Rolling Stones Rec., 28/04/1971)
Το τρίτο μέλος της Αγίας Τετράδας των Stones (“Beggars Banquet”, “Let It Bleed”, “Exile On Main Street”) είναι και αυτό που περιλαμβάνει τα περισσότερα από τα κομμάτια τους που έμειναν κλασικά: “Brown Sugar”, “Sister Morphine” (υπόκλιση στην Marianne Faithful γι’ αυτό!), “Wild Horses”, “Can’t You Hear Me Knocking” (η αποθέωση του Mick Taylor ως κιθαρίστα), “Bitch”, “Dead Flowers”, “Moonlight Mile”, “I Got The Blues” κλπ. Προσωπική αδυναμία, το ράθυμο, φερόμενο ως παραδοσιακό, blues “You Gotta Move”, που διδάχθηκαν οι Stones από τον Mississippi Fred McDowell.
14. Doors – LA Woman (Elektra, 19/04/ 1971)
Το κύκνειο άσμα των Doors (με τον Jim Morrison) ήταν ένα από τα καλύτερα album της καριέρας τους. Η μπάντα ροκάρει σε κομμάτα τα “Love Her Madly”, “Been Down So Long” και “L.A. Woman”, δοκιμάζεται στα blues με το “Crawling King Snake” (Big Joe Williams, γνωστότερο στην εκτέλεση του John Lee Hooker), ενώ μια σχεδόν spoken word, επιβλητική αφήγηση (“The WASP (Texas Radio and the Big Beat)” λειτουργεί ως πρελούδιο που οδηγεί τη διαδρομή σε ένα υπερβατικό γκραν-φινάλε (“Riders on the Storm”).
15. Big Star – Number 1 Record (Ardent, 24/04/1972)
Η μπάντα του Chris Bell και του Alex Chilton από το Μέμφις, που οριοθέτησε την έννοια της power-pop. Χωρίς τους Big Star, απλώς δεν λογίζονται μπάντες σαν τους Posies ή και τους REM, πόσω μάλλον τους Teenage FanClub. Το ντεμπούτο τους μπορεί να μην αγγίζει σε τελειότητα το “Radio City” του 1974 (δεν περιέχει άλλωστε ένα “September Gurls”), ούτε φέρει τη βαριά μελαγχολία του “Third” (1978), όμως περιλαμβάνει πανέμορφα τραγούδια: “In the Street”, “Feel”, “My Life Is Right”, “Try Again”, “Watch the Sunrise” και, βεβαίως, το “Thirteen”, που έμελλε να διασκευάσουν οι Teenage FanClub.
16. David Bowie – Aladdin Sane (RCA, 20/04/1973)
Για τον οποιονδήποτε άλλο θα ήταν ίσως ακατόρθωτο, όχι να επαναλάβει, αλλά να φτιάξει ένα album που να μην μοιάζει σαν ακολούθημα του “Ziggy Stardust” και να ακούγεται εντούτοις συναρπαστικό από την αρχή ως το τέλος. Μυστηριώδης στο “Aladdin Sane” και στο “Time”, διονυσιακός στο “Drive-In Saturday”, σκληρός rocker στα “Panic in Detroit” και “The Jean Genie”, μαγευτικά νωχελικός στο “Lady Grinning Soul”. Ήταν το έκτο album του Bowie και αξιώνει μια θέση στο Top-5 της εργογραφίας του.
17. Bob Marley & the Wailers – Catch A Fire (Tuff Gong/Island, 20/04/1973)
Με τους Peter Tosh και Bunny Wailer να είναι ακόμα μέλη της μπάντας, το πέμπτο album των Wailers περιλαμβάνει μερικές απο τις πιο δυνατές στιγμές τους: τα “‘Concrete Jungle” και “Slave Driver” του Marley είναι στιχουργικοί και ρυθμικοί δυναμίτες που βάλουν κατά της αποικιοκρατίας, το “Kinky Reggae” και το “Stir It Up” δονούν το κορμί και το μυαλό, ενώ τα επίσης αντιαποικιοκρατικά στους στίχους “Stop That Train” και “400 Years” του Peter Tosh αποτελούν ενθυμήσεις της τεράστιας συμβολής του στο γκρουπ. Turn Up the Bass!
18. Ramones – Ramones (Sire, 23/04/1976)
Χρειαζεται μεγάλη (και μάλλον αδιέξοδη) συζήτηση για το ποιο ήταν το «πρώτο punk album στην ιστορία» ή «το πιο επιδραστικό»∙ για το αν οι Velvets ή οι Stooges ήταν punk ή προ-πανκ, ή αν ως σημείο εκκίνησης θα πρέπει να θεωρούνται οι New York Dolls ή το “Horses” της Patti Smith. Όπως και να’ χει, πλάι σ’ αυτά, μια περίοπτη θέση αξιώνει το πρώτο album των Ramones. Αρκετά όμως με τη θεωρεία! Παίξτε απλώς δυνατά την πρώτη πλευρά! Με τη σειρά, “Bligtzkrieg Bop”, “Beat on the Brat”, “Judy Is a Punk”,”I Wanna Be Your Boyfriend”, “Chain Saw”, “Now I Wanna Sniff Some Glue”, “I Don’t Wanna Go Down to the Basement”.
19. The Clash – The Clash (CBS, 08/04/1977)
Μαζί με το πρώτο album των Sex Pistols και αυτό των Damned, το ντεμπούτο των Clash οριοθετεί το βρετανικό punk. Μπορεί εύλογα να μην διαθέτει την ωριμότητα και την all-around ευκινησία του “London Calling”, όμως δεν υστερεί επουδενί σε δυναμισμό και μαχητική διάθεση (στους στίχους), και εν γένει ως ντεμπούτο συνιστά ένα γκολ από τα αποδυτήρια. Οι Strummer/Jones καταθέτουν τα διαπιστευτήριά τους στη σύνθεση και τη στιχουργία στα “Janie Jones”, “Remote Control”, “I’m So Bored with the USA”, “White Riot”, “London’s Burning”, “Garageland”, “Career Opportunities” κλπ., ενώ η ζόρικη διασκευή στο “Police & Thieves” των Junior Murvin/Lee Scratch Perry, επικυρώνει τη συμμαχία ανάμεσα στο punk και στη reggae.
20. The Band – The Last Waltz (Warner Bros, 07/04/1978)
Η πιο συνεπής ίσως Μπάντα στην ιστορία του rock (Robbie Robertson, Rick Danko, Levon Helm, Garth Hudson, Richard Manuel) έδωσε την τελευταία συναυλία της στις 25 Νοεμβρίου του 1976, στο Winterland Ballroom του Σαν Φρανσίσκο. Ως γνωστόν, η βραδιά απαθανατίστηκε από την κάμερα του Martin Scorsese και το σχετικό φιλμ βγήκε στις αίθουσες τον Απρίλιο του 1978. Για να αποχαιρετήσουν τους Band όπως τους άξιζε, στη σκηνή ανέβηκαν μερικά από τα μεγαλύτερα ονόματα στην ιστορία του rock και του blues: o ροκαμπιλάς Ronnie Hawkins (πλάι στον οποίο έκαναν τα πρώτα τους βηματα ως Hawks), ο μελλοντικός τους μέντορας Bob Dylan και οι Paul Butterfield, Bobby Charles, Eric Clapton, Neil Diamond, Emmylou Harris, Dr. John, Joni Mitchell, Van Morrison, Ringo Starr, Muddy Waters, Ronnie Wood, Neil Young. Το υλικό που παρουσίασαν και οι συγκεκριμένες εκτελέσεις είναι υπεράνω κριτικής: τα δικά τους “Up on Cripple Creek”, “Stage Fright”, “It Makes No Difference”, “The Shape I’m In”, “The Night They Drove Old Dixie Down” (ύμνος!) κ.ά, μαζί με τις εκτελέσεις στα “Who Do You Love” (Bo Diddley), “Mystery Train” (Junior Parker), “Helpless” (Neil Young), “Such a Night” (Dr. John), “Mannish Boy” (Muddy Waters), “Coyote” (Joni Mitchell), “Caravan” (Van Morrison), και την πεντάδα των τραγουδιών που έπαιξαν με τον Dylan (“Baby, Let Me Follow You Down”, “I Don’t Believe You”, “Forever Young””Baby, Let Me Follow You Down (Reprise)”, “I Shall Be Released”).
21. The Feelies – Crazy Rhythms (Stiff, 29/04/1980)
Έσκασε ως κεραυνός εν αιθρία το 1980, για να μας αποκαλύψει μια post-punk μπάντα που είχε πλήρως ενστερνιστεί το μινιμαλιστικό ύφος των Velvets και την αντίληψη του “less is more” (που λέει και ο μεγάλος Γερμανός αρχιτέκτονας Μις φαν ντερ Ρόε). Σε κομμάτια όπως το “The Boy with the Perpetual Nervousness”, το “Moscow Nights” και το “Loveless Love”, οι Feelies πασχίζουν λες δαιμονισμένα να εξαντλήσουν όλες τις δυνατότητες που μπορεί να τους προσφέρει το ίδιο ακκόρντο! Στο ίδιο ύφος προσαρμόζουν και το “Everybody’s Got Something to Hide (Except Me and My Monkey)” των Beatles (στην επανέκδοση του album σε cd περιέχεται και μια διασκευή στο “Paint It Black”, πρόκειται όμως για εκτέλεση του 1990).
22. The Birthday Party – Prayers on Fire (Missing Link/4 AD, 06/04/1981)
Ο ήχος στο πρώτο ολοκληρωμένο album των Birthday Party, με την αυθεντική τους σύνθεση (Phill Calvert τύμπανα, Nick Cave φωνητικά, Mick Harvey και Rowland S. Howard κιθάρες, Tracy Pew μπάσο), ακούγεται σαν να αλυχτούν μαζί τα πιο λυσσασμένα σκυλιά της Κόλασης. Τίποτε δεν μπορεί να σταθεί όρθιο μπροστά στη χαοτική ενέργεια που εξαπολύουν κομμάτια σαν το “Nick the Stripper”, το “King Ink”, το “Ho-Ho”, το “Zoo-Music Girl”, το “Yard” ή το “A Dead Song”. Φανταστείτε μια τελετή voodoo, με έναν πύρινο κύκλο, στο κέντρο του οποίου ουρλιάζουν στο ίδιο μικρόφωνο ο Iggy αγκαζέ με τον Cpt. Beefheart
23. Laurie Anderson – Big Science (Warner Bros, 19/04/1982)
Επηρεασμένη από τους Velvets, από το no-wave και από πρωτοποριακούς καλλιτέχνες που εκτείνονται από τον William Burroughs (που συμμετέχει στον δίσκο) ως τον Jackson Pollock, η Laurie Anderson επιδίωξε με το “ Big Science” να δημιουργήσει ένα avant-garde μουσικό έργο, το οποίο όμως να μπορεί να εκτιμηθεί και γίνει προσιτό σε ευρύτερα ακροατήρια, χωρίς να κάνει εκπτώσεις στην τέχνη της. Τα κατάφερε, όπως καταδεικνύουν κομμάτια όπως το “O Superman”, το ομώνυμο ή το “Let X=X/It Tango”, όπου πρώιμα electronics σμίγουν αρμονικά με συμβατικά όργανα, όπως άρπα, βιολί, βιολοντσέλο, σαξόφωνο, φλάουτο κ.ά.
24. Violent Femmes – Violent Femmes (Slash, 13/04/1982)
Άλλο ένα τρανό δείγμα μινιμαλιστικού rock, που τείνει προς τον πρωτογονισμό. Ηλεκτρακουστικές κιθάρες, που ενίοτε ακούγονται ξεκούρδιστες ή και ξεχαρβαλωμένες, διακριτικό μπάσο, ξυλόφωνο και τελείως ξερά τύμπανα, συνθέτουν τη ραχοκοκκαλιά του ήχου, πάνω από την οποία ακούγεται, όμοια με φωνή ψυχοπαθούς που απέδρασε από τη «Φωλειά του Κούκου», η φωνή του Gordon Gano – βασικού συνθέτη και στιχουργού (με ροπή στις φροϋδικές ερμηνείες της σξουαλικότητας) της μπάντας. Χάρη στην απλότητα και την αμεσότητά τους, τα τραγούδια των παντελώς άγνωστων τότε Violent Femmes ακούστηκαν πολύ και αγαπήθηκαν και με το παραπάνω: “Blister in the Sun”, “Kiss Off”, “Add It Up”, “Gone Daddy Gone”, “Prove My Love”…
25. R.E.M. – Murmur (I.R.S., 12/04/1983)
Το πρώτο album των REM συνδέεται άμεσα με την αναβίωση του αμερικανικού rock των 60s, που έλαβε χώρα στις αρχές της δεκαετίας του 1980. Πριν γίνουν σταρς, οι REM λογίζονταν στην ίδια «σχολή» με μπάντες σαν τους Long Ryders, τους Rain Parade, τους Green On Red ή τους Dream Syndicate∙ κάποιοι τους θεώρησαν ως τους διάδοχους των Byrds. Σ’ αυτό το πλαίσιο θα πρέπει να ειδωθεί το πρώτο τους album, το οποίο πάντως, όσο επηρεασμένο ήταν (στις αρμονίες) από τους Byrds, άλλο τόσο ήταν και παιδί της μετα-πανκ εποχής του. Αυτό μαρτυρούν μια σειρά από νευρώδη κομμάτια, όπως το “Radio Free Europe”, το “Perfect Circle” ή το “Sitting Still”. Γνωρίζω αρκετούς που το θεωρούν ως το καλύτερο album των REM μέχρι σήμερα. Δεν το ασπάζομαι (ψηφίζω “Automatic For The People”), είναι όμως σπουδαία δουλειά για μια μπάντα που κάνει τα πρώτα της βήματα.
26. Meat Puppets – II (SST, 13/04/1984)
Το noisecore του πρώτου δίσκου των αδερφών Kirkwood δίνει τη θέση του σε μια, εξίσου τραχιά, αλλά πιο σοφιστικέ μορφή τραγουδοποιίας, που δεν αποστρέφεται τον θόρυβο, ούτε όμως και τη μελωδία. Η country/folk επηρεάζει από εδώ και στο εξής ολοένα και περισσότερο αυτούς τους ιδιόμορφους μακρυμάλληδες punks από την Αριζόνα∙ εκδηλώνεται σε θαυμάσια κομμάτια όπως το “Aurora Borealis”, το “Split Myself in Two” και, βεβαίως, στις αυθεντικές εκτελέσεις του “Plateau” και του ανατριχιαστικού “Lake of Fire”, που έμελλε να γίνoυν ευρύτερα γνωστά χάρη στις διασκευές τους στο “Unplugged” των Nirvana.
27. Prince – Around The World In A Day (Paisley Park/Warner Bros, 22/04/1985)
Μετά το Purple Rain, με το οποίο γνώρισε τη μεγαλύτερη έως τότε επιτυχία του, το επόμενο βήμα του ιδιοφυούς, μικροσκοπικού Πρίγκιπα της soul ήταν ο πειραματισμός με τα ψυχεδελικά 60s. To Around The World In A Day με τις εκλεπτυσμένες και περίτεχνες ενορχηστρώσεις του διεκδίκησε αναλογίες με το Sgt. Pepper’s… και με το Stand των Sly & the Family Stone, τις οποίες και υπερασπίστηκαν κομμάτια όπως το ομώνυμο, το “Paisley Park”, το “Pop Life” και το “Raspberry Beret”.
28. Public Enemy – Yo! Bum Rush the Show (Def Jam, 10/04/1987)
29. Public Enemy – It Takes A Nation Of Millions to Hold Us Back (Def Jam, 28/04/1988)
Τα δύο πρώτα album των Public Enemy αποτέλεσαν την αρτίστικη κορύφωση ολόκληρου του κινήματος του hip-hop στη δεκαετία του 1980. Βροντερά breakbeat, εκλεκτικά samples, ατόφιο streetcore, θόρυβος του δρόμου, συνθέτουν την παντοδύναμη μουσική ραχοκοκκαλιά, πάνω στην οποία εκτοξεύουν τις πύρινες ρίμες τους ο Chuck D. και ο Flavor Flav. Οι Public Enemy γίνονται οι πιο ριζοσπαστικοποιημένοι εκφραστές της μαύρης συνείδησης, συνεχιστές και κρίκος σε μια αλυσίδα αγωνιστών, που εκτείνονται από τον Marcus Garvey στον Malcolm X και από εκεί στους Μαύρους Πάνθηρες και στον Louis Farrakhan. «Είμαστε το CNN του γκέτο», δήλωνε τότε ο Chuck D. Σ’ αυτή την περίπτωση, “Do Believe the Hype!”.
30. Pixies – Doolittle (4AD, 17/04/1989)
«…το Doolittle δεν ήταν απλά το προφανές magnum opus μιας επιδραστικής μπάντας, αλλά ένα από τα πιο πυκνογραμμένα δημιουργήματα στην ιστορία της ανεξάρτητης μουσικής σκηνής. Τόσο πυκνογραμμένο που λειτούργησε ως φάρος για ένα πολύ μεγαλύτερο εύρος ακροατών και μουσικών από αυτούς για τους οποίους (νόμιζε ότι) προοριζόταν. Είχε τη φόρμα, είχε τον στίχο, είχε τη μουσική, είχε την παραγωγή, είχε το attitude. Είχε τα σκαμπανεβάσματα που σε ξεσηκώνουν, την ενέργεια του punk, τις κραυγές, το μπάσο που σε ταρακουνάει, τον θόρυβο. Και είχε τις ποπ μελωδίες για να βρεθούν όλα αυτά σε ένα (απρόβλεπτο) πάρτι». – Ben Sisario, “Pixies-Doolittle” (εκδ. Οξύ, σειρά 33 1/3, μτφ. Γιάννης Καστανάρας)
31. Soul II Soul – Club Classics Vol. I (Virgin, 10/04/1989)
Δεν ήταν ακριβώς nu soul-funk, δεν ήταν ακριβώς house, δεν ήταν ακριβώς hip hop, ήταν όλα αυτά μαζί, ανακατεμένα στο μίξερ του πολυμήχανου Jazzie B. Τα singles “Keep on Movin'” και “Back to Life (However Do You Want Me)” (με τη φωνή της Caron Wheeler) είχαν προετοιμάσει το έδαφος για ένα σπουδαίο album. To “Club Classics Vol. I” επιβεβαίωσε στο έπακρο τις προσδοκίες, φιλοξενώντας μαύρα διαμαντάκια όπως το “Holdin’ On”, το “Feeling Free”, το “African Dance” και το “Jazzie’s Groove” – όπου ο Jazzie B. δίνει τα ρέστα του ως παραγωγός.
32. Nick Cave & The Bad Seeds – The Good Son (Mute, 17/04/1990)
Ακολουθώντας τα σκοτεινά, σχεδόν βιβλικά, “Your Funeral… My Trial” (1986) και “Tender Prey” (1988), το “The Good Son” ακούγεται συγκριτικά γαλήνιο και πρωτόγνωρα μελωδικό – απηχώντας ίσως τις αλλαγές που είχαν συμβεί στη ζωή του Cave, που βίωσε το έρωτα, παντρεύτηκε και έζησε για ένα φεγγάρι στη Βραζιλία (βλέπε κομμάτια όπως το “Foi Na Cruz”). Ο Cave ενορχηστρώνει στο πιάνο τραγούδια όπως το ομώνυμο, το “Sorrow’s Child” και το “Lament”, ενώ μας χαρίζει ένα αξέχαστο ντουέτο με τον Blixa Bargeld στο “The Weeping Song”, που στιχουργικά προσιδιάζει σε μελοποιημένη παραβολή από την Παλαιά Διαθήκη.
33. Massive Attack – Blue Lines (Wild Bunch/Virgin, 08/04/1991)
Fusion ηλεκτρονικής μουσικής, hip hop, dub, 70s soul και reggae, το Blue Lines ανήκει στη σπάνια κατηγορία των δίσκων που αποπνέουν το πνεύμα μιας ολόκληρης εποχής. Είναι σίγουρα album-αναφοράς για την club-culture, ωστόσο η λειτουργικότητά του δεν περιορίζεται σ’αυτή την τελευταία:εδώ έχουμε να κάνουμε με ένα album αντάξιο ενός What’s Going On, που προορίζεται, πέρα από το dancefloor, και για τις πιο απαιτητικές ακροάσεις για να αντιληφθεί κανείς τον μουσικό του πλούτο (που αντικατοπτρίζεται και στα εκλεκτικά samples: Pink Floyd, Public Image Ltd, Billy Cobham, Herbie Hancock, Isaac Hayes κ.ά). Από το “Safe from Harm” ως το “Daydreaming”, από το “Unfinished Sympathy” ως το “One Love” (με τον Horace Andy να τζαμαϊκανίζει τον ήχο) και τη sweet-soul διασκευή στο “Be Thankful for What You’ve Got” του William DeVaughn, το Blue Lines είναι ένα μεγάλο album.
34. Pavement – Slanted & Enchanted (Matador, 20/04/1992)
To πρώτο album των Pavement ακούγεται ακόμα και μετά από τόσα χρόνια ως η χρυσή τομή ανάμεσα στους Fall και τους Sonic Youth. Με τη lo-fi αισθητική να κυριαρχεί στον ήχο τους και με τον ευφυέστατο Steven Malkmus να σκαρφίζεται απίθανους (slacker) στίχους, οι Pavement σκοράρουν με το καλημέρα με κομμάτια όπως το “Summer Babe (Winter Version)”, το “Trigger Cut / Wounded-Kite at :17”, το “Loretta’s Scars”, το μελαγχολικό “Here” και το “Perfume-V”. Στο “Two States” ο Malkmus ακούγεται πιο Mark E. Smith κι απ΄ τον Mark E. Smith!
35. Beastie Boys – Check Your Head (Grand Royal/Capitol, 21/04/1992)
Μετά το τσογλαναράδικο ντεμπούτο τους και το εκλεκτικο Paul’s Boutique («το Smile του hip-hop», όπως έχει γραφτεί), οι Beasties επεξεργάστηκαν εκ νέου τον συνδυασμό του rap και των breakbeat με τις δυνατές κιθάρες, και το αποτέλεσμα τούς δικαίωσε πανυγηρικά. Λίγο πιο εσωστρεφές και λιγότερο εμπορικό σε σχέση με το “Ill Communication”, το “ Check Your Head ” δεν περιέχει προφανή hits (με την εξαίρεση ίσως του “Jimmy James”) και χρειάζεται ίσως αρκετές ακροάσεις για να απελευθερώσει τα «μυστικά» που κρύβονται στις πολλαπλές στρώσεις του ήχου. Αυτά όμως ακριβώς τα album κατακτούν τη μακροβιότητα στο πλατό.
36. Tool – Undertow (Ζοο, 06/04/1993)
Δεν είμαι φαν, όμως τους βγάζω το καπέλο για τις ιδέες τους στο στούντιο, για τους ρηξικελευθους πειραματισμούς τους με τις δυναμικές του ήχου και εν γένει για τον τρόπο με τον οποίο κατόρθωσαν και ανανέωσαν το heavy rock.
37. Johnny Cash – American Recordings (American, 26/04/1994)
Τα εύσημα φυσικά για τη νεκρανάσταση του Johnny Cash, που είχε περιπέσει στις χαζοχαρούμενες τηλεοπτικές σειρές και μετά στα αζήτητα, ανήκουν στον παραγωγό Rick Rubin, που διείδε με οξυδέρκεια ότι, για να βγει από το καλλιτεχνικό τέλμα, ο Άνθρωπος με τα Μαύρα έπρεπε να τραγουδήσει εκ νέου το κατάλληλο υλικό, με τον παλιό καλό τρόπο. Αυτή ήταν η κεντρική ιδέα πίσω από τη σειρά American. Ο Rubin αφενός πρότεινε στον Cash το υλικό, αφετέρου ως παραγωγός απογύμνωσε τον ήχο από καθετί το περιττό, από καθετί το…πλουμιστό, ώστε να ακουστεί η φωνή του Cash καθαρή σαν τη βροντή. Υπάρχουν μεγάλες στιγμές σ’ αυτό το δίσκο: το “Why Me Lord” του Kris Kristofferson, το “Thirteen” του Glen Danzig, το “Bird on the Wire” του Leonard Cohen, το “Down There by the Train” του Tom Waits, τα οποία ο Cash οικιοποιείται, τα κάνει δικά του με τις συναγώνιστες ερμηνείες του. Μαζί τους μια σειρά από συνθέσεις του ίδιου του Cash (“Delia’s Gone”, “Let the Train Blow the Whistle”, “Redemption”, “Drive On”) συγκροτούν το πιο συγκλονιστικό ίσως comeback της rock ιστορίας.
38. Nick Cave – Let Love In (Mute, 18/04/1994)
Όπως και το The Good Son που αναφέρθηκε πιο πάνω, έτσι και το Let Love In περιλαμβάνει μερικά από τα πιο ωραία κομμάτια του Cave, που εδώ συνδυάζουν τον λυρισμό με τον πιο αγνό θόρυβο: “Do You Love Me?”, “Loverman”, “Red Right Hand”, “Lay Me Low”, “Nobody’s Baby Now”. Συνθέσεις, ερμηνείες, παιξίματα κλάσης.
39. Yo La Tengo – I Can Hear the Heart Beating as One (Matador, 27/04/1997)
Λιγότερο φασαριόζικο και πιο περίτεχνο σε σχέση με το album που διαδέχθηκε (το Electr-O-Pura του 1995), το I Can Hear the Heart Beating as One ήταν η εώς τότε πιο επεξεργασμένη στο στούντιο και σοφιστικέ δουλειά των Yo La Tengo. Ο εστετισμός τους (με την καλή έννοια του όρου) φανερώνεται σε κομμάτια όπως το “Sugarcube” και το σχεδόν trip-hop “Autumn Sweater”. Αλλού πάλι, σε κομμάτια όπως το “Stockholm Syndrome” και τη διασκευή τους στο “Little Honda” των Beach Boys, κυριαρχεί η –με μέτρο- θορυβώδης κιθαριστική pop, ενω εντυπωσιάζουν οι βελβετικοί πειραματισμοί (“Center of Gravity”, “Spec Bebop”, “Moby Octopad”).
40. Tom Waits – Mule Variations (ANTI, 16/04/1999)
Τo Mule Variations ως σύνολο στέκεται άνετα στο ίδιο σκαλί με την πολυθρύλλητη Τριλογία του Tom Waits της δεκαετίας του ‘80 (Swordfishtrombones, Rain Dogs, Frank’s Wild Years). Τα τραγούδια, όλα τους γραμμένα από τον ίδιο και τη σύντροφό του, Kathleen Brennan, ενορχηστρώνονται με παράδοξο τρόπο και με τη χρήση αυτοσχέδιων οργάνων, ενώ ως ξεχωριστό όργανο, που παράγει περίεργους ήχους, χρησιμοποιεί και ο Waits τη φωνή του. Μεγάλος αφηγητής, σχεδόν δραματοποιεί με τη θεατρική ερμηνεία του κομμάτια όπως τα “Big in Japan, “Lowside of the Road”, “Hold On”, “Get Behind the Mule”, “Filipino Box Spring Hog” και “Come On Up to the House”, ενώ ο μουσικός πειραματισμός δύσκολα περιγράφεται με λόγια.
41. Black Rebel Motorcycle Club – Black Rebel Motorcycle Club (Virgin, 03/04/ 2001)
Το μπάσταρδο παιδί των Verve, των Sonic Youth και, ιδίως, τωνJesus and Mary Chain. Οι B.R.M.C. προκάλεσαν μεγάλη αίσθηση με το πρώτο τους album και τον αιχμηρό psyche/garage ήχο τους. Το album ξεκινά με μια φοβερή τριάδα τραγουδιών (“Love Burns”, “Red Eyes and Tears”, “Whatever Happened to My Rock ‘n’ Roll”) και απογειώνεται με το επτάλεπτο ψυχεδελικό “As Sure as the Sun”. Οι επόμενοι δίσκοι τους ήταν αξιοπρεπέστατοι, ποτέ όμως δεν κατάφεραν να ματσάρουν το ντεμπούτο τους.
42. Queens of the Stone Age – Songs for the Deaf (Interscope, 27/04/2002)
Βγαλμένο από τα σπλάχνα των περίφημων Desert Sessions, αποπαίδι των τρομερών Kyuss, το τρίτο album των Q.O.T.S.A. (Josh Homme, Nick Oliveri, Dave Grohl, Mark Lanegan) είναι ένα χαρμάνι από hard rock, ψυχεδέλεια και punk, που αποπνέει τις «αναθυμιάσεις» της ερήμου. Τα “No One Knows” (με τη φωνή του Lanegan), “First It Giveth” και “Go with the Flow” είναι τα τρία τραγούδια που ξεχώρισαν, όμως η βελόνα του πικάπ ακουμπά πιο συχνά τ’ αυλάκια του “God Is in the Radio” για την ερμηνεία του Lanegan.
43. The White Stripes – Elephant (XL, 01/04/2003)
Από την έναρξη (με το “Seven Nation Army”) ως το φινάλε (“Well It’s True That We Love One Another”, ήτοι το σκερτσόζικο ντουέτο του Jack και της Meg), εν μέσω κανονιοβολισμών στα “There’s No Home for You Here”, “Ball and Biscuit” και “The Hardest Button to Button”, αλλά και της αφιονισμένης εκτέλεσης του “I Just Don’t Know What to Do with Myself” των Burt Bacharach/Hal David(που κάποτε χρύσισε με την ερμηνεία της η Dusty Springfield), το Elephant είναι ένα album που προοριζόταν να γίνει κλασικό, στα χνάρια του Never Mind ή των 4 πρώτων album των Led Zeppelin, από την πρώτη μέρα κιόλας που κυκλοφόρησε. Προσωπικά, μου πάει περισσότερο ο ακατέργαστος, γκαραζιέρικος ήχος του De Stijl (2000) ή του White Blood Cells (2001), όμως το Elephant θα πρέπει να λογίζεται ως το αριστούργημά τους.
44. Portishead – Third (Island, 28/04/2007)
Μεσολάβησαν έντεκα ολόκληρα χρόνια ανάμεσα στο δεύτερο και στο τρίτο album των Portishead. Σ’ αυτό το διάστημα, οι Beth Gibbons, Geoff Barrow και Adrian Utley δούλευαν ασταμάτητα πάνω σε ιδέες για τραγούδια, που τελικά αποκρυσταλλώθηκαν στο Third. Κατεξοχήν ακατάτακτο album, αναδεικνύει μια μπάντα που περιδιαβαίνει με άνεση από τα μονοπάτια του hip-hop σ’ αυτά του kraut-rock και απο εκεί στο techno. Μέχρι και σπέρματα από doo woop ανιχνεύονται στον δίσκο. Η αναμονή άξιζε και με το παραπάνω.
45. The Black Keys – Attack & Release (Nonesuch, 01/04/2008)
Το πέμπτο album των Black Keys ήταν συγχρόνως το πρώτο τους που ηχογραφήθηκε σε κανονικό, επαγγελματικό στούντιο, σε αντίθεση με τις homemade, προγενέστερες εγγραφές τους. Ο ήχος τους έχει λειανθεί λιγάκι, χωρίς όμως να υστερεί σε τραχύτητα ή να αποτάσσεται τις delta-blues καταβολές του. Τα “I Got Mine” και “Strange Times” αποτελούν τα highlights του δίσκου, ενώ ειδική μνεία αρμόζει στα “Lies” και “So He Won’t Break”, όπου τα κιθαριστικά μέρη ανήκουν στον γνωστό παίκτη της avant-garde και άλλοτε στενό συνεργάτη του Tom Waits, Marc Ribot.
46. Bill Callahan – Sometimes I Wish We Were An Eagle (Drag City, 14/04/2009)
Έχοντας στο ενεργητικό του μια πλούσια και εκλεκτική δισκογραφία, κρυμμένος πίσω από το παρανόμι Smog, o Callahan απο το “Woke on a Whaleheart” (2007) και μετά δισκογραφεί με το πραγματικό του όνομα. Ως τραγουδοποιός, είναι κάτι μεταξύ σε (ακουστικό) Neil Young και Lou Reed, που τα τραγούδια του αποτελούν ολόκληρες ιστορίες, συνήθως μελαγχολικές, με θέμα τον έρωτα ή την περιπλάνηση (θυμηθείτε το “Παρίσι-Τέξας”), τις οποίες και αφηγείται με χαρακτηριστική άνεση (η σχεδόν ψιθυριστή ερμηνεία του προσιδιάζει ενίοτε σε spoken word). Ως κιθαρίστας είναι υποτιμημένος, δεν σολάρει, είναι όμως μάστορας στο riff.
47. PJ Harvey – The Hope Six Demolition Project (Island, 17/04/2016)
H P.J. έγραψε τα τραγούδια του album (συν τα ποιήματα της συλλογής “Hollow of the Hand”) στη διάρκεια των ταξιδιών της στο Κόσοβο, στο Αφγανιστάν και στην Ουάσινγκτον (όπου παρακινήθηκε από ένα πρόγραμμα ανέγερσης εργατικών κατοικιών για τους ανέστιους, υπό την αιγίδα του Βατικανού). Συγκλονίστηκε από το θέμα των προσφύγων. Σε αυτούς αναφέρεται το The Hope Six Demolition Project, που είναι concept album που λειτουργεί (και με το παραπάνω) ως σύνολο. Την συνδράμουν, μεταξύ άλλων, παίζοντας διάφορα όργανα, ο John Parish, ο Flood και ο Mick Harvey.
48. Kendrick Lamar – DAMN (Interscope, 14/04/2017)
Πλούσιο σε ιδέες, γεμάτο ζόρικα beat και εφάνταστα samples, φιλοξενώντας ένα σωρό guests (James Blake, Steve Lacy, BadBadNotGood, The Alchemist, 9th Wonder, Rihanna), το τέταρτο album του Kendrick Lamar αποτελεί δείγμα μουσικής ωριμότητας και κοινωνικής συνειδητοποιησης.
49. Fontaines D.C. – Dogrel (Partisan Records, 14/04/2019)
Το ντεμπούτο album της συμμορίας από το Δουβλίνο, που κυκλοφόρησε αρχικά σε κασέτα. Οι Fontaines D.C. δείχνουν τα δόντια τους με το καλημέρα, παρουσιάζοντας 11 κομμάτια με αιχμηρές κιθάρες που σφύζουν από «ωμή ενέργεια», με στίχους-ύμνους στη νεανική εξεγερτικότητα και στη διαμαρτυρία απέναντι στον κοινωνικό αποκλεισμό. Μαζί με μπάντες σαν τους IDLES και τους Shame, το –post- punk που χρειαζόμαστε σήμερα.
50. Laura Marling – Song For Our Daughter (Chrysalis, 10/04/2020)
Το έβδομο album της Laura Marling έχει συγκεκριμένο concept: απαρτίζεται από τα τραγούδια που η ίδια θα απήυθυνε στο υποθετικό παιδί της (η ίδια δηλώνει ότι πηγή έμπνευσης αποτέλεσε η ποιητικη συλλογή book “Letter to My Daughter“ της Maya Angelou). Μουσικά, το album είναι neo-folk, που όμως δεν αποστρέφεται τον ηλεκτρικό ήχο ή τη χρήση electronics. Στα 33 της μόλις, η Βρετανή τραγουδοποιός δείχνει ότι κληρονομήσει τη φινέτσα της Joni Mitchell.
Avopolis.gr