Ο Μανώλης Κουτσουνάνος, ένας επιδραστικός καλλιτέχνης της ελληνικής μουσικής σκηνής, έχει κερδίσει αναγνώριση για την ικανότητά του να συνδυάζει τις παραδοσιακές μουσικές ρίζες της Μακεδονίας με τις σύγχρονες τάσεις της τζαζ. Η πρωτοποριακή προσέγγισή του έχει αναδείξει την αξία του έργου του τόσο στην εγχώρια όσο και στη διεθνή μουσική σκηνή. Πρόσφατα, η δουλειά του έλαβε μια ξεχωριστή κριτική από τον Δημήτρη Μαραγκόπουλο, συνθέτη και Ομότιμο Καθηγητή του Ιονίου Πανεπιστημίου, καθώς και Διευθυντή του κύκλου “Γέφυρες” στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών.

Ακολουθεί η σημαντική αυτή κριτική:
Ο Μανώλης Κουτσουνάνος είναι γέννημα και θρέμμα της Μακεδονικής γης και του βαθύτερου ήθους της. Στον τόπο αυτό συγκλίνουν με έναν εξαιρετικό τρόπο υπόγεια και φανερά πολιτισμικά ρεύματα, απότοκα των μεγάλων ιστορικών, γεωγραφικών και κοινωνικών δεδομένων. Κύματα που έρχονται από ένα πιο αρχαϊκό παρελθόν αλλά και ρεύματα που ορμούν με αναζωογονητική δύναμη από τη Θράκη, την Ήπειρο, το Αιγαίο, τη Θεσσαλία και φυσικά τα Βαλκάνια. Σε έναν τόπο όπου ενώθηκαν ο αρχαίος άσκαυλος, οι βυζαντινοί ζουρνάδες, τα νταούλια και τα κατοπινά βιολιά, σαντούρια, κλαρίνα και αργότερα με έναν απρόβλεπτο τρόπο τα χάλκινα—τρομπέτες, τρομπόνια—σε ένα τέτοιο πεδίο μπορούν να συμβούν μικρά και μεγάλα θαύματα.
Ο ακάματος Μανώλης συντονίστηκε εξαιρετικά με όλα αυτά. Σαν δημιουργός, σαν εκτελεστής και σαν δάσκαλος. Και αυτή η τριπλή ιδιότητα είχε ιδιαίτερη σημασία. Όπως φυσικά και το ότι αγάπησε αληθινά και μελέτησε βαθιά την μεγάλη τέχνη της Τζαζ κοντά σε σημαντικούς δασκάλους στη χώρα μας αλλά και στη Νέα Υόρκη. Όλα αυτά κατάφερε με την μετασχηματιστική δύναμη ενός αληθινού δημιουργού να τα ενώσει στις δικές του μουσικές. Μουσικές που ισορροπούν ανάμεσα στην τζάζ και τη σπουδαία παράδοση της μουσικής της Μακεδονίας και της εγγενούς της δυνατότητας διαλόγου και αφομοίωσης άλλων ελλαδικών παραδόσεων και των Βαλκανίων.
Το βαθύτερο ήθος της μουσικής του συνθέτη ισορροπεί ανάμεσα στο Διονυσιακό και στο Απολλώνιο. Ανάμεσα στην αναζήτηση και ίσως το νόστο ενός χαμένου κόσμου και το όραμα ενός μελλοντικού όπου κυριαρχεί η συνύπαρξη και ο διάλογος. Οι τόσο χαρακτηριστικοί ασύμμετροι ρυθμοί, επτασημοί, πεντασημοί, εννιασημοί και τόσοι άλλοι και κυρίως ο τρόπος που συμπλέκονται και μετασχηματίζονται μεταξύ τους όπως και οι μουσικοί δρόμοι—κλίμακες, τα τέμπι, τα σολι και τα τουτι—δημιουργούν ένα δυναμικό καλειδοσκοπικό πεδίο γεμάτο ενέργεια και συν-κίνηση. Πρόκειται για ένα μωσαϊκό που ξεπερνά τον συχνά χαοτικό και όχι για μένα ελκυστικό χαρακτήρα της fusion μουσικής που κρύβει κάτω από το χαλί περισσότερες αδυναμίες παρά αρετές και που υποβαθμίζει τον ουσιαστικό αυτοσχεδιασμό και την καθοριστική επικοινωνία των μουσικών. Η μουσική του έχει σαφώς δομή, φόρμα αλλά και ελευθερία, θέματα, διευρυμένες αρμονίες και αντίστιξη.
Θα σταθώ όμως εδώ τελειώνοντας με μια σημαντική πτυχή της μουσικής του. Στον τρόπο που οδηγεί τους μουσικούς του και ιδιαίτερα τους παραδοσιακούς. Μπορεί η καθημερινότητα τους να βρίσκεται στα μεγάλα “σχολεία” μιας τοπικής μπάντας, ενός πανηγυριού, ενός κοινωνικού γεγονότος αλλά όταν παίζουν στην ομάδα του Μανώλη πραγματοποιούν κάτι σαν κβαντικό άλμα κι αυτό οφείλεται σίγουρα όχι μόνον στις δικές τους ικανότητες αλλά και στην καθοδήγηση του καπετάνιου τους. Αναρωτιόμουν όταν τους άκουγα ιδιαίτερα στους αυτοσχεδιασμούς τους αν έχουν αληθινά να ζηλέψουν κάτι όχι μόνο στην τεχνική αλλά και στη μουσική ουσία από κορυφαίους της Τζαζ στην τρομπέτα, το κλαρίνο, το τρομπόνι.
Ο Μιχάλης Γκατζιούρας (τρομπέτα), ο Φώτης Τσιοτίκας (κλαρινέτο), ο Νίκος Καρδογιάννης (τρομπόνι), μαζί με τον Γιώργο Τζούκα (πιάνο), τη Βάσω Δημητρίου (κιθάρα), τον Σωτήρη Κουτσουνάνο (κρουστά) και τους κορυφαίους Κοζανίτες—τυχαίο άραγε;—Γιώτη Κιουρτσόγλου (μπάσο) και guest Χρήστο Ραφαηλίδη (βιμπράφωνο), καθώς και τους άλλους εξαιρετικούς συνεργάτες της μπάντας, συμμετέχουν αναμφισβήτητα σε ένα ταξίδι που γεύεται όλες τις περιπέτειες, το φως και την επιβιωτική δύναμη της χώρας μας ανάμεσα στο Βορρά και το Νότο, τη Δύση και την Ανατολή.