ΠΕΡΑΣΑ ΣΤΑ ΜΠΑΡ ΥΠΕΡΟΧΕΣ ΣΤΙΓΜΕΣ. Το μπαρ είναι για μένα ένας χώρος στοχασμού και περισυλλογής, χωρίς την οποία η ζωή θα ’ταν αδιανόητη. Παλιά συνήθεια που δυνάμωνε καθώς περνούσαν τα χρόνια. Όπως ο Άγιος Συμεών ο Στυλίτης, ανεβασμένος στην κολόνα του διαλογιζόταν με τον αόρατο θεό του, έτσι κι εγώ πέρασα στα μπαρ στιγμές μακρόσυρτου ρεμβασμού, μιλώντας σπάνια με τα παιδιά και πιο συχνά με τον εαυτό μου, πλημμυρισμένος από χορό εικόνων που δεν έπαυαν να με εκπλήσσουν. Σήμερα, γέρος σαν τον αιώνα, βγαίνω πολύ λίγο από το σπίτι μου. Μόνος, τις στιγμές του απεριτίφ, στη μικρή γωνιά που είναι αραδιασμένα τα μπουκάλια μου, μ’ αρέσει ν’ αναπολώ τα μπαρ που αγάπησα.
ΚΑΤΑΡΧΗΝ ΔΙΕΥΚΡΙΝΙΖΩ ΟΤΙ ΥΠΑΡΧΕΙ ΔΙΑΦΟΡΑ ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΑ ΜΠΑΡ ΚΑΙ ΣΤΑ ΚΑΦΕ. Στο Παρίσι, για παράδειγμα, ποτέ δε μπόρεσα να βρω ένα μπαρ κατάλληλο. Αντίθετα, είναι μια πόλη πλούσια σε θαυμαστά καφέ. Όπου κι αν πάτε, από τη Μπελβίλ μέχρι την Οτέιλ, ποτέ δε θα σας πιάσει αγωνία μήπως και δε βρείτε μια θέση να καθήσετε και ένα γκαρσόν να σας πάρει παραγγελία. Μπορούμε να φανταστούμε το Παρίσι χωρίς τα καφέ, χωρίς τις υπέροχες ταράτσες, χωρίς τα Tabac; Θα ‘ταν σαν να αντικρίζαμε μια πόλη αφανισμένη από την ατομική έκρηξη. ΕΝΑ ΜΕΓΑΛΟ ΜΕΡΟΣ ΤΗΣ ΣΟΥΡΕΑΛΙΣΤΙΚΗΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑΣ ΞΕΤΥΛΙΧΤΗΚΕ ΣΤΟ ΚΑΦΕ ΣΥΡΑΝΟ, ΣΤΗΝ ΠΛΑΤΕΙΑ ΜΠΛΑΝΣ. Μ’ άρεσε επίσης το Σελέκτ στα Ιλίσια Πεδία, κι ήμουν καλεσμένος στα εγκαίνια του Κουπόλ στη Μονμάρτη. Ο Μαν Ρέι και ο Αραγκόν μού είχαν δώσει εκεί ραντεβού, για να οργανώσουμε την πρώτη προβολή της ταινίας «Ένας ανδαλουσιανός σκύλος». Δεν αναφέρω τα υπόλοιπα. Λέω μόνο πως τα καφέ είναι χώρος για συζήτηση, χώρος του πήγαινε-έλα και της ηχηρής, καμιά φορά, φιλίας των γυναικών. Το μπαρ αντίθετα είναι μια άσκηση μοναξιάς. Πρέπει πρωτ’ απ’ όλα να ‘ναι ήσυχο, σκιερό και πολύ άνετο. Η μουσική, ακόμα και σιγανή –σε αντίθεση με την αισχρή χρήση που γίνεται σήμερα–, πρέπει να ‘ναι αυστηρά διαλεγμένη. Το πολύ δώδεκα τραπέζια με θαμώνες, αν είναι δυνατόν, στο ελάχιστο φλύαρους.
ΑΓΑΠΩ, ΓΙΑ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ, ΤΟ ΜΠΑΡ ΤΟΥ ΞΕΝΟΔΟΧΕΙΟΥ ΠΛΑΖΑ ΣΤΗ ΜΑΔΡΙΤΗ. Ο μετρ του ξενοδοχείου με γνωρίζει και με οδηγεί κατευθείαν στο αγαπημένο μου τραπέζι, με τη ράχη στον τοίχο. Μετά το απεριτίφ, αν θέλεις μπορείς να δειπνήσεις. Ο φωτισμός είναι πάρα πολύ διακριτικός, αλλά τα τραπέζια φωτίζονται αρκετά. Στη Μαδρίτη αγαπούσα πολύ και το Σκοτ, που ήταν γεμάτο από πολύτιμες αναμνήσεις. Σ’ αυτό πήγαινα ευχαρίστως με φίλους, παρά για μοναχικούς στοχασμούς. Στο ξενοδοχείο του Παουλάρ, βόρεια της Μαδρίτης, χτισμένο μέσα σε μια από τις αυλές ενός υπέροχου γοτθικού μοναστηριού, συνήθιζα να παίρνω το απεριτίφ μου το βράδυ, σε μια μεγάλη σάλα με γρανιτένιες κολόνες. Εκτός από το Σάββατο και την Κυριακή, μέρες πάντα ολέθριες, με τους τουρίστες και τα φωνακλάδικα παιδιά να συνωστίζονται, ήμουν ουσιαστικά μόνος, περικυκλωμένος από ρεπροντιξιόν των πινάκων του Ζουρμπαράν, ενός από τους αγαπημένους μου ζωγράφους. Η σιωπηλή σκιά ενός γκαρσονιού περνούσε πότε-πότε από μακριά, σεβόμενος την αλκοολική μου περισυλλογή. ΜΠΟΡΩ ΜΑ ΠΩ ΟΤΙ ΛΑΤΡΕΨΑ ΑΥΤΟ ΤΟ ΜΕΡΟΣ ΣΑΝ ΤΟΝ ΚΑΛΥΤΕΡΟ ΦΙΛΟ ΜΟΥ. Στο τέλος μια μέρας δουλειάς και περιπάτου, ο Ζαν-Κλοντ Καριέρ, που συνεργαζόταν μαζί μου στα σενάρια, μ’ άφησε για σαράντα πέντε λεπτά. Όταν ήρθε να με βρει άκουσα τα συνεπή βήματά του στο πλακόστρωτο. Κάθησε απέναντί μου και ήμουν αναγκασμένος –ήταν μια συμφωνία που είχαμε κάνει, γιατί πιστεύω ότι η φαντασία είναι μια ποιότητα του πνεύματος, που μπορεί κανείς να την εξασκήσει και να την αναπτύξει όπως τη μνήμη– να του διηγηθώ μια ιστορία, μικρή ή μεγάλη, που μόλις είχα φανταστεί αυτά τα τρία τέταρτα ονειροπόλησης. Αυτή η ιστορία μπορεί να είχε ή να μην είχε σχέση με το σενάριο που δουλεύαμε. Μπορεί να ήταν ευτράπελη ή μελοδραματική, τρομακτική ή ουράνια. Σημασία είχε να τη διηγηθώ.
ΣΤΗ ΝΕΑ ΥΟΡΚΗ, ΕΧΩ ΦΥΛΑΞΕΙ ΜΙΑ ΥΠΕΡΟΧΗ ΑΝΑΜΝΗΣΗ ΑΠΟ ΤΟ ΜΠΑΡ ΤΟΥ ΞΕΝΟΔΟΧΕΙΟΥ ΠΛΑΖΑ, αν και ήταν ένας τόπος συχνών ραντεβού και απαγορευμένος στις γυναίκες. Συνήθιζα να λέω στους φίλους μου, που το επαλήθευσαν αρκετές φορές: «Αν περάσετε από τη Νέα Υόρκη και αναρωτιέστε αν είμαι εκεί, πηγαίνετε στο μπαρ του Πλάζα, μεσημέρι. Αν βρίσκομαι στη Νέα Υόρκη, θα είμαι εκεί». Αυτό το εξαίσιο μπαρ, με θέα στο Σέντραλ Παρκ, δυστυχώς σήμερα είναι πιο πολύ εστιατόριο. Για το μπαρ έχουν απομείνει δυο τραπέζια (…).
Απόσπασμα από το βιβλίο Υπόγειες απολαύσεις (τρία αυτοβιογραφικά κείμενα του Λουίς Μπουνιουέλ), Περιοδικό, Εκδόσεις Νεφέλη (1984). Ο Ισπανός Λουίς Μπουνιουέλ ήταν ένας από τους μεγαλύτερους κινηματογραφικούς σκηνοθέτες. Εκπρόσωπος του υπερεαλιστικού κινήματος, διαμόρφωσε ένα δικό του προσωπικό στυλ και έκανε ταινίες που πολλές από τις οποίες θεωρούνται σήμερα κλασικές (όπως «Το σκοτεινό αντικείμενο του πόθου», «Η κρυφή γοητεία της μπουρζουαζίας» και «Η ωραία της ημέρας»).