Το βιβλίο του Τζακ Κέρουακ «Στο Δρόμο» δεν είναι μυθιστόρημα. Είναι βίωμα προσωπικό, που όμως νοηματοδοτείται μόνο συναισθηματικά, αφού η περιπέτεια γίνεται στάση ζωής, μετατρέποντας το όνειρο σε χειροπιαστή συνθήκη. Είναι το μανιφέστο της ελευθερίας που όμως δεν θεμελιώνεται θεωρητικά, αλλά πραγματώνεται αυθόρμητα, σαν μονόδρομος συμπεριφοράς, σαν ανεξιχνίαστη κι αδιέξοδη επιταγή που πρέπει να εξαργυρωθεί. Σενάριο, με την κλασική έννοια του όρου, δεν υπάρχει. Το μοναδικό σενάριο είναι ο δρόμος, η τύχη, η ανεύθυνη επιλογή, το ακαθόριστο που δημιουργεί την αέναη κίνηση της περιπέτειας που έτσι κι αλλιώς θα φέρει στο προσκήνιο χαρακτήρες κι επεισόδια. Αυτά τα επεισόδια της επιτηδευμένα τυχαίας ορμής είναι το θέμα του βιβλίου. Μερικοί φίλοι, με ελάχιστα λεφτά κι ένα αυτοκίνητο, ξεκινούν ένα ταξίδι χωρίς στόχο, χωρίς προορισμό, χωρίς στοιχειώδη οργάνωση ή πρόγραμμα, χωρίς κανένα τουριστικό ενδιαφέρον και κυρίως χωρίς προσχήματα για δήθεν στόχους ή δήθεν καθορισμένες ιδεολογικές συμπεριφορές. Ο δρόμος δηλαδή είναι αυτοσκοπός, είναι μια δράση χωρίς προφανές νόημα. Μοιραία, δεν μπορούμε να μιλάμε για ταξίδι. Μιλάμε για φυγή, για διαρκή φυγή από κάθε τόπο που φτάνει στα όρια της νεύρωσης. Για ακατάπαυτη περιπλάνηση, για διακαή πόθο απόδρασης από κάθε κατάσταση χωρίς ποτέ να ξεκαθαρίζονται οι λόγοι.
Φυσικά υπό αυτές τις προϋποθέσεις της συνεχούς κινητικότητας η ακινησία της αστικής ή οικογενειακής ζωής είναι τόσο ξένη που καταντά παράλογη. Βιώνεται δηλαδή η αντιστροφή, όπου το κοινωνικώς αποδεκτό γίνεται ανισορροπία και η αντισυμβατικότητα λογική. Υπό αυτούς τους όρους, όλες οι καθωσπρέπει συμπεριφορές στερούνται κάθε νοήματος, αφού λειτουργούν ως τροχοπέδη στην επίτευξη του ανεύθυνου, που ορίζεται ως μοναδική ελευθερία. Ακατανόητες συμπεριφορές πνιγμένες στο αλκοόλ και τη μαριχουάνα, εξάρσεις δίχως νόημα, μουσική τζαζ στη διαπασών και αυτοκαταστροφική φιλοσοφία σε μια πρωτόγονη και παράφορη ανθρωπογεωγραφία, την ανθρωπογεωγραφία του beat, που κινείται απαλλαγμένη από τρέχουσες νοοτροπίες και φωτίζει μια νέα οπτική στην ανθρώπινη υπόσταση αποκηρύσσοντας όλα τα δεδομένα. Η εναλλαγή των τοπίων και των ανθρώπων και κυρίως η τζαζ – από την οποία έγινε και ο δανεισμός του όρου beat που σημαίνει ρυθμός – φέρνουν στο φως μια νέα ψυχική έκταση, ένα νέο ορίζοντα ηδονής που διοχετεύεται μέσα από την αντανακλαστική αμφισβήτηση και που δεν χρειάζεται ούτε προσχήματα, ούτε εκλογικεύσεις.
Ένας από την παρέα παντρεύεται τηρώντας όλους τους νόμους – γραφειοκρατικούς και μη – γιατί η νύφη μπορεί να πληρώσει τη βενζίνη.. Μετά απ’ αυτό την πετάν έξω και φεύγουν. Με λίγα λόγια, δεν μιλάμε για την άρνηση όλων των θεσμών ή της τρέχουσας ηθικής κλπ κλπ, αλλά για τη γελοιοποίηση και συντριβή κάθε κατεστημένης αξίας που σηματοδοτεί μια νέα αντίληψη. Την αντίληψη της περιφρόνησης και του χλευασμού, της πρόκλησης και της γοητευτικής ασυνειδησίας, με δυο λόγια την αντίληψη της ρομαντικής αλητείας. Μέσα από το τσαλαπάτημα των αρχών αναδύεται ένα πείσμα που ξεπερνά όλες τις λύπες και που δεν είναι τίποτε άλλο από την αδυσώπητη αγάπη για τη ζωή. Και η δίψα για ζωή δεν μπορεί να μεταφραστεί παρά μόνο ως δίψα για περιπέτεια, αφού δεν έχει άλλο δρόμο εκπλήρωσης παρά μόνο το ανόθευτο και το άσκοπο, δηλαδή το χωρίς όρους αυθόρμητο, που συνδυάζεται με την ολοκληρωτική δράση. Οτιδήποτε πέρα απ’ αυτό είναι θηλιά και φρένο.
Ο θρυλικός χαρακτήρας Ντην Μόριαρτι ουρλιάζει ολομέθυστος σε τζαζ κλαμπ: «ΔΕΝ ΜΑΣ ΝΟΙΑΖΕΙ ΤΙΠΟΤΑ!!!!» κι αυτό, εντελώς φυσικά, παίρνει διαστάσεις ιδεολογίας. Είναι η ιδεολογία του beat που δεν είναι μηδενιστική, ούτε ταυτίζεται με την παραίτηση, αλλά διεκδικεί την ευτυχία από έναν άλλο δρόμο. Αυτόν της μη αποδοχής και του φρενήρη ενθουσιασμού, που απογειώνεται σε ξέφρενα γλέντια εκτονώνοντας μια καταπίεση βαθειά και υπόγεια, που δεν ορίζεται ποτέ κι ούτε κατονομάζεται, αλλά λειτουργεί ασφυκτικά και βάρβαρα. Το λυτρωτικό γλέντι των αυτοκαταστροφικών προοπτικών είναι ο μηχανισμός αποδόμησης κάθε πατρίδας, θρησκείας ή οικογένειας, κάθε αρχής και κάθε εξουσίας που ασκεί πίεση είτε με τη μορφή της τυπικής εκπροσώπησης των θεσμών είτε με τη μορφή του άκαμπτου ιδεολογικού κατασκευάσματος. Βλέπουμε λοιπόν να σαρώνονται τα πάντα μπροστά στην – προς κάθε κατεύθυνση – οργή (και ορμή) της νεανικής τρέλας, που αντιτίθεται στα τυφλά απέναντι στο νόημα της ζωής που προσπαθούν να της επιβάλλουν. Απέναντι στην ευτυχία του αμερικάνικου ονείρου που βασίζεται στη χυδαία βάση της παραγωγής χρήματος, της καταξιωμένης εργασίας, του κοινωνικού κύρους και της συμμετοχής σε κάθε είδους βλακώδεις λέσχες που προσδιορίζουν την κοινωνική συναναστροφή. Αφού νόημα στη ζωή – υπό αυτούς τους όρους – δεν μπορεί να βρεθεί, τότε οφείλουν όλα να αναπροσδιοριστούν, φωτίζοντας εκ νέου αυτό το χαμένο νόημα, που τελικά ίσως να μην υπάρχει. Αν το αποδεχτούμε αυτό τότε το ουρλιαχτό του Μόριαρτι δικαιώνεται απολύτως.
Το αμερικάνικο όνειρο καταρρέει. Το μεγάλο σπίτι, το μεγάλο αυτοκίνητο, ο μεγάλος σκύλος, οι ηλεκτρικές συσκευές κτλ, είναι τα μνημεία ενός απάνθρωπου πολιτισμού που τσακίζει τους ανθρώπους και τους κάνει να φοβούνται. Τερατουπόλεις, μηχανές, αυτοματισμός, αποστείρωση, νεύρωση. Υπάρχει κάτι ορθολογιστικό να αντιπροτείνει κανείς; Έτσι λειτουργούν οι μπίτνικς. Σαν αντίθετος άνεμος, σαν παράταιρη φωνή που διατυμπανίζει το παράλογο χωρίς όμως να μπορεί ούτε να το καθορίσει, ούτε να το ανατρέψει. Μόνο στροβιλίζεται μέσα του σαν εφηβική επανάσταση, καταδικασμένη εξ’ αρχής. Μοιραία, είναι αδύνατο να βρεθούν ιδεολογικοί συμπαραστάτες. Ούτε η αριστερά, ούτε τα κινήματα για τα δικαιώματα των μαύρων, ούτε οι αντιπολεμικές κινητοποιήσεις, ούτε οποιοσδήποτε άλλος πολιτικός χώρος μπορεί να συμπαρασταθεί στους μπίτνικς. Ούτε και να τους πάρει στα σοβαρά. Γιατί κάθε ιδεολογία απαιτεί μια ρεαλιστική διέξοδο που οφείλει να υπηρετήσει ενώ οι beat είναι ο ύμνος του αδιεξόδου. Γιατί όλες οι ιδεολογίες αναπλάθουν τον κόσμο και υπόσχονται, ενώ οι beat έχουν απαλλαχθεί απ’ αυτά. Γιατί κάθε ιδεολογία στηρίζει την ύπαρξή της στην πίστη, ενώ οι beat δεν πιστεύουν σε τίποτα. Οι beat είναι ο πρόδρομος των χίπις που επίσης δεν εντάχθηκαν πουθενά και καταπλακώθηκαν κάτω από βουνά αυτοκαταστροφής.
Είναι αντιήρωες οι μπίτνικς. Είναι οι άνθρωποι που ουρλιάζουν. Είναι η ακατανόητη και ξεκούρδιστη φωνή που χτυπάει στο κενό και διασκορπίζεται στο άπειρο. Η φωνή που πνίγεται μέσα στη δύναμή της. Το εφηβικό όνειρο που αντιτίθεται σ’ έναν ανίκητο πολιτισμό, χωρίς όμως ουσιαστικά επιχειρήματα παρά μόνο το συναισθηματικό πάθος. Κι ως εκ τούτου γίνεται γραφικό. Γίνεται παιχνίδι στα χέρια των σοβαρών. Ακατανόητη φιγούρα και γελάκι ειρωνικό.
Όσο για τον Κέρουακ – που μαζί με τον Μπάροουζ και τον Γκίνζμπεργκ θεωρείται θεμελιωτής της beat λογοτεχνίας – ακολουθεί το δικό του αυτοκαταστροφικό δρόμο. Πνίγεται στο αλκοόλ και γνωρίζει το θάνατο σε ηλικία 47 ετών από κίρρωση του ήπατος. Χωρίς ποτέ να απαρνηθεί τις καταβολές του beat – όρος που ο ίδιος εισήγαγε – κάνει φανερό στα τελευταία του έργα το προσωπικό του αδιέξοδο και συντηρητικοποιείται, αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία.
Πηγή :eranistis.neteranistis.net