Τι σημαίνει αυτός ο τελευταίος ισχυρισμός: «Η “ανώτερη” δύναμη της φύσης, αφού με κακομεταχειρίστηκε καθ’ όλη τη διάρκεια αυτού του δήθεν καλοκαιριού, με κρατά ακόμα γερά σ’ αυτό το υψόμετρο»; Ποια είναι αυτή η ανώτερη δύναμη; Πώς επιδρά ώστε να καταφέρνει να κρατά κάποιον στο ίδιο μέρος, εκεί που βρίσκεται, και μάλιστα εκεί όπου η δύναμη αυτή ασκεί τον μαγνητισμό της;
Το παζλ αρχίζει να παίρνει μορφή: το άρρωστο κορμί ενός γιου με πατέρα που έπασχε από κάποια ασθένεια στον εγκέφαλο· το κορμί ενός αρρώστου με σύφιλη· ίσως και το άρρωστο κορμί ενός πατέρα ενδεχομένως συφιλιδικού· ένα κορμί άρρωστο από τις θεραπείες· αλλά επίσης και πάνω απ’ όλα, το κορμί ενός σαμάνου που λειτουργεί σαν σεισμογράφος για καθετί που συμβαίνει: όλα αυτά θα φέρουν στην επιφάνεια τις ιδέες και τις διαισθήσεις του φιλοσόφου, τις σκέψεις και τις έννοιές του, τα πρόσωπα και τις εικόνες του. Ιδού η αρχέγονη λάσπη από την οποία θα γεννηθεί η νιτσεϊκή ζωή.
Κάθε μετεωρολογική συνθήκη προβάλλεται στο κλίμα του ίδιου του κορμιού του, άρα και της ψυχής του. Και το κλίμα του Σιλς-Μαρία είναι ιδιαίτερο. Κι ας περνά εκεί ο Νίτσε μόνο τα καλοκαίρια του, μόλις είδαμε πως το χιόνι και ο παγετός, το κρύο και η βροχή, οι πλημμύρες και τα βαριά σύννεφα επιβαρύνουν τη φυσιολογία του, ακόμα και τη συγκεκριμένη εποχή. Το Σιλς δεν είναι ένα ακίνητο και γαλήνιο τοπίο, μα ένας στρόβιλος, μια δίνη που σφυρηλατεί το ατσάλι των εννοιών.
Το υψόμετρο στο οποίο βρίσκεται ο Νίτσε αποδεικνύεται μια υπαρξιακή συνθήκη, ένα είδος φιλοσοφικής παρουσίας στον κόσμο. Και εκείνος, ως υπερευαίσθητος αισθητήρας, ανταποκρίνεται στις παραμικρές μεταβολές της θερμοκρασίας, της υγρασίας και της ηλιοφάνειας της περιοχής.
Μα πέρα από το κλίμα, ο φιλόσοφος εξελίσσεται ψυχή τε και σώματι μέσα σε μια φύση για την οποία πρέπει να μιλήσει κανείς… Μιας και το Σιλς βρίσκεται στους πρόποδες ενός βουνού σαν αυτό από το οποίο κατεβαίνει μια μέρα ο Ζαρατούστρα για να κηρύξει τον υπεράνθρωπο. Το βουνό παίζει με τον ήλιο, δηλαδή με το φως: το σταματά ή το αντανακλά, το διαθλά και το περιθλά, το συγκρατεί και το φιλτράρει. Το ίδιο κάνει και με τον άνεμο ή τη βροχή, τον υετό, που συνδιαλλάσσονται μαζί του. Τα πάντα ξεδιπλώνονται και απλώνονται στον αέρα σε σχέση μ’ αυτούς τους ορεινούς όγκους.
Στο Σιλς είναι που του έρχεται η ιδέα της αιώνιας επιστροφής. Ο Νίτσε περιγράφει αυτήν την αποκάλυψη στο Ίδε ο άνθρωπος, και συγκεκριμένα σε ένα κεφάλαιο όπου εξηγεί τη γενεαλογία του Τάδε έφη Ζαρατούστρα: «Θα διηγηθώ τώρα την ιστορία του Ζαρατούστρα. Η βασική σύλληψη του έργου αυτού, η ιδέα της αιώνιας επιστροφής, αυτή η ανώτατη διατύπωση της κατάφασης, χρονολογείται από τον Αύγουστο του 1881: γράφτηκε σ’ ένα φύλλο χαρτιού με την υποσημείωση “6.000 πόδια πέρα από τον άνθρωπο και τον χρόνο”. Τη μέρα εκείνη περπατούσα μέσα στο δάσος που βρίσκεται στις όχθες της λίμνης Σιλβαπλάνα· σ’ έναν πελώριο βράχο που έμοιαζε με πυραμίδα σταμάτησα, όχι μακριά από το Σούρλεϊ. Τότε μου ήρθε αυτή η ιδέα.» (Ίδε ο Άνθρωπος, «Έτσι μίλησε ο Ζαρατούστρα», §1)3.
Συνθέτει το παρακάτω ποίημα:
ΣΙΛΣ ΜΑΡΙΑ
Εδώ καθόμουν και περίμενα – δίχως να περιμένω τίποτα
Πέρα απ’ το καλό και το κακό, απολαμβάνοντας
Άλλοτε το φως, άλλοτε τις σκιές, όλα ένα παιχνίδι
Όλα λίμνη, όλα μεσημέρι, όλα χρόνος δίχως σκοπό.
Όταν ξαφνικά, φίλη μου, το ένα έγινε δυο –
Κι ο Ζαρατούστρα πέρασε από μπροστά μου.4
Ο Νίτσε κάνει λόγο για τοκετό· άρα προϋποθέτει κάποια εγκυμοσύνη. Γνωρίζουμε πως στο Σιλς διαβάζει και κρατά σημειώσεις στα Μαθήματα της Φιλοσοφίας του Όιγκεν Ντύρινγκ, που εκδόθηκαν το 1878. Το βιβλίο έχει διαβαστεί ξανά και ξανά, όπως φαίνεται από τις σημειώσεις στο βιβλίο που του ανήκε. Στη σελίδα 84 του βιβλίου, ο Ντύρινγκ αντικρούει τη θεωρία της αιώνιας επιστροφής στηριζόμενος στις φυσικές επιστήμες· ο Νίτσε υπογραμμίζει και σημειώνει. Δε θα πει τίποτα γι’ αυτήν την κριτική ανάγνωση.
Στο βιβλίο της Ο Νίτσε μέσα από τα έργα του, η Λου Σαλομέ, η οποία υπήρξε επιστήθιά του, καταδεικνύει τη σύμφυση μεταξύ της ζωής και της σκέψης του. Όσον αφορά το ζήτημα της αιώνιας επιστροφής, υποστηρίζει: «Σκόπευε να μιλήσει γι’ αυτήν ανάλογα με το κατά πόσο θα επαληθευόταν επιστημονικά. Είχαμε ανταλλάξει μια σειρά επιστολών πάνω σε αυτό το θέμα, και προέκυπτε πάντα από τα λεγόμενά του ότι πίστευε πως μέσα από τη μελέτη της φυσικής επιστήμης και της δομής του ατόμου θα έβρισκε την ακλόνητη βάση για τη θεωρία του, κάτι για το οποίο έσφαλλε. Τότε ήταν που αποφάσισε να σπουδάσει για δέκα χρόνια φυσικές επιστήμες στο Πανεπιστήμιο της Βιέννης ή του Παρισιού. Μόνο μετά από αυτήν την περίοδο σιωπής, και στην περίπτωση επιτυχίας -την οποία περίμενε εναγωνίως- λογάριαζε να επιστρέψει ανάμεσα στους ανθρώπους για να κηρύξει το ευαγγέλιο της αιώνιας επιστροφής.»I Η επιστήμη τελικά αποδεικνύεται αδιέξοδο· η Λου Σαλομέ υποστηρίζει πως τότε έγινε μυστικιστής – αυτή είναι όλη κι όλη η τοποθέτησή της· εγώ από την πλευρά μου πιστεύω πως έγινε ο φιλόσοφος-καλλιτέχνης που εξήγγελλε τη δεκαετία του 1870. Καθόλου μυστικιστής μα εξόχως ποιητικός.
Και πράγματι ο ίδιος παρουσιάζει μια εκδοχή αυτής της αποκάλυψης, που εγώ θα τη χαρακτήριζα ρομαντική, που έχει να κάνει με την έμπνευση του καλλιτέχνη. Γράφει: «Σ’ αυτό το τέλος του 19ου αιώνα υπάρχει κανείς που να έχει σαφή ιδέα αυτού που ονόμαζαν έμπνευση οι ποιητές των δυνατών εποχών; Αν όχι, θα την περιγράψω εγώ. – Αν έχει κανείς μέσα του έστω και το ελάχιστο κατάλοιπο δεισιδαιμονίας, δύσκολα μπορεί να απορρίψει την ιδέα ότι δεν είναι απλή ενσάρκωση, απλό φερέφωνο, απλό μέσο πανίσχυρων δυνάμεων. Η έννοια της αποκάλυψης -με την έννοια ότι ξαφνικά, με απερίγραπτη σιγουριά και λεπτότητα, κάτι γίνεται ορατό, ακουστό, κάτι που μας συγκλονίζει εκ βάθρων και μας αναποδογυρίζει- αυτή μόνο περιγράφει τα γεγονότα. Τότε ακούει κανείς, δεν ψάχνει· παίρνει, δεν ρωτάει ποιος δίνει· σαν αστραπή, μια σκέψη λάμπει, με αναγκαιότητα, χωρίς δισταγμό ως προς τη μορφή της – ποτέ δεν είχα να διαλέξω. Είναι μια έκσταση που η φοβερή της ένταση ξαλαφρώνει καμιά φορά μ’ έναν χείμαρρο δακρύων, όπου το βήμα γίνεται, ασύνειδα, άλλοτε πιο γρήγορο άλλοτε πιο αργό· βρίσκεται κανείς έξω από τον εαυτό του, νιώθει αναρίθμητα λεπτά ρίγη και το δέρμα του να τρέμει ως τις άκρες των δακτύλων του· είναι μια βαθιά ευτυχία μέσα στην οποία ακόμη και το πιο οδυνηρό και σκοτεινό δε φαίνεται να είναι αντίθετο, αλλά μάλλον εξαρτημένο, κάτι που έχει προκληθεί, ένα απαραίτητο χρώμα μέσα σε τούτη την υπεραφθονία φωτός· είναι ένα ένστικτο για ρυθμικές σχέσεις, που επικαλύπτει ευρείς χώρους μορφών – το μήκος, η ανάγκη για έναν ευρύ ρυθμό, είναι σχεδόν το μέτρο για τη δύναμη της έμπνευσης, ένα είδος ισοφάρισης της πίεσης και της έντασης που προκαλεί αυτή… Όλα αυτά γίνονται άθελα στον ανώτατο βαθμό αλλά και σαν μια θύελλα ενός συναισθήματος ελευθερίας, απολυτότητας, δύναμης, θεϊκότητας… Το πιο αξιοσημείωτο είναι ο αθέλητος χαρακτήρας της εικόνας, της μεταφοράς: δεν μπορεί πια να καταλάβει κανείς τι είναι η εικόνα και τι η μεταφορά: το καθετί παρουσιάζεται σαν η πιο κοντινή, η πιο προφανής, η πιο απλή έκφραση. Θα έλεγε κανείς, για να θυμίσω τα λόγια του Ζαρατούστρα, πως τα πράγματα έρχονται και προσφέρονται μόνα τους για να χρησιμέψουν σαν μεταφορές (…) Αυτή είναι η εμπειρία μου για την έμπνευση· δεν αμφιβάλλω καθόλου πως πρέπει κανείς να γυρίσει χιλιάδες χρόνια πίσω για να βρει κάποιον που θα μπορούσε να πει “είναι και δική μου εμπειρία”.»5
Αυτό το απόσπασμα του Ίδε ο άνθρωπος («Έτσι μίλησε ο Ζαρατούστρα», §3), χωρίς να του φαίνεται, κόβει την ιστορία της φιλοσοφίας στα δύο: στο πριν και στο μετά από αυτόν. Μέχρι τον Νίτσε, οι φιλόσοφοι διατηρούν στενή σχέση με το θείο, το ιερό, το θεολογικό στοιχείο, που με την πένα τους έγιναν η τέλεια σφαίρα, ο κόσμος των ιδεών, το σύμπαν των απόλυτων ουσιών, το πεδίο του σκεπτόμενου όντος, ο λόγος περί υπερβατικότητας6, ο χώρος του νοουμένου7, το ξέφωτο του Είναι8.
Σ’ αυτήν την τάξη ιδεών, ο φιλόσοφος είναι ένας άνθρωπος που χαρακτηρίζεται περισσότερο από καθαρή διανόηση παρά από έμπνευση. Ο Καρτέσιος, που ενώ στο Olympica ομολογεί πως οι σκέψεις του πηγάζουν από τρία όνειρα, δεν αναφέρει τίποτα σχετικά με αυτό στον Λόγο περί της Μεθόδου, αντιθέτως αφήνει να εννοηθεί πως το σύστημά του αποτελεί προϊόν αποκλειστικά και μόνο της λογικής.
Τις περισσότερες φορές στη δυτική ζωγραφική ο φιλόσοφος απεικονίζεται καθισμένος στο γραφείο του, περιχαρακωμένος από τον κόσμο με τη βιβλιοθήκη του, να γράφει, με ένα σωρό ανοιχτά βιβλία ολόγυρά του. Διαβάζει, και το έργο του προκύπτει από τη συνεχή μελέτη των ιερών κειμένων μαζί με τον σχολιασμό τους. Ο φιλόσοφος σχολιάζει τα σχόλια των σχολίων μα δε βλέπει τον κόσμο. Ακόμα και ο Μονταίνιος, που εισάγει ένα ρεύμα ριζοσπαστικής ρήξης με αυτήν τη λογική, υπαγορεύει τα Δοκίμιά του σε έναν πύργο στον επάνω όροφο της βιβλιοθήκης του, που διαθέτει αναρίθμητα συγγράμματα, ξεδιαλέγοντας αρχαία κείμενα πάνω στα οποία αυτοσχεδιάζει με θαυμαστό τρόπο.
Στο Λυκόφως των ειδώλων, ο Νίτσε σχολιάζει αυτήν την περιβόητη ρήση του Φλωμπέρ: «Να σκεφτεί και να γράψει κανείς, μπορεί μόνο καθιστός», ως εξής: «Εδώ σ’ έπιασα, μηδενιστή! Το να στρογγυλοκάθεσαι, να το μεγαλύτερο αμάρτημα απέναντι στο πνεύμα! Μόνο οι σκέψεις που κάνει κανείς ενώ περπατά έχουν κάποια αξία» (Ρητά και Αιχμές, §34). Αυτό ήταν πιθανότατα κάτι που σκέφτηκε ενώ περπατούσε…
Συγκρατώ επίσης και την ιδέα του Νίτσε πως ο ίδιος είναι κάτι σαν απλό μέσο: η εμπειρία του γίνεται θεωρία του, η σκέψη του προέρχεται από αισθήσεις, συναισθήματα και εμπειρικά ερεθίσματα. Προτείνει έναν λόγο περί της μεθόδου, ο οποίος παραμερίζει τη λογική και τη μελέτη που προηγούνται του στοχασμού, προς όφελος μιας παγανιστικής έκστασης: έμπνευση, ενσάρκωση, φερέφωνο και απλό μέσο πανίσχυρων δυνάμεων, αποκάλυψη, έκσταση, αναποδογύρισμα, λάμψη, το να βρίσκεται κανείς έξω από τον εαυτό του, υπεραφθονία φωτός, θύελλα συναισθημάτων, πίεση και ένταση: το λεξιλόγιο είναι θρησκευτικό, παρότι χωρίς Θεό. Ο Νίτσε χρησιμοποιεί μέχρι και τη λέξη «θεϊκότητα»…
Από τον πρόλογο της Χαρούμενης Επιστήμης, δηλαδή το 1882, ο Νίτσε διατυπώνει μιαν αλήθεια που ο θεσμός της φιλοσοφίας ακόμα δεν καταφέρνει να καταπιεί και να χωνέψει. Για τον Νίτσε, κάθε φιλοσοφία αποτελεί την αυτοβιογραφική εξομολόγηση ενός σώματος. Όμως, στα μάτια ενός υπαλλήλου του χώρου, ενός πανεπιστημιακού, ενός καθηγητή, ενός ερευνητή που πληρώνεται από τους φορολογούμενους περισσότερο για να ψάχνει παρά για να βρίσκει, η αλήθεια αυτή ρίχνει άπλετο και αμείλικτο φως στον καθιστικό βίο του χαρτογιακά, εξοστρακίζοντάς τους μακριά από την επιστήμη. Πώς λοιπόν θα μπορούσαν να συνταχθούν με μια τέτοια τοποθέτηση;
Δεν είναι λοιπόν να απορεί κανείς που αυτό το ταξίδι στο Σιλς-Μαρία δεν το έκαναν οι Γάλλοι νιτσεϊστές, βλέπε Ζωρζ Μπατάιγ και Πιερ Κλοσοφσκί, Μισέλ Φουκώ και Ζιλ Ντελέζ, Ζακ Ντεριντά ή ακόμα κι ο Μωρίς ντε Γκαντιγιάκ που μετέφρασε τον Ζαρατούστρα… Αυτοί οι άνθρωποι του γραπτού και του θεσμού, δεν έδειξαν το παραμικρό ενδιαφέρον για τη ζωή του Νίτσε ως υπαρξιακή εμπειρία, που αποδεικνύεται άρρηκτα συνδεδεμένη με τη σκέψη του – εκείνοι είναι περισσότερο έδρα και πνεύμα παρά σάρκα και αίμα.
Πού να φανταστούν πως περισσότερα μαθαίνει κανείς για τον Νίτσε ακολουθώντας τα βήματά του στο Άνω Ενγκαντίν, παρά με το να ψαχουλεύει, όπως προτίμησαν εκείνοι, στον σκουπιδοτενεκέ των δήθεν μεταθανάτιων αποσπασμάτων του – πολλά από τα οποία είναι απλώς σημειώσεις ανάγνωσης ή ακόμη και παραποιήσεις από το χέρι της αδερφής του, αντισημίτισσας και οπαδού των ευρωπαϊκών φασισμών και του εθνικοσοσιαλισμού. Μα το να κινείς προς αναζήτηση των βιογραφικών συνθηκών κάτω από τις οποίες παράγονται οι έννοιες ενός στοχαστή είναι ένα νιτσεϊκό μάθημα επαναστατικό και κεφαλαιώδες.
———–
I. Lou Andreas-Salome, Nietzsche a travers ses xuvres, μετάφραση από τα γερμανικά Jacques Benoist-Mechin και Olivier Manoni, εκδ. Grasset, 2004, σελ. 175. [Σ.τ.Μ.: Στα ελληνικά το βιβλίο έχει εκδοθεί με τίτλο Ο Φρήντριχ Νίτσε μέσα από τα έργα του, εκδ. Παπαζήση 2013].
————————————————————————————————————————
Το Σιλς-Μαρία είναι ο γενέθλιος τόπος του Ζαρατούστρα. Μες στον αχό των χιονοστιβάδων γεννιέται ο νιτσεϊκός υπεράνθρωπος. Ακολουθώντας τα βήματα του Νίτσε στα μαγευτικά τοπία των Άλπεων, ο Μισέλ Ονφρέ ανακαλύπτει μες στη φύση τις πηγές της όψιμης νιτσεϊκής σκέψης. Και αντίθετα προς τις όποιες φασιστικές και σταλινικές αναγνώσεις, παραμερίζοντας όλες τις ταμπέλες που έχουν αποδοθεί στον μεγάλο φιλόσοφο, ο συγγραφέας δείχνει αυτό που πραγματικά είναι ο υπεράνθρωπος: αυτός που γνωρίζει το πραγματικό και το αγαπά, αυτός που λέει ναι στη ζωή, σ’ ολόκληρη τη ζωή∙ με άλλα λόγια, ο στωικός σοφός, εγκλιματισμένος στους μεταχριστιανικούς, μηδενιστικούς καιρούς μας.
* * *
Εκδόσεις: ΘΥΡΑΘΕΝ / ΕΠΙΛΟΓΗ
Μισέλ Ονφρέ: Οι Χιονοστιβάδες του Σιλς Μαρία
Φιλοσοφώντας σαν χωρικός
ΓΕΩΛΟΓΙΑ ΜΙΑΣ ΗΘΙΚΗΣ
Βιώνοντας μιαν ανώτερη δύναμη