Έφτασε η Άγια Νύχτα των Χριστουγέννων…. Ο Άγιος Βασίλης, έβαλε τα καλά του, μάζεψε του κόσμου όλου τα παιχνίδια και αφού σηκώθηκε από το θρόνο του φώναξε με τη βροντερή μα καλοσυνάτη φωνή του:
Ελάτε ταρανδάκια μου
πετάξτε με ψηλά
τα δώρα να μοιράσουμε
σε όλα τα παιδιά.
Όσα απ’ αυτά μου έγραψαν
και ζήτησαν δωράκι
θα αφήσω το παιχνίδι τους
επάνω από το τζάκι.
Ο Ντάσερ, ο μεγαλύτερος από τα 9 αδέρφια ακολουθώντας την προτροπή του Άγιου λέει στα αδέρφια του:
Εμπρός λοιπόν αδέλφια μου
με το έλκηθρο πετάμε
παρέα με τα ξωτικά
τα δώρα για να πάμε.
Όλοι μαζί λοιπόν, με τον Άγιο Βασίλη να τους καθοδηγεί, ξεκίνησαν για το ταξίδι τους σε όλο τον κόσμο. Πριν προλάβουν όμως να επισκεφτούν το πρώτο σπίτι, ένας περίεργος θόρυβος ήχησε στα αυτιά του Πράντσερ. Αφού αφουγκράστηκε τον περίεργο ήχο γυρίζει και λέει στο Ρούντολφ:
Ρούντολφ μου την κοιλίτσα μου
ακούς να γουργουρίζει;
μήπως είναι ιδέα μου
ή κάποιος ροχαλίζει;
Ο Ρούντολφ γυρίζοντας το κεφάλι του προς τη μεριά του Άγιου, γούρλωσε τα μάτια του και έμεινε αποσβολωμένος. Γυρίζοντας στα αδέρφια του, τους λέει με τρεμάμενη φωνή:
Ο Άγιος μας κοιμήθηκε
πάρα πολύ βαριά
και το βαρύ ροχαλητό
τ’ αυτιά μου τα τρυπά.
Το έλκηθρό μας έγειρε
και τα πολλά παιχνίδια
πέφτουνε τώρα από ψηλά
πάνω στα κεραμίδια!
Τα παιχνίδια, άρχισαν ένα ένα να πέφτουν από το έλκηθρο, σε κεραμίδια και αυλές μα και μέσα στα σπίτια από τις καμινάδες. Κούκλες, τρενάκια και μπάλες άρχισαν να μονολογούν για αυτό που τους βρήκε:
Απ’ το τσουβάλι έπεσα
πάνω σ’ αυτό το σπίτι
χτύπησα τα χεράκια μου
την πλάτη και τη μύτη.
Άραγε, μήπως πέσαμε
μέσα σε λάθος τζάκι;
Σ’ αυτό το σπίτι ζήτησαν
κουκλάκι ή τρενάκι;
Νομίζω αλλού μας ρίξανε
και τώρα τι θα γίνει;
Φοβάμαι κάποιο απ’ τα παιδιά
χωρίς δώρο θα μείνει.
Αμέσως, οι τάρανδοι επιστράτευσαν τα μεγάλα μέσα. Με τις διαπεραστικές φωνές τους μούγκρισαν δυνατά και οι φωνές τους ακούστηκαν μέχρι το Βόρειο Πόλο. Τα ξωτικά κατάλαβαν πως κάτι άσχημο συμβαίνει. Αμέσως έκαναν τα μαγικά τους κόλπα και μέσα σε ένα λεπτό βρέθηκαν μονομιάς στο έλκηθρο του Άγιου Βασίλη. Ο Αλαμπάστερ, ο διαχειριστής της λίστας των παιχνιδιών πήρε την κατάσταση στα χέρια του:
Ο Άη Βασίλης φίλοι μου,
δύσκολα θα ξυπνήσει,
κουράστηκε τόσο πολύ
τα δώρα για να στήσει!
Ο Μπάσι Έβεργκριν, ο εφευρέτης των μηχανών που κάνουν τα παιχνίδια ρώτησε τρομαγμένος:
Τι πρέπει πια να κάνουμε;
Πέφτουνε τόσα δώρα
πρέπει να τα μαζέψουμε,
χάσαμε τόση ώρα.
Ο Πέππερ Μίνστιξ, ο φρουρός του μυστικού περάσματος στο χωριό του Άη Βασίλη παροτρύνοντας τα άλλα ξωτικά είπε:
Εμπρός γλυκά μου ξωτικά,
άντε σκεφτείτε κάτι
γιατί δε βλέπω γρήγορα
αυτός ν’ ανοίγει μάτι.
Η Σούγκαρπλαμ Μαίρη, υπεύθυνη του τμήματος γλυκών αφού έστυψε το μυαλουδάκι της είπε στους υπόλοιπους:
Νομίζω πως το πρόβλημα
παιδάκι θα το λύσει,
με ένα φιλί τον Άγιο μας
αμέσως θα ξυπνήσει.
Γ’ αυτό τι περιμένουμε;
Εμπρός να κατεβούμε,
τη βοήθεια που ψάχνουμε
γρήγορα να τη βρούμε.
Αλλάξτε όλοι κατεύθυνση
να κατεβούμε τώρα,
κ’ αμέσως να μαζέψουμε
στο έλκηθρο τα δώρα.
Και μόλις το παιδάκι μας
τον Άγιο φιλήσει,
τα δώρα θα μοιράσουμε
αφού θα’ χει ξυπνήσει.
Έτσι λοιπόν κατέβηκαν
μες στο μικρό χωριό,
το έλκηθρο σταμάτησαν
μπρος στο καμπαναριό.
Μα κάθε δώρο που έπεφτε
στις στέγες και χτυπούσε,
έκανε θόρυβο πολύ
και τα παιδιά ξυπνούσε.
Και έτσι όλα μαζεύτηκαν
να βρούνε τι συμβαίνει,
γιατί τον Άγιο σπίτι τους
δεν είδανε να μπαίνει.
Ο Αλαμπάστερ μόλις είδε μαζεμένα τα παιδάκια στην πλατεία του χωριού τους μάζεψε κοντά του και τους είπε:
Παιδάκια μου γλυκούτσικα
βοήθεια ζητάμε,
όσο κι αν προσπαθήσαμε
τον Άγιο δεν ξυπνάμε.
Τα παιδάκια μέσα στη νύστα τους άρχισαν να μιλάνε το ένα μετά το άλλο:
Στον Άη Βασίλη ζήτησα
για τούτες τις γιορτές,
να φέρει στο τσουβάλι του
παιχνίδια και ευχές.
Μα όσο αυτός κοιμότανε
χάθηκαν τόσα δώρα,
στις στέγες πάνω πέσανε
πώς θα τα βρούμε τώρα;
Τι θέλετε να κάνουμε;
Ας μην αργοπορούμε
αλλιώς για τα Χριστούγεννα
δώρα δε θα χαρούμε.
Πάμε λοιπόν να ψάξουμε
στις στέγες να τα βρούμε
και μόλις τα μαζέψουμε
θά’ ρθουμε να σας πούμε.
Τα παιδάκια όλα με τη βοήθεια των ξωτικών και των ταράνδων ανέβηκαν στις στέγες των σπιτιών και πολύ πολύ γρήγορα μάζεψαν όλα τα πεσμένα δώρα. Χαρούμενα όλα μαζί φώναξαν με μια φωνή:
Τι τύχη που προλάβαμε
και βρήκαμε τα δώρα.
Η Άγια Νύχτα έφτασε.
Δε χάσαμε ούτε ώρα
Τότε τα ξωτικά που είχαν τρελαθεί από τη χαρά τους χαμογελώντας τους είπαν:
Μπράβο που περπατήσατε
σε όλο το χωριό
και τα δωράκια φέρατε
μες στο καμπαναριό.
Μα τώρα κάποιος από σας
τον Άγιο να φιλήσει,
μπας και μπορέσει γρήγορα
γλυκά να τον ξυπνήσει.
Τότε εμφανίστηκε από ψηλά η Άγια Νύχτα μέσα στο κατάλευκο και φωτεινό φόρεμά της. Βλέποντας τα παιδιά τους έκανε νόημα να μαζευτούν όλα κοντά της και με γλυκιά φωνή τους λέει:
Καθίστε, λοιπόν, φίλοι μου
κι όποιος πρώτος μιλήσει
αυτός θα είναι ο τυχερός.
Τον Άγιο να φιλήσει.
Μα τώρα που το σκέφτομαι
αντί για ένα παιδάκι
πρέπει να πάνε όλα μαζί
να δώσουν το φιλάκι.
Γιατί μονάχα ένα παιδί
Δε θα ‘χει το κουράγιο.
Πριν προλάβει να συνεχίσει τη σκέψη της τα παιδάκια είχαν ήδη αρχίσει να πλησιάζουν τον Άγιο Βασίλη.
Μα, να, βλέπω όλα μαζί
τώρα φιλούν τον Άγιο.
Και τότε το θαύμα έγινε. Ο Άη Βασίλης άρχισε να σηκώνει τα βλέφαρά του.
Άνοιξε τα ματάκια του
με έκπληξη κοιτάζει
τόσα παιδιά τριγύρω του
που τον κοιτούν με νάζι.
Τα ξωτικά με μια φωνή ακούστηκαν από πέρα ως πέρα.
Ζήτω! Ο Άγιος ξύπνησε
εμπρός λοιπόν να πάμε
τα δώρα να μοιράσουμε
ας μη χασομεράμε.
Παιχνίδια θα μοιράσουμε
με γέλια και χαρές
και σ’ όλους σας ευχόμαστε
χαρούμενες γιορτές.