Ο Wes Anderson επιστρέφει τον Μάιο του 2023 με ένα καινούριο, υπέρ-στυλιζαρισμένο ρετροσύμπαν, παστέλ αποχρώσεων και φετιχιστικών κάδρων απόλυτης γεωμετρικότητας βάθους πεδίου, το οποίο αναμένεται να γεμίσει ξανά με εκκεντρικούς δυσλειτουργικούς χαρακτήρες έτοιμους να αντιπαραβάλουν την παιδική τους αφέλεια απέναντι σε διάφορα «προβλήματα μεγάλων».
Το Asteroid City συγκεντρώνει ένα ensemble cast αξιοζήλευτης λάμψης (μεταξύ άλλων τους Jason Schwartzman, Scarlett Johansson, Tom Hanks, Jeffrey Wright, Tilda Swinton, Bryan Cranston, Edward Norton, Adrien Brody, Liev Schreiber, Hope Davis, Rupert Friend, Maya Hawke, Steve Carell, Matt Dillon, Hong Chau, Willem Dafoe, Margot Robbie και Jeff Goldblum) και αφορά την ιστορία μιας φανταστικής αμερικανικής πόλης της ερήμου το έτος 1955 και του Junior Stargazer συνεδρίου που λαμβάνει χώρα σε αυτή, το οποίο συγκεντρώνει μαθητές και γονείς από όλη τη χώρα για ακαδημαϊκούς διαγωνισμούς, ξεκούραση/αναψυχή, κωμωδία, δράμα, ρομάντζο και πολλά άλλα.
Αν κάποια από τα παραπάνω ονόματα φαντάζουν σταθερές αξίες μέσα στο ευρύτερο Anderson-verse, είναι διότι ο Anderson αρέσκεται να δουλεύει με τους ίδιους ηθοποιούς ξανά και ξανά, χτίζοντας με τα χρόνια μια αμφίδρομα δημιουργική σχέση μαζί τους, η οποία αφήνει χώρο στον κάθε ηθοποιό να «παίξει» με τον χαρακτήρα του, ώστε εκείνος θα χωρέσει αρμονικά εν τέλει στο αυστηρά οριοθετημένο σύμπαν του σκηνοθέτη. Αναλογιζόμενοι λοιπόν του τι κάνει έναν χαρακτήρα του Άντερσον εξαρχής σπουδαίο και ποια είναι εκείνα τα στοιχεία που διέπουν τη δημιουργία του -ώστε αυτός να καταλήξει αξιομνημόνευτος- μάλλον έφτασε η ώρα να περιηγηθούμε στις ταινίες της μέχρι τώρα φιλμογραφίας του σκηνοθέτη και να ανατρέξουμε σε 10 από τις πιο αγαπημένες κινηματογραφικές φιγούρες που μας έχει δώσει όλα αυτά τα χρόνια.
Mr. Fox (George Clooney) — Fantastic Mr. Fox (2009)
Πρώτη του Wes Anderson στον χώρο του stop-motion animation, ο Φανταστικός κύριος Φοξ στηρίχθηκε σε μεγάλο βαθμό στους τριχωτούς ώμους του χαρισματικού και τετραπέρατου πρωταγωνιστή του. Ο κος Φοξ ήθελε τον κατάλληλο voice actor που θα συνδύαζε τη γοητεία ενός ξεπεσμένου bon viveur -και νυν οικογενειάρχη- με εκείνα τα χαρακτηριστικά ενός ανώριμου δολοπλόκου, ο οποίος διακατέχεται από μια εσφαλμένη αίσθηση υπερβολικής αυτοπεποίθησης και μια αδυναμία στο να αποδεχθεί ότι τα καλύτερά του χρόνια έχουν περάσει ανεπιστρεπτί. Κανένας καταλληλότερος δηλαδή από τον George Clooney, o οποίος επισκέφτηκε μερικούς από τους πιο αξιομνημόνευτους ρόλους της καριέρας του για να βρει εκείνα ακριβώς τα στοιχεία που θα έκαναν τον Mr. Fox έναν από τους πιο αγαπημένους ήρωες του Αnderson-ικού σύμπαντος. Ο αλεπουδίσιος κλέφτης – δημοσιογράφος είχε τη μεθοδικότητα του Danny Ocean, την αυτοσχεδιαστική ικανότητα του Jack Foley από το Out of Sight και το θράσος του Ulysses Everett McGill από το O Brother, Where Art Thou?. Το σχέδιό του να ληστέψει τους αγρότες Boggis, Bunce και Bean ήταν εξαρχής αρκούντως επικίνδυνο όσο και… ηλίθιο, όμως ο ίδιος σε έπειθε όχι μόνο να το πιστέψεις αλλά και να το ακολουθήσεις μέχρι τέλους. Μια φανταστική ερμηνεία και σίγουρα ένας από τους πιο ιδιαίτερους κεντρικούς ήρωες της φιλμογραφίας του Anderson.
Klaus Daimler (Willem Dafoe) – The Life Aquatic With Steve Zissou (2004)
Δύσκολο να αντιπαθήσει κανείς τον φτωχό συκοφάντη Klaus Daimler -σε ένα παράλληλο σύμπαν κάτι σαν μακρινό συγγενή του Dwight Schrute από το The Office– ο οποίος προσπαθεί διακαώς να κερδίσει τον σεβασμό του καπετάνιου του Steve Zissou. Το δεξί χέρι του καπετάνιου – πάτερ φαμίλια του πληρώματος του πλοίου Belafonte, αδυνατώντας να αντιληφθεί τον ελάχιστο σεβασμό που λαμβάνει ο ίδιος ο προβληματικός Zissou από τον περίγυρό του, μοιάζει με ένα παιδί που θέλει διακαώς την προσοχή των γονιών του και εναντιώνεται διαρκώς σε όσους νιώθει ότι αποτελούν ανταγωνισμό για εκείνον -όπως στον Ned του Owen Wilson, χαμένο γιό του Zissou. Ο Willem Dafoe κλέβει πολλές φορές την παράσταση από το υπέρλαμπρο cast της ταινίας, με βασικά «όπλα» μια βαριά Herzog-ική προφορά και ένα απαράμιλλο κωμικό timing. Στο 2ο μισό του έργου δε, η σχέση του με τον Zissou αλλά και με το υπόλοιπο πλήρωμα του πλοίου ολοκληρώνεται με τρόπο που αυτομάτως κάνει τον Klaus Daimler έναν εκ των πληρέστερων χαρακτήρων του Anderson-ικού σύμπαντος.
Dignan (Owen Wilson) – Bottle Rocket (1996)
Ο δολιότερος και ο εξυπνότερος από όλους τους ονειροπόλους του Bottle Rocket, ηγέτης των ευγενών losers και αδιαμφισβήτητα η κυρίαρχη φιγούρα του ντεμπούτου του Wes Anderson, ο Dignan του Owen Wilson εξακολουθεί να είναι μέχρι και σήμερα ένας από τους καλύτερους χαρακτήρες που εμφανίστηκε ποτέ σε έργο του σκηνοθέτη. Φαινομενικά δείχνει να ενδιαφέρεται μονάχα για 2 πράγματα: το αραλίκι με τους φίλους του και την οργάνωση ληστειών. Συχνά τα 2 αυτά πράγματα έρχονται το ένα να καλύψει το άλλο, δίνοντας την αφορμή στον Dignan να δεθεί ακόμα περισσότερο με τους κολλητούς του. Όπως αρκετοί χαρακτήρες του Anderson, ο Dignan είναι εντελώς ανίκανος να εκτελέσει τα πολυάριθμα και περίπλοκα σχέδιά του, καθώς οι μακροχρόνιες προσπάθειές του για ληστείες ή απόπειρες απόδρασης συνήθως καταρρέουν μέσα σε δευτερόλεπτα. Ωστόσο δεν είναι το είδος του ανθρώπου που πελαγώνει όταν τα προσεκτικά ενορχηστρωμένα σχέδιά του ξαφνικά αποτυγχάνουν. Αυτοσχεδιάζει πάντοτε αποφασιστικά και άμεσα, ενώ στο τέλος της ημέρας, το μόνο πράγμα που πραγματικά τον ρίχνει είναι οι περιστασιακοί καβγάδες με τους αγαπημένους του φίλους. Αν και του λείπουν οι ακραίες ιδιορρυθμίες μερικών από τους μεταγενέστερους χαρακτήρες του Anderson, ο Dignan είναι η καρδιά του κινηματογραφικού ντεμπούτου του σκηνοθέτη.
Captain Sharp (Bruce Willis) – Moonrise Kingdom (2012)
Οι καλύτερες ερμηνείες σε μια ταινία του Anderson -και επομένως αυτές που δίνουν και τους πιο αξιομνημόνευτους χαρακτήρες- προέρχονται από δύο αντίθετα στρατόπεδα: Στο πρώτο, υπάρχουν ηθοποιοί που κατανοούν τον ρόλο και κάνουν ό,τι μπορούν για να συνδυαστούν με τον ιδιοσυγκρασιακό διάλογο και την οπτική παρουσίαση του σκηνοθέτη. Το δεύτερο όμως στρατόπεδο είναι κάπως πιο ιδιαίτερο: αφορά ηθοποιούς που υπερβαίνουν την αρχική τους αποστολή, παίρνουν ό,τι υπάρχει στο σενάριο και δημιουργούν μια λεπτή, ρεαλιστική φιγούρα που υπό άλλες συνθήκες θα μπορούσε να είναι ένα κινούμενο -γαρ αξιαγάπητο- κλισέ. Ο Bruce Willis κάνει το τελευταίο ως Captain Sharp στο Moonrise Kingdom. Ως ο αγαπημένος αρχηγός ολόκληρου του αστυνομικού τμήματος του New Penzance Island, ο Willis είναι αληθινά κουρασμένος και αληθινά ειλικρινής. Σε ένα καστ γεμάτο με αξιόλογες ερμηνείες που ακροβατούν στα λεπτά όρια ενός καλό-γραμμένου cartoon (όπως ο Scout Master Ward του Edward Norton, ο οποίος είναι τόσο ντελικάτος που σχεδόν γίνεται αυτό-παρωδία των περισσοτέρων τυπικών Wes Anderson ηρώων), ο ερωτοχτυπημένος και μοναχικός Captain Sharp του Willis είναι ο χαρακτήρας που ο θεατής αισθάνεται περισσότερο σαν πραγματικό πρόσωπο. Είναι εύκολο να φανταστεί κανείς τον χαρακτήρα να φαίνεται και να ακούγεται πολύ διαφορετικός με κάποιον άλλο σε αυτόν τον ρόλο. Σε αυτή τη περίπτωση όμως, το Moonrise Kingdom θα ήταν φτωχότερο κατά έναν πραγματικά σπουδαίο ηθοποιό, o οποίος έχει αποδείξει πολλάκις την αξία του σε εσωτερικότερες ερμηνείες από εκείνες των -πολύ αγαπημένων- action heroes που μας έχει μάθει όλα αυτά τα χρόνια.
Suzy (Kara Hayward) – Moonrise Kingdom (2012)
To κυνηγημένο ζευγάρι των νεαρών «εραστών» του Moonrise Kingdom έχει από τη μια τον ορφανό Sam Shakusky, έναν εκκολαπτόμενο Clyde Barrow με μένος για τον κόσμο του οποίου δεν ήθελε να είναι μέλος. Από την άλλη, υπάρχει η Suzy Bishop ως μια ανήλικη Bonny Parker, μακράν η πιο «επικίνδυνη» εκ των δύο φυγάδων -η οποία έχει μεν ακόμα οικογένεια, αλλά και έναν ακατανόητο θυμό, ο οποίος εξωτερικεύεται σε πρωτοφανείς εκρήξεις οργής. Λατρεύει τα μυθιστορήματα φαντασίας και τη γαλλική pop μουσική, ενώ παλεύει διαρκώς με την οξύθυμή της πλευρά, σε έναν βαθμό που μοιάζει αρκούντως ρεαλιστικός για ένα παιδί της ηλικίας της -αν και συνάμα λίγο τρομακτικός. Εξίσου περίπλοκη με τον ρομαντικό ομόλογό της -αν όχι περισσότερο- η Suzy είναι και αυτή μια μοναχική νεαρή κοπέλα με εμφανή τα πρώτα σημάδια της κατάθλιψης στον χαρακτήρα της, την οποία διαρκώς παραμελούν οι γονείς της ή προσπαθούν να τη «διορθώσουν» μέσω βιβλίων γονικής καθοδήγησης (με τίτλους όπως… «Αντιμετωπίζοντας το Προβληματικό Παιδί»). Η υπέρ-στυλιζαρισμένη εικόνα της Suzy μπλέκει έξοχα με τη ψύχραιμα γειωμένη ερμηνεία της Kara Hayward, κάνοντας την αξέχαστη αυτή ηρωίδα ένα πετυχημένο κράμα από Matilda Wormwood (από το ομότιτλο βιβλίο του Roand Dahl) και Anna Karina του Godard-ικού Pierrot Le Fou.
Margot Tenenbaum (Gwyneth Paltrow) – The Royal Tenenbaums (2001)
Η υιοθετημένη κόρη του Royal και της Etheline Tenenbaum μεγάλωσε ως ταλαντούχα νεαρή συγγραφέας, δημιουργώντας έργα που κέρδισαν άμεση αναγνώριση και έφεραν την επιτυχία νωρίς στην καριέρα της. Ακολουθώντας όμως μια πορεία παράλληλη με τα αδέρφια της Chas (Ben Stiller) και Richie (Luke Wilson), η ζωή της μπαίνει σε μια παρεκκλίνουσα πορεία τα τελευταία χρόνια, καθώς προτιμάει να περνάει τις περισσότερες μέρες της καθισμένη σε μπανιέρα βλέποντας τηλεόραση και καπνίζοντας – όλα ταυτόχρονα, φυσικά. Παντρεμένη με τον Raleigh St. Clair του Bill Murray, έναν εξειδικευμένο ψυχολόγο, η Margot παραμένει εξαιρετικά απόμακρη και το μόνο άτομο στο οποίο επιτρέπει μια μικρή ματιά στις προσωπικές της σκέψεις και συναισθήματα είναι ο Richie. Η Margot είναι αδιαμφισβήτητα ο πιο πολύ-σύνθετος χαρακτήρας που δημιούργησε ποτέ ο Άντερσον και σίγουρα ο πιο απαιτητικός που χρειάστηκε να ενσαρκώσει στη καριέρα της, η εξαιρετική εδώ Gwyneth Paltrow. Στο τέλος του The Royal Tenenbaums γνωρίζουμε πλέον τόσα πολλά για τη Margot όσα και στην αρχή -σχεδόν τίποτα δηλαδή. Σίγουρα μαθαίνουμε λίγα πράγματα για το παρελθόν της, αλλά το ποια είναι πραγματικά, τι θέλει από ζωή της και τι την κάνει ευτυχισμένη – όλα αυτά παραμένουν ένα μυστήριο. Το μόνο που μένει είναι μια μόνιμα βαριεστημένη καπνίστρια που μοιάζει με την Nico των Velvet Underground, η τέλεια προσωποποίηση όλων των αποτραβηγμένων και κυκλοθυμικών ατόμων που φαντάζουν αδύνατον να αποκωδικοποιηθούν.
M. Gustave (Ralph Fiennes) – The Grand Budapest Hotel (2014)
Αν οι ταινίες του Anderson ειδικεύονται σε κάτι, αυτό είναι σίγουρα οι προβληματικές πατρικές φιγούρες. Ο πρωταγωνιστής του The Grand Budapest Hotel M. Gustave, ωστόσο, είναι κάτι εντελώς διαφορετικού μεγέθους. Σε πρώτο βαθμό φέρει με αρκετά χαρακτηριστικό τρόπο όλα τα κύρια γνωρίσματα του Royal Tenenbaum, του Steve Zissou και των υπολοίπων ομοιών τους. Πέρα από αυτό όμως, ο Gustave έχει και μια κλάση που ίσως λείπει από την υπόλοιπη παρέα δυσλειτουργικών «μπαμπάδων» που αναφέρθηκαν νωρίτερα. Είναι μοναδικά ευγενής, ευαίσθητος και ευγενικός, όχι μόνο για λόγους επίδειξης (αν και ο Ralph Fiennes τον διαποτίζει με άφθονη ματαιοδοξία), αλλά επειδή είναι μέρος του ενστικτώδους εσωτερικού του κώδικα. Όπως κάθε σπουδαίος διευθυντής ξενοδοχείου, ο Gustave έχει μια διαισθητική ροπή προς τις ανάγκες των άλλων, τόσο τις σωματικές όσο και τις συναισθηματικές. Μπορεί να κορδώνεται διαρκώς σαν παγώνι, αλλά είναι και ένας καλός φίλος, έντιμος στον πυρήνα του και ο μοναδικός μάλλον χαρακτήρας του Anderson του οποίου το δικαίωμα για υπερβολική αυτοεκτίμηση μοιάζει πραγματικά κερδισμένο.
Herman Blume (Bill Murray) – Rushmore (1998)
Ο Bill Murray έχει γίνει τακτικός συνεργάτης του Wes Anderson όλα αυτά τα χρόνια και κοιτάζοντας τους πολυάριθμους ρόλους που του δίνει ο σκηνοθέτης είναι εύκολο να καταλάβουμε το γιατί. Ενώ ο Murray εμφανίζεται σταθερά σε όλες τις ταινίες του Anderson -με εξαίρεση το ντεμπούτο του σκηνοθέτη, Bottle Rocket– είναι η πρώτη τους συνεργασία που έδωσε τον πιο αξέχαστο και ξεχωριστό χαρακτήρα όλων, δηλαδή τον Herman J. Blume. Ένας πλούσιος βιομήχανος, ο Blume είναι ο απόλυτα επιτυχημένος καπιταλιστής. Έχει κατακτήσει κάθε πρόκληση που αντιμετώπισε στη μέχρι τώρα επιχειρηματική του ζωή και πλέον, στα τέλη της μέσης ηλικίας του αρχίζει να συνειδητοποιεί ότι δεν έχει τίποτα άλλο να πετύχει. Δεν υπάρχει τελική ανταμοιβή για όλη αυτή τη σκληρή δουλειά. Η οικογένειά του -συμπεριλαμβανομένης της άπιστης συζύγου του και των απόμακρων, κακομαθημένων παιδιών του- τον περιφρονεί και δεν μπορεί παρά να νιώθει το ίδιο γι’ αυτούς. Καταθλιπτικός και υποχωρώντας σταδιακά στον αλκοολισμό, ο Blume είναι ένας μοναχικός άνθρωπος που χρειάζεται απεγνωσμένα κάτι να τον απασχολήσει και να κρατήσει το ενδιαφέρον του. Entering Max Fischer λοιπόν, το παιδί-θαύμα του Rushmore που κερδίζει αμέσως τον Blume με την ευφυΐα και την εξωστρεφή του φύση. Εμφανιζόμενος αρχικά ως βοηθός του έφηβου Max στην ταινία – παραδίδοντας τα γράμματά του και ακολουθώντας τις οδηγίες του – ο Blume τελικά γίνεται αντίπαλος του, με τους δύο να προσπαθούν να κερδίσουν το ερωτικό ενδιαφέρον της καθηγήτριας Rosemary Cross. Αν και πρώιμο δημιούργημα του Anderson, ο Blume του Murray παραμένει από τους πιο λεπτό-γραμμένους και περίπλοκους χαρακτήρες του σκηνοθέτη, για τον οποίο αισθάνεται κανείς μια παράδοξη συμπάθεια σε όλη τη διάρκεια της ταινίας. Είναι αστείος και τραγικός ταυτόχρονα, επιτυγχάνοντας μια λεπτή ισορροπία που λίγοι ηθοποιοί μπορούν να ακροβατήσουν τόσο καλά σε αυτήν όσο ο Bill Murray.
Max Fischer (Jason Schwartzman) – Rushmore (1998)
Πέρα από το γεγονός ότι το “Rushmore” ήταν η πρώτη ουσιαστική επιτυχία του Anderson -η οποία έβαλε επίσης για τα καλά και τον Jason Schwartzman στο κινηματογραφικό προσκήνιο- ο Max Fischer φαίνεται να ενσαρκώνει πολλά από τα κλασσικά Anderson-ικά στοιχεία των κλασσικών μετέπειτα ηρώων του σκηνοθέτη. Το Rushmore, όπως και το Bottle Rocket νωρίτερα, είναι ταινίες γεμάτες φιλόδοξους ονειροπόλους ανθρώπους που διψούν για φήμη και γεμάτους με μια νεανική επαναστατική διάθεση. Περισσότερο από οτιδήποτε άλλο όμως, θέλουν απλά να κάνουν το κομμάτι τους και είναι αποφασισμένοι είτε να πετύχουν, είτε να πέσουν ένδοξα στο βωμό της προσπάθειας. Αυτή η φιλοσοφία μοιάζει επίσης με τη διαδικασία δημιουργίας μιας ανεξάρτητης ταινίας: μεγάλη φιλοδοξία, δημιουργική επίλυση των διαφόρων προβλημάτων που θα εμφανιστούν, μερικοί αφοσιωμένοι σύμμαχοι και ένα πελώριο εγώ που αψηφά κάθε κριτική και κακουχία. Το παιδί-θαύμα και θεατρικός ιμπρεσάριος του γυμνασίου, Max, μοιάζει με την πιο ειλικρινή και άμεση προσωποποίηση αυτών των ιδεών. Ο Max είναι το είδος του παιδιού που επικεντρώνεται τόσο πολύ στον στόχο του -το ανέβασμα μιας θεατρικής μεταφοράς του Serpico– που αδιαφορεί για τις υπόλοιπες σχολικές του υποχρεώσεις. Όταν τον διώχνουν από το ιδιωτικό του σχολείο εκείνος δεν πτοείται, αλλά γράφει ένα πρωτότυπο έργο για τον πόλεμο του Βιετνάμ γεμάτο εξωφρενικές λεπτομέρειες και έμφαση στη λεπτομέρεια, με σκοπό να το ανεβάσει στο νέο του σχολείο. Είναι δύσκολο να μην δεις τον Anderson, έναν σκηνοθέτη που αγαπά το πλούσιο production design και τη χειροποίητη του αισθητική, πίσω από τον ίδιο τον Max. Ο Μαξ είναι, περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, ένας αποφασιστικός καλλιτέχνης με μεγάλες ιδέες, απαιτητικά standards και με μια διαβολεμένη αίσθηση εικαστικού περφεξιονισμού που δεν θα λογαριάσει την έλλειψη πόρων ή ακόμα και την ίδια τη σωματική του ακεραιότητα ώστε να επιτύχει τους στόχους του.
Royal Tenenbaum (Gene Hackman) – The Royal Tenenbaums (2001)
Από όλους τους προβληματικούς ήρωες – πατρικές φιγούρες των ταινιών του Anderson, η κορυφή ανήκει αναμενόμενα και εντελώς φυσιολογικά στον Royal Tenenbaum του σπουδαίου Gene Hackman. Ο ηθοποιός από την Καλιφόρνια, στην προ-προ-τελευταία κινηματογραφική του εμφάνιση παραδίδει μια υπερβατική ερμηνεία που σπάει περιστασιακά το ασφυκτικό στυλ που απαιτεί ο Anderson από τους ηθοποιούς του, αγγίζοντας έναν συναισθηματικό πυρήνα που κανένας χαρακτήρας των μετέπειτα ταινιών του δεν κατάφερε. Και αυτό είναι που απογειώνει εντελώς τον ήδη αποξενωμένο από την οικογένειά του χαρακτήρα του Royal, κάνοντάς τον ακόμα πιο απόμακρο και απομονωμένο από όσο ήδη είναι – υπογραμμίζοντας το συναισθηματικό κενό που τον χωρίζει από τα αγαπημένα του πρόσωπα με ένα εντελώς διαφορετικό ύφος. Αν τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειάς του μοιάζουν κάπως με καλογραμμένα cartoons ή χαρακτήρες ενός μυθιστορήματος του J.D. Salinger, ο Royal μοιάζει με εκείνον τον μακρινό συγγενή που οφείλει κανείς να μείνει μακριά του, ο οποίος είναι γεμάτος τύψεις, κακίες και μια προφανή ικανότητα χειραγώγησης. Η προσπάθειά του να βοηθήσει την οικογένειά του και να εξιλεωθεί για τη πορεία που την οδήγησε όλα αυτά τα χρόνια -όντας τόσο προβληματικός στον πυρήνα του- είναι και το κερασάκι της τούρτας που καθιστά τον Royal Tenenbaum ως τον απόλυτο Anderson-ικό «ήρωα».