Στα πλαίσια του 17ου Διεθνούς Λογοτεχνικού Διαγωνισμού Ποίησης και Πεζογραφίας της Ένωσης Λογοτεχνών Βορείου Ελλάδος με θέμα τα “200 χρόνια ελεύθερου βίου, 1821-2021” η Ολυμπία Τσικαρδάνη κέρδισε τον πρώτο έπαινο για την συμμετοχή της με το ποίημα “Η μνήμη γονατίζει”.
Το ποίημα αναφέρεται στη δύναμη που έχει η μνήμη της ιστορίας να καθηλώνει και να συνεπαίρνει τον επισκέπτη του “Κήπου των Ηρώων” στην πόλη του Μεσολογγίου. Μια πόλη που ονομάστηκε ιερή, γιατί αντιστάθηκε στην υποταγή και δίδαξε τη δύναμη της ελευθερίας στη σκέψη και στη βούληση των ανθρώπων.
Η μνήμη γονατίζει
(Στον κήπο των Ηρώων)
Ο νους μου ο πολυπλάνητος σε ίσκιους της πατρίδας
πολλές φορές ταξίδεψε ακούγοντας φωνές
κι εστάθη αλάλητος, σκυφτός και ηλιοχτυπημένος
εμπρός σε τείχη, σε ναούς και σε πικρούς γιαλούς
μ’ ένα παράπονο βουβό για γονικούς χαμούς.
Μα αντάριασα και θόλωσα σε τούτο τ’ αλωνάκι.
Στον Κήπο των Ηρώων σκορπάει η ψυχή σα σύννεφο.
Ακρολυγούν τα γόνατα και στη θνητή παλάμη
χύνεται αθάνατο ένα φως που κάνει το φεγγάρι
να μοιάζει αλλόκοτο, πικρό, σα μοιρολόϊ πνιχτό.
Δίπλα μου σέρνονται σκιές και πληγωμένοι αρχόντοι
λυσσομανά η φωνή μανάδων και παιδιών
που αφήκαν την αγκάλη τους μισή και πεινασμένη.
Χώμα το χώμα ακροπατώ. Μην τύχει και πονέσω τη θυσία.
Στον Τύμβο των ηρώων προσκυνώ. Δίπλα λευκή, ανθίζει μια ορτανσία.
Στο σύθαμπο του δειλινού σχίζει τα σπλάχνα μου
η φωνή του Σολωμού. «Άκρα του τάφου σιωπή…»
Ο θρήνος απ’ το Τζάντε σαν αεράκι φτάνει εδώ στ’ ακροθαλάσσι,
στίχος καημός, φαρμάκι διπλοκέραστο, δάκρυ μαργαριτάρι.
Με συνεπαίρνει η φωνή του ξεναγού. Χαϊδεύω το ιερό ξερό χορτάρι.
Κάτω στη λιμνοθάλασσα η μνήμη γονατίζει.
Οι λαμνοκόποι φέρνουνε τη βάρκα του Μιαούλη
που νύχτες πέρναγε κρυφά νικώντας τα κανόνια
σα σκιρτημός ελεύθερος, σαν αγιασμός στο αίμα.
Μια τολμηρή σκιά γλιστρά στης ιστορίας το πνέμα..
Κάπου εδώ, στο χρόνο, αναπαύεται του Μπάυρον η καρδιά.
Ακούγεται ο χτύπος της καθώς στα στήθη μέσα
φώλιασε η αγάπη του για μια Ελλάδα ξάστερη σε μυρωμένο ίσκιο.
Τις νύχτες τ’ άσπρα του φορεί και καρτερεί κι όλο ρωτάει.
Ήρθε στ’ αλήθεια η λευτεριά; Παράμερα η Αθηνά στέκει και τον φυλάει.
Πίσω απ’ το μονοπάτι χιλιάδες μοίρες περπατούν. Του Μπότσαρη,
του Μήλιου και του Θέμελη, του Ιταλού Ραζιέρι, του Μάγερ
που σκοτώθηκε δίπλα στα Χρονικά του. Του Κασομούλι
που έδινε ψωμί στα γυναικόπαιδα, όπλα και πικραλίθρες.
Κι αν το κορμί τους χάθηκε, έθρεψαν με τη σάρκα τους αλάλητες αλήθειες.
Οι ήρωες δεν κείτονται στο χώμα. Γινήκαν δέντρα, ουρανός και χνάρια στο σκοτάδι.
Σαλεύουν μέσα μου οι κραυγές κι οι τάφοι τους ανοίγουν.
Ορθώνονται ολόκορμοι και σιγομουρμουράνε : «Στο αίμα σου κυλάει η γης,
στη γη σου δες το αίμα…» Σύγκορμη νιώθω την αιώνια φωνή, ακούω τι μου ζητάνε.
Στο δέρμα μου οι παλιές πληγές κι οι τωρινές λαβωματιές ανοίγουν και πονάνε……
Τσικαρδάνη Ολυμπία