Η Πρωτομαγιά στη Δυτική Μακεδονία συνδέεται με ποικίλα έθιμα γονιμικού κυρίως χαρακτήρα, και τραγούδια.
Έτσι, στη Βλάστη Κοζάνης πρωΐ πρωΐ αδειάζουν τα αγγεία και φέρνουν φρέσκο νερό από τη βρύση. Τα παιδιά κόβουν κλάδους οξιάς και τους φέρνουν στους γύρω από το χωριό λόφους, όπου κυρίως τα κορίτσια στήνουν χορούς, « πιάνοντας το Μάη». Στολίζουν τις μέσες τους με λυγαριές, για να μην τους πονάει τον Ιούνιο στον θερισμό. Στο Τσακνοχώρι Βοϊου στολίζουν τις πόρτες των σπιτιών με πρασινάδες, ενώ στη Γαλατινή κρεμούν στη βρύση ένα πράσινο κλαδί και τρώνε κάτι πρωΐ – πρωΐ, για να « μην τους τσακίσ΄ ο κούκος». Στην πόλη της Φλώρινας πρωί ανεβαίνουν στον λόφο του Αγίου Παντελεήμονα και συναγωνίζονται ποιος θα μαζέψει πρώτος λουλούδια, να φτιάξουν στεφάνια που στεφανώνονται οι ίδιοι και φροντίζουν και να τα κρεμάσουν πρώτοι στην εξώπορτα του σπιτιού τους και να πιάσουν πρώτοι τον Μάη, για το καλό, για γούρι. Εκεί στον λόφο οι Φλωρινιώτες παραδοσιακά μέχρι σήμερα χαίρονται τη φύση, χορεύουν και τραγουδούν. Επικαλούνται επίσης τον άγιο Ιερεμία, που γιορτάζει τη Πρωτομαγιά, για να φύγουν από τα σπίτια τους ποντίκια, φίδια κλπ. με την έλευση του Μάη. Έτσι χτυπώντας τον μασά, ένα μέλος της οικογένειας, γυρίζει την παραμονή όλο το σπίτι και τους βοηθητικούς χώρους του φωνάζει μεταξύ άλλων: «Γιερεμία, συντελεία στα ποντίκια ( ή στα φίδια κλπ. )», ή «φύγετε γάτες, φίδια, ποντίκια, γιατί έρχεται ο Μάης .»
Και στα τραγούδια της Πρωτομαγιάς οι κάτοικοι της Δυτικής Μακεδονίας θεωρούν τον Μάη ως τον κατ’ εξοχήν μήνα της άνοιξης και τον προπομπό του καλοκαιριού. Έτσι το παρακάτω πολύ γνωστό και ευρύτατα διαδεδομένο τραγούδι το τραγουδούν την Πρωτομαγιά στην Κοζάνη και αλλού, όταν οι οικογένειες γυρίζουν στολισμένες με πρασινολούλουδα από την εξοχή. Είναι η εποχή που με τη βελτίωση του καιρού είναι πλέον εφικτά τα μακρινά ταξίδια και η επιστροφή των ξενιτεμένων στο γενέθλιο τόπο τους: Τώρα Μαγιά, τώρα δροσιά, τώρα το καλοκαίρι, Τώρα φουντώνουν τα κλαριά και βγάζ΄ η γη χορτάρι, τώρα κι ο ξένος βούλεται να πάγει στα δικά του. Νύχτα σελώνει τ’ άλογο, νύχτα το καλιγώνει. Βάζει τα πέταλα αργυρά, καρφιά μαλαματένια. Βάζει τα φτερνιστήρια του, ζώνει κι του σπαθί του Κι η κόρη που τον αγαπά κρατεί κερί και φέγγει. Με το ‘να χέρι το κερί, με τ’ άλλο το ποτήρι κι όσα ποτήρια τον κερνά, τόσες βουλές του λέει: – Πάρε μ΄, αφέντη μ΄, πάρε με κι εμένανε κοντά σου, να μαγειρεύω να δειπνάς, να στρώνω να κοιμάσαι, να γίνω κι ασημόκουπα να πίνεις το κρασί σου. Εσύ να πίνεις το κρασί κι εγώ να λάμπω μέσα. – Κει που πηγαίνω, κόρη μου, γυναίκες δεν διαβαίνουν, Κει ’ναι λύκοι στα βουνά και κλέφτες στα ντερβένια κι εσένα παίρνουν, κόρη μου, κι εμένα με σκλαβώνουν.
Σε χορευτικό τραγούδι ακολουθεί παραλλαγή του από τον Πελεκάνο Βοϊου, ο λαός εκδηλώνει την προσμονή του για τον Μάη και την άνοιξη που φέρνει: Μάη, Μάη , χρυσομάη, τι μας άργησες και δεν φάνηκες, να μας φέρεις τα λουλούδια και την άνοιξη; Λούσου κι άλλαξε, μπεΐνα, κοντά μου πλάγιασε. Για ’τος, για ’τος από πέρα, με τριαντάφυλλα, με καρόφυλλα. Σε άλλο τραγούδι, πολύ διαδεδομένο επίσης στον δυτικομακεδονικό χώρο, ο Μάης θεωρείται ο μήνας, που παράλληλα με το ξύπνημα της φύσης μετά τη βαρυχειμωνιά, προκαλεί διέγερση ερωτικών αισθημάτων, γι’ αυτό και διατυπώνονται σχετικές συμβουλές.
Άλλωστε γενικότερα ο Μάης, καθώς έχει συνδεθεί παρετυμολογικά με τη μαγεία, είναι μήνας συνδεδεμένος με ποικίλες προλήψεις και δεισιδαιμονίες. Κι εμείς το Μάη τον ξέρουμε πως είναι σκανταλιάρης, που σκανταλίζει όμορφες χήρες και μαυρομάτες ! Το Μάη κρασί μην πίνετε, όξω μην κοιμηθείτε. Τρία παιδιά παλάβωσαν και πήραν τα σοκάκια. Σέρνουν ψωμί για τα σκυλιά και κρέας για τ’ αγρίμια, σέρνουν κι αγαποβότανο γι΄ αυτές τις μαυρομάτες. Στο παρακάτω τραγούδι από τα πολλά σχετικά της επαρχίας Βοϊου Κοζάνης, διατυπώνονται οι προσδοκίες όχι μόνο του ανθρώπου, αλλά και των άλλων ζωντανών οργανισμών, από τον όμορφο μήνα της άνοιξης, που στ΄ όνομά του εξυμνούνται οι ομορφιές της φύσης και της ζωής: Απρίλη, Απρίλη δροσερέ, Μάη καμαρωμένε, σε μήνυσαν, Μάη μου, τα πρόβατα ν΄ αξιώνεις ( = αυξάνεις ) τα χορτάρια, Σε μήνυσαν οι όμορφες ν΄ αξιώνεις τα λουλούδια, σε μήνυσαν και τα πουλιά της άνοιξης τ΄ αηδόνια ν΄ αξιώνεις τα κοντά κλαδιά και τα ψιλά δενδράκια.
Την ίδια μέρα οι γυναίκες συνηθίζουν να συγκεντρώνουν τα χόρτα που χρησιμοποιούν για τα φάρμακα (βότανα) και να βγάζουν το ασπρόχωμα ή ασημόχωμα που προορίζεται για λούσιμο όλο το χρόνο. Πιστεύουν ότι έτσι η ψώρα και οι λειχήνες εξαλείφονται. Μάλιστα η εξαγωγή του χώματος αυτού από συγκεκριμένο σημείο γινόταν με συμμετοχή πολλών γυναικών μαζί και με τραγούδια. Ο σεβασμός προς τους νεκρούς, οι οποίοι ευρίσκονται ακόμη πάνω στη γη και ετοιμάζονται να ξαναμπούν στους τάφους οδηγεί τις γυναίκες στα νεκροταφεία προκειμένου να καθαρίσουν τους τάφους από τα χόρτα, να τους ασβεστώσουν και να τους περιποιηθούν, να ανάψουν κεριά και όταν γυρίσουν στα σπίτια να φτιάσουν πίττα που μοιράζουν στη γειτονιά και στους φτωχούς για συχώριο.