Το (δύσκολο) ερώτημα για τον μεγαλύτερο Γάλλο ηθοποιό ισορροπεί ανάμεσα στους Γκαμπέν, Ντελόν, Μπελμοντό, Τρεντινιάν, ακόμα και Ντεπαρτιέ. Αν διερωτάσαι όμως για την Εικόνα του γαλλικού σινεμά τότε το πράγμα απλοποιείται. Και σήμερα γίνεται 86 χρονών.
Η ζωή του Ντελόν είναι μια από εκείνες τις εντελώς συναρπαστικές διαδοχές μυθιστορηματικών συμβάντων που η σημερινή πολιτική ορθότητα έχει εξανεμίσει. Ο Ντελόν, πριν τα 30, ήταν μεγαλοπαραγωγός, είχε πάει τέσσερα χρόνια στρατιώτης, είχε αποβληθεί απ΄ όλα του τα σχολεία, είχε πολεμήσει σαν πεζοναύτης, είχε κάνει και δέκα δουλειές, είχε έναν ερωτικό δεσμό που παραμύθιαζε όλη την Ευρώπη (με την Ρόμυ Σνάιντερ), είχε δηλώσει Γκωλικός και δεξιός (σήμερα θα είχε ξεχάσει την επαγγελματική του καριέρα, τότε ο μαρξιστής Λόουζι δεν είχε κανένα θέμα να τον θέλει πρωταγωνιστή του) ε, και είχε κάνει (δύο) Βισκόντι, Αντονιόνι, Κλεμάν και πάει λέγοντας.
Η επίσημη εμφάνιση του Ντελόν στα κινηματογραφικά πράγματα γίνεται με το «Γυμνοί στον Ήλιο» του Ρενέ Κλεμάν, κλασική μεταφορά του «Ταλαντούχου Κου Ρίπλεϊ» της Χάισμιθ (που φημολογείται πως ήταν λάτρης της ανάγνωσης Ντελόν στο ρόλο του Ρίπλεϊ), ενώ την επόμενη χρονιά ο Βισκόντι τον κάνει Ρόκκο στο νεορεαλιστικό αριστούργημα ο «Ρόκκο και τ’ Αδέλφια του». Την επόμενη χρονιά παίζει στο θέατρο με την Ρόμυ Σνάιντερ ένα θεατρικό σε κείμενο του Τζον Φορντ (Άγγλου θεατρογράφου, όχι του σκηνοθέτη), το «‘Tis a Pity She Was a Whore» (αναφέρεται και ο Μπάουϊ στο κύκνειο άσμα του, είναι και ταινία του ’71 με την Σαρλότ Ράμπλινγκ!), ενώ το ’63 βρίσκεται βέβαια στον υπερμεγέθη «Γατόπαρδο».
Ο Ντελόν ένα πράγμα δεν κατάφερε ποτέ, την απήχηση στην Αμερική. Ήταν τεράστιος σταρ σχεδόν παντού (ακόμα και στην Ιαπωνία!), ποτέ όμως δεν απέκτησε γκελ στην Αμερική. Ωστόσο, στην δεκαετία του ’60 και ’70, εν μέσω της «Έκλειψης» του Αντονιόνι, ξιφομαχικών περιπετειών («Η Μαύρη Τουλίπα»), που χαρίζουν μια άγνωστη σήμερα αλλά θαυμάσια, ραφιναρισμένη ελαφρότητα στην λαϊκή παραγωγή του ευρωπαϊκού ’60 και μιας πρώτης επαφής με το crime και τον Ζαν Γκαμπέν (στο τέλειο «Mélodie en sous-sol» – «Ληστεία στο Μόντε Κάρλο» εδώ), ο Ντελόν έκανε και μια «Κίτρινη Ρόλς Ρόις», έκανε και συνεργασίες με την MGM, όμως τα έργα δεν απέφεραν ποτέ την πολυπόθητη υπερατλαντική δημοτικότητα.
Στη «Ληστεία στο Μόντε Κάρλο», ο 28χρονος Ντελόν, αντί αμοιβής, αγόρασε τα δικαιώματα διανομής της ταινίας σε κάποιες χώρες του κόσμου. Καταλήγοντας να πάρει στο τέλος κάπου δέκα φορές περισσότερα από τον θρυλικό τότε Γκαμπέν, η κίνηση έμεινε γνωστή ως η «Μέθοδος Ντελόν» – αν και η παραγωγή σκλήρυνε πολύ έκτοτε και το φαινόμενο αντικαταστάθηκε, για τους σταρ, με το μερίδιο από τις εισπράξεις.
Μια αγγλόφωνη ταινία που έκανε κάποιον πάταγο, κυρίως στην Μεγάλη Βρετανία, λόγω της εποχής των λουλουδιών ίσως, ήταν το «Κορίτσι με τη Μοτοσικλέτα», όπου ο Ντελόν συμπρωταγωνιστούσε με την ανθηρή Μαριάν Φέιθφουλ. Την προηγούμενη χρονιά, το 1967, ο Ντελόν βρέθηκε στον δρόμο του Μελβίλ, ο «Δολοφόνος [βρήκε το] Αγγελικό του Πρόσωπο», η φημολογία που τον ήθελε να έχει διασυνδέσεις με τον υπόκοσμο και την κορσικανική Μαφία έδιναν κι έπαιρναν (ο Μελβίλ βέβαια τους ήξερε όλους, αλλά ποιος ασχολούνταν;) κι έτσι όταν το ’68 ο σωματοφύλακάς του βρέθηκε σ’ έναν κάδο σκουπιδιών, ξέσπασε ένα σκάνδαλο μεγέθους αρκετού ώστε να μπλέξει και τον μελλοντικό Πρόεδρο της Γαλλίας Πομπιντού και την σύζυγό του και τον Ντελόν σε μια υπόθεση υποτιθέμενων οργίων, απρεπών φωτογραφιών και εμπλοκής ενός Φρανσουά Μαρκαντονί που τύγχανε και αρχηγός της Μαφία των Κορσικανών.
Απτόητος ο Ντελόν διάγει τα καλύτερά του χρόνια, χωρίζει και τη Ναταλί Ντελόν (που ακολούθησε, επίσημα πάντα, την Ρόμυ και μαζί της έκανε τον Άντονι), αρχίζει έναν πολυετή δεσμό με την Μιρεΐγ Νταρκ, παίζει στην «Πισίνα» μαζί με τη Σνάιντερ και γίνεται πανευρωπαϊκός σάλος, παίζει στο αξέχαστο «Αντίο Φίλε» μαζί με τον Μπρόνσον (και τον κάνει διεθνή σταρ), είναι μαζί με την Μπαρντό στο κομμάτι του Μαλ στο έξοχο σπονδυλωτό τρόμου «Ιστορίες Μυστηρίου» (Φελίνι, Βαντίμ τις άλλες δύο), παίζει στην «Συμμορία των Σικελών» με Βεντούρα και Γκαμπέν, είναι φυσικά στον μεθυστικό «Κόκκινο Κύκλο» του Μελβίλ δίπλα στον Μοντάν, τον Βολοντέ και τον Μπουρβίλ, συναντά και τον Μπελμοντό στο μυθικό «Μπορσαλίνο».
Στην δεκαετία του ’70 αγκιστρώνεται στο αστυνομικό φιλμ, που ανήγαγε σε προσωποπαγή λαϊκή καλλιτεχνία, κάνει όμως και εντελώς απρόσμενα έργα, πέρα από το προφίλ του λιγόλογου macho της νιοστής γοητείας.
Ένα από αυτά είναι ο «Κύριος Κλάιν» (1976) του Λόουζι -είχαν συνεργαστεί και στην «Δολοφονία του Τρότσκι» τέσσερα χρόνια πριν. Υπάρχουν όμως τόσα πολλά: Το κύκνειο άσμα του Μελβίλ στο ρομποτικό και σπαρακτικό μαζί «Un Flic» του ’72, μια σπουδαία, άγνωστη ερμηνεία στο «Καυτό Καλοκαίρι» του Ζουρλίνι την ίδια χρονιά, το «Αίμα στο Χιόνι» με την Σινιορέ την επόμενη χρονιά, ένα τρομερόαστυνομικό διαδικασίας μαζί με τον Τρεντινιάν το «Un Flic Story», ένα που ο υπογράφων αγαπά ιδιαίτερα και στην Ελλάδα βγήκε με κλασσικό ντελονικό τίτλο ως «Ωραίος, Σκληρός κι Αδίστακτος» (μπούρδες, το «Mort d’un pourri» είναι άλλη ταινία κι έχει κι ένα καταπληκτικό σάουντρακ του Φιλίπ Σαρντ) ακόμα και μια τελευταία συνάντηση με τον Γκαμπέν στο «Δυο Ξένοι στην Ίδια Πόλη» του Ζιοβανί – ενός καλλιτέχνη που οφείλεις να ανακαλύψεις αν είσαι λάτρης του αστυνομικού φιλμ.
Στο ’80 οι επιχειρήσεις αποτελούν ένα πολύ μεγαλύτερο μέρος του Ντελόν, ο εαυτός του είναι ξεκάθαρα μέρος αυτών, οπότε και στερεοποιείται το policier προφίλ, χάνονται όμως οι τολμηρότητες και η μεγάλη δημοτικότητα, ένα τέταρτο του αιώνα μετά, αρχίζει να ξεθωριάζει. Από την εποχή αυτή το μοναδικό πραγματικό ερμηνευτικό τόλμημα είναι το «Notre Histoire» του Μπλιέ, όπου ένας κομματιασμένος αισθηματικά Ντελόν (μπορεί κι από τον χαμό της Ρόμυ δυο χρόνια πριν, λένε οι κουτσομπόληδες) παίζει εντελώς κόντρα στον κινηματογραφικό του χαρακτήρα και παίρνει (αρέσουν στους κριτικούς αυτά…) το μοναδικό ερμηνευτικό βραβείο που πήρε ποτέ, ένα Σεζάρ ερμηνείας.
Να είναι καλά, έρχεται από μια εποχή που οι σταρ ήταν ανίκητοι από την σοσιομιντιακή πρυτανεία της βλακείας, μια εποχή που ένας τόσο macho τύπος απαντούσε με κύρος σε θρασεία δημοσιογραφία περί ομοφυλοφιλικών ορέξεων «κι αν μου αρέσουν και οι άντρες εσάς τι σας κόφτει;», χρόνια που φαινόταν η διακριτή διαφορά ανάμεσα στον καλλιτέχνη και τον άνθρωπο (και μας απασχολούσε το πραγματικά ενδιαφέρον), μας έχει χαρίσει μεγάλα πράγματα, περισσότερο όμως έχει ενσαρκώσει έναν ανθρωπότυπο (αντιήρωα αλλά και φιλμογραφίας) που συμβολίζει μια ωραία, ατρόμητη εποχή σινεμά που κάποιοι πάντα θα νοσταλγούμε.
Πηγή cinemagazine.gr