Ο “Ανδαλουσιανός Σκύλος” είναι μία βουβή ταινία μικρού μήκους, του σκηνοθέτη Λουίς Μπουνιουέλ σε συνεργασία με τον ζωγράφο Σαλβαδόρ Νταλί. Η ταινία γυρίστηκε το 1929 και αποτελεί ένα μοναδικό δείγμα καθαρής υπερρεαλιστικής έκφρασης. Βασισμένη σε όνειρα, των Μπουνιουέλ και Νταλί, ο “Ανδαλουσιανός Σκύλος” αποτελεί συρραφή φαινομενικά ασύνδετων, απρόσμενων και αισθητικά προκλητικών σκηνών, οι οποίες έχουν κατά καιρούς ερμηνευτεί ως αλληγορίες, συχνά υπό το πρίσμα των φροϋδικών θεωριών.
Το σενάριο της ταινίας ολοκληρώθηκε σε διάστημα περίπου έξι ημερών, ενώ τα γυρίσματα είχαν διάρκεια περίπου δεκαπέντε ημέρες. Η πρώτη δημόσια προβολή της ταινίας οργανώθηκε στην αίθουσα Ursulines σου Παρίσι, συγκεντρώνοντας διάσημους καλλιτέχνες μεταξύ των οποίων ο ποιητής και σκηνοθέτης Ζαν Κοκτώ, ο μουσικός Ζωρζ Ωρίκ, καθώς και μέλη από την υπερρεαλιστική ομάδα.
Ο “Ανδαλουσιανός Σκύλος” είναι μία ταινία – μύθος, που άλλαξε τα δεδομένα στον κινηματογράφο. Το θρυλικό γαλλικό περιοδικό κριτικής κινηματογράφου Cahiers du cinema, είχε γράψει χαρακτηριστικά: “Τα δεκαεπτά πιο σοκαριστικά λεπτά στην ιστορία του Κινηματογράφου…“
Στον “Ανδαλουσιανό σκύλο υπήρχε μόνο ένας κανόνας: καμία εικόνα δεν έπρεπε να έχει λογική εξήγηση. Ήθελαν να δημιουργήσουν μία ταινία που ξεπερνούσε τη λογική και έφτανε στα όρια του ασυνείδητου.
“Ένας άνδρας ακονίζει το μαχαίρι του πλάι στο ανοιχτό παράθυρο. Η πανσέληνος χωρίζεται στη μέση από μία λωρίδα σύννεφου. Στην αμέσως επόμενη σκηνή, μία γυναίκα κάθεται παραδομένη, καθώς τα αντρικά χέρια ανοίγουν διάπλατα το ένα της μάτι και το κόβουν στη μέση με την ακονισμένη λεπίδα. Και ενώ η ζελατίνη έχει μόλις χυθεί από το σχισμένο μάτι, η γυναίκα εμφανίζεται ακέραιη στο δωμάτιό της, να παρατηρεί έναν ποδηλάτη, ντυμένο με κοριτσίστικη ποδιά, που διασχίζει το δρόμο κάτω από το σπίτι της και σωριάζεται στο πεζοδρόμιό της. Ένα μαύρο κουτί με λεπτές άσπρες ρίγες εμφανίζεται στο λαιμό του ποδηλάτη και έπειτα στο κρεβάτι της γυναίκας. Ένας απατημένος σύζυγος πυροβολεί μέχρι θανάτου το είδωλό του, αφού πρώτα σέρνει με τα ίδια του τα χέρια, έναν τοίχο, τα έπιπλα ενός δωματίου, ένα πιάνο γεμάτο πτώματα μουλαριών και δύο νεκρούς φοιτητές της θεολογίας. Και η λίστα με τις αναπάντεχες σκηνές συνεχίζεται. Γιατί στον “Ανδαλουσιανό σκύλο” μπορεί κανείς να δει ο,τιδήποτε δεν θα περίμενε ποτέ από μία ταινία. Δεν θα δει, ωστόσο, κανέναν Ανδαλουσιανό. Ούτε και κανέναν σκύλο.”