Στον ευχαριστήριο λόγο του όταν κέρδισε Όσκαρ σεναρίου για το The Social Network, o Άαρον Σόρκιν είπε τη μνημειώδη ατάκα “ο ελιτισμός δεν είναι κακή λέξη”. Αυτή η φιλοσοφία θα έβρισκε σύμφωνο σίγουρα ένα άτομο: την Λίντια Ταρ, τη διευθύντρια ορχήστρας που υποδύεται η Κέιτ Μπλάνσετ στην ταινία TÁR. Από το εκλεπτυσμένο γούστο της μέχρι τις εντυπωσιακές περγαμηνές της, οι οποίες απαριθμούνται στην εναρκτήρια σκηνή της ταινίας, σε μια επί σκηνής συνέντευξή της στον δημοσιογράφο του New Yorker, Άνταμ Γκόπνικ, η ύπαρξη της Ταρ συνιστά ένα άπιαστο σοφιστικέ παράδοξο μέσα σε μια θάλασσα καθημερινής μετριότητας και συμβατικότητας.
Κάτοχος EGOT (δηλαδή της τετράδας βραβείων Έμμυ, Γκράμι, Όσκαρ και Τόνι), μαθητευόμενη του Λέοναρντ Μπέρνσταϊν και η πρώτη γυναίκα μαέστρος της Φιλαρμονικής του Βερολίνου, η Ταρ έχει βρεθεί με το ταλέντο της στα υψηλότερα κλιμάκια του καλλιτεχνικού κόσμου και δεν έχει υπομονή για καμία παρέκκλιση από την πορεία της: το μαθαίνουν με σκληρό τρόπο ένας μαθητής της στο κορυφαίο μουσικό κολέγιο Τζούλιαρντ που τολμά να εκφράσει τη γνώμη του για τον Μπαχ χρησιμοποιώντας cancel culture όρους του 2022 (γίνεται αμέσως παρελθόν για την τάξη), και μια συμμαθήτρια της κόρης της που κάνει bullying (την εντοπίζει στο δημοτικό σχολείο και την τρομοκρατεί με μια απειλή που θα ήταν ψαρωτική και για αποδέκτες μεγαλύτερους των 7 ετών).
Αυτή είναι η Λίντια Ταρ και καθώς ο σκηνοθέτης Τοντ Φιλντ (Τα Μυστικά της Κρεβατοκάμαρας) μας ξεναγεί όχι μόνο στην επαγγελματική, αλλά και στην προσωπική της ζωή, στην οποία είναι παντρεμένη με το πρώτο βιολί της ορχήστρας της (Νίνα Χος), το TÁR μας προκαλεί να βγάλουμε ετυμηγορία για την κεντρική του φιγούρα, καθώς οι χειριστικές της τάσεις και οι μηχανορραφίες της αρχίζουν να έρχονται στην επιφάνεια με αφορμή την αυτοκτονία μιας πρώην (και) προστατευόμενής της.
Το τίμημα του πρεστίζ και της επιτυχίας της Λίντια παραμένει ασαφές για μεγάλο μέρος της ταινίας, και η πολυβραβευμένη ερμηνεία της Μπλάνσετ ενισχύει το μυστήριο. Η προσήλωσή της στο ρόλο είναι αδιαμφισβήτητη, αν και μπορείς να δεις τα γρανάζια πίσω από την τεχνική της αρτιότητα ή μπορείς να μαντέψεις τη σκέψη πίσω από κάθε ερμηνευτική απόφαση (η Μπλάνσετ έμαθε γερμανικά για το ρόλο αυτό και είμαστε σίγουροι ότι ήταν τόσο συνεπής που δεν θα έλαβε ποτέ email από το Duolingo με θέμα “you made Duo sad”).
Ο Φιλντ αφήνει τις άψογα δομημένες εικόνες του να γεμίσουν τα κενά που επίτηδες αφήνει το σενάριό του, που βρίσκεται πάντα ένα βήμα πριν την οριστική ετυμηγορία για το ποιόν της Λίντια Ταρ, μιας γυναίκας που διαπρέπει σε ένα παραδοσιακά ανδροκρατούμενο επάγγελμα και μοιάζει να υποκύπτει στα ίδια χαμηλά ένστικτα για τα οποία έχουν κατηγορηθεί τόσες αρσενικές “ιδιοφυίες” τα τελευταία χρόνια.
Καθώς η καθημερινότητα της Λίντια κλονίζεται από σεκάνς ονείρων, ψυχοσωματικές διαταραχές και ακουστικές ψευδαισθήσεις, ο Φιλντ σπέρνει ακόμα περισσότερες αμφιβολίες για την ανεξέλεγκτη πλέον ηρωίδα του, προκαλώντας το θεατή να αναμετρηθεί με την αγανάκτηση που οδηγεί την Λίντια Ταρ σε εχθρικές πράξεις και να αναρωτηθεί τι ζητάει από τα είδωλά του και αν είναι σωστό να τιμωρούνται επειδή η δημόσια εικόνα που έχουν πλάσει δεν συνάδει με την πραγματική. Το TÁR ασφυκτιά όταν το υλικό του το σπρώχνει προς την αυτοπαρωδία, από την οποία πασχίζει να κρατήσει αποστάσεις με μια επίμονη επιτήδευση, ειδικά στο πολυσυζητημένο φινάλε που μπορεί να χρειαζόταν μια δόση Αόρατης Κλωστής για να βρει έναν ισορροπημένο τόνο. Ωστόσο, επειδή η προσωπική μυθολογία του κοινού αποτελεί απαραίτητο εργαλείο παρακολούθησης του TÁR, μπορεί απλά κάποιος να βάλει τα γέλια.
*propaganda.gr