Η μεταπολεμική Ιταλία του 1940 αδυνατεί να στηρίξει οικονομικά την παραγωγή των συνηθισμένων ως τότε πλουσιοπάροχων ταινιών και ως εκ τούτου αναζητά νέες ιδέες και μεθόδους με της οποίες θα μπορέσει να αναστήσει την κινηματογραφική της παραγωγή. Στα πλαίσια αυτά ο ιταλικός κινηματογράφος της εποχής του 1940-1950 προβάλλει ρεαλιστικά την πραγματικότητα που βιώνει μεταπολεμικά ο ιταλικός λαός, χρησιμοποιώντας ιδιαίτερα απλοϊκά μέσα και ευέλικτα σενάρια. Τα κινηματογραφικά έργα που δημιουργήθηκαν τότε και κατ’ αυτόν τον τρόπο παρουσίαζαν συγκεκριμένα χαρακτηριστικά τα οποία συγκρότησαν το κινηματογραφικό κίνημα του ιταλικού νεορεαλισμού.
Η ιταλική κινηματογραφική παραγωγή βρισκόταν αρχικά σε μεγάλη επιρροή από τα πρώτα γαλλικά έργα των Lumiere και για αυτό παρουσίαζε αρκετά δικά τους στοιχεία. Ουσιαστικά όμως η ιστορία του ιταλικού κινηματογράφου αρχίζει να γράφεται με την παραγωγή δυο ειδών ταινιών: α) τα ιστορικά δράματα, ταινίες υψηλού κόστους με πλούσια σκηνογραφία και ενδυματολογία και β) τις κωμωδίες, ταινίες χαμηλότερου κόστους που χαρακτηρίζονταν έντονα από το ιταλικό ταμπεραμέντο. Με την άνοδο του Moussolini, το 1922, στην εξουσία και την επικράτηση του φασισμού στην Ιταλία, ο ιταλικός κινηματογράφος ελέγχεται αυστηρά και φιμώνεται από το κράτος με αποτέλεσμα την παρακμή και την αποδυνάμωση του. Την δεκαετία του 30΄ αφενός ο Moussolini χτίζει τα στούντιο της Cinecittà (1937) ως μέρος της προσπάθειας για αναβίωση της ιταλικής κινηματογραφικής βιομηχανίας και αφετέρου δημιουργείται το Centro Sperimentale di Cinematografia (Πειραματικό κέντρο κινηματογράφου), στο οποίο φοιτούν μελλοντικοί σκηνοθέτες του ιταλικού νεορεαλισμoύ, βλέποντας στα κρυφά ξένες ταινίες που έχουν απαγορευθεί από το φασιστικό καθεστώς.
Μεταπολεμικά, αναγεννάται η ιταλική κινηματογραφική παραγωγή καθώς αναζητείται ένας νέος ελεύθερος τρόπος έκφρασης που θα διαφοροποιείται πολιτικά και αισθητικά από τα μελοδραματικά, προπαγανδιστικά και αισθηματικά κινηματογραφικά έργα της φασιστικής εποχής. Η αναζήτηση αυτή φέρνει στο προσκήνιο το κινηματογραφικό κίνημα στο οποίο αποδίδεται το όνομα ιταλικός νεορεαλισμός. Η ονομασία του ανήκει στον Umberto Barbaro o οποίος γράφοντας ένα άρθρο-μανιφέστο το 1942 προέτρεψε τους κινηματογραφιστές να αποτυπώσουν μια νέα πραγματικότητα, δημιουργώντας το cinema neorealismo.
Η έλλειψη σε υλικά μέσα που χαρακτηρίζει την μεταπολεμική εποχή (κατεστραμμένα κινηματογραφικά στούντιο, κακής ποιότητας φιλμ) προάγει τον νέο αυτό κινηματογραφικό ρεαλισμό που έχει ως κέντρο την φυσικότητα. Ως εκ τούτου τα γυρίσματα των ταινιών γίνονται σε εξωτερικούς χώρους, κυρίως με την χρήση φυσικού φωτός και ήχου, συχνά με ερασιτέχνες ηθοποιούς και αρκετό αυτοσχεδιασμό όσον αφορά το σενάριο. Αν και είναι γεγονός ότι πολλές νεορεαλιστικές ταινίες γυρίζονται σε στούντιο και δεν υπακούουν σε αυτό ακριβώς το πιο φυσικό κινηματογραφικό μοντέλο.
Τα σενάρια του ιταλικού νεορεαλισμού στηρίζονται σε αληθινά και επίκαιρα συμβάντα που αφορούν συγκεκριμένο χώρο και χρόνο, όπως τα ντοκιμαντέρ. Μέσα σε αυτά οι ήρωες/ιδες αποθανατίζονται δρώντας αυθόρμητα, φυσικά, ακόμα και δυσάρεστα συχνά για τους θεατές/τριες εκτελώντας τον κοινωνικό τους ρόλο. Συγκεκριμένα, στα κινηματογραφικά έργα του ιταλικού νεορεαλισμού επίκεντρο γίνεται ο κοινωνικός ρόλος του ατόμου και όχι τόσο η ψυχοσύνθεση του όπως συμβαίνει στο κλασικό Hollywood. Έτσι το άτομο λειτουργεί και ως παράδειγμα μιας ολόκληρης κοινωνικής ομάδας η οποία γίνεται εμφανής μέσω της αδρής και πρωτόγονης αισθητικής των σκηνοθετών/τριων του νεορεαλισμού. Επιπλέον τα νεορεαλιστικά αυτά έργα δεν παρουσιάζουν διαχρονικό χαρακτήρα καθώς συνδέονται αυστηρά με έναν συγκεκριμένο χώρο και χρόνο όπως προαναφέρθηκε.
Οι ιταλικές νεορεαλιστικές ταινίες αποτυπώνουν κατά αυτόν τον τρόπο την τότε υπαρκτή ανεργία και φτώχεια και γενικότερα τις σκληρές συνθήκες στις οποίες ζούσε η εργατική τάξη. Το γεγονός αυτό εξέθεσε τους πολιτικούς της χώρας οι οποίοι επιχειρούσαν να προβάλλουν στο εξωτερικό μια εικόνα εξέλιξης και εκδημοκρατισμού της Ιταλίας. Ακόμη και η καθολική εξουσία καταδίκασε πολλές νεορεαλιστικές ταινίες για τις αποκαλυπτικές και αντικληρικές τους σκηνές. Οι ερασιτέχνες ηθοποιοί παριστάνουν ουσιαστικά τον εαυτό τους, γεγονός που βοηθά στην καλύτερη δυνατή αποτύπωση της αλήθειας ενώ ταυτόχρονα επηρεάζει και τεχνικά την ταινία και ειδικότερα το μοντάζ. Η λογική δυσκολία των ερασιτεχνών ηθοποιών να κρατήσουν πειστική την ερμηνεία τους για μεγάλη διάρκεια καθόρισε την ταχύτητα του μοντάζ, καθιστώντας το αρκετά πιο γρήγορο, με μικρά πλάνα και σκηνές, συγκριτικά με τις τυπικές ταινίες μυθοπλασίας. Μια τυπική νεορεαλιστική ταινία χαρακτηρίζεται επίσης από μια επιβλητική μουσική που παραπέμπει σε όπερα.
O Andre Bazin εκθείαζε τον νεορεαλισμό ως κίνημα που μεγεθύνει και τονίζει μικρές και καθημερινές δράσεις και λεπτομέρειες που ο κλασικός κινηματογράφος θα άφηνε απαρατήρητες.
Παρόλο που οι νεορεαλιστικές ταινίες χρησιμοποιούσαν την πιο ειλικρινή κινηματογραφική γλώσσα για να αποτυπώσουν την εικόνα της Ιταλίας, δεν κατάφεραν να θεωρηθούν ψυχαγωγικές όπως οι ταινίες του Hollywood για το ευρύ κοινό. Γι’ αυτό ο ιταλικός λαός προτιμούσε να βλέπει αμερικάνικες ταινίες ή ιταλικές κωμωδίες και ιστορικά δράματα όπως έκανε και κατά την φασιστική περίοδο.
Μεταξύ των ετών 1945-53 παράχθηκαν στην Ιταλία 822 ταινίες εκ των οποίων νεορεαλιστικές θεωρούνται οι 90. Στην ουσία η κυριαρχία της αμερικανικής παραγωγής στην ιταλική αγορά έθετε ως δεδομένο τον περιορισμό της επιτυχίας των νεορεαλιστικών αυτών ταινιών.
Ο ιταλικός νεορεαλισμός διήρκεσε μόνο για μια δεκαετία. Η πρώτη ταινία που παρουσίασε τα χαρακτηριστικά του ήταν η “ Roma città aperta” ( Ρώμη ανοχύρωτη πόλη) του Ρομπέρτο Ροσελλίνι η οποία ήταν επηρεασμένη από διάφορα γεγονότα που συνέβησαν τον χειμώνα του 1943-44. Η ταινία αυτή πραγματοποιήθηκε χωρίς χρήματα και επίσημη άδεια και βρήκε διεθνή επιτυχία αποτελώντας διαχρονικά χαρακτηριστικό νεορεαλιστικό έργο. Οι θεωρίες του Ροσελλίνι αρνιόντουσαν σχεδόν την σκηνοθεσία, απορρίπταν τον Μελιέ και επέστρεφαν στον Λυμιέρ, αυτές εφαρμόστηκαν ιδιαιτέρως και στο αριστούργημα του “Paisa” (Παϊζά). Η ταινία αυτή, αποτελούμενη από έξι επεισόδια, αποτέλεσε μια σπαρακτική διαμαρτυρία κατά του πολέμου, έναν ύμνο σ ’έναν περήφανο λαό και ήταν επική επειδή δεν περιοριζόταν στο χρονικό κι’ εξέφραζε τη λαϊκή ψυχή.
Ακόμη μια σημαντική ταινία του νεορεαλισμού είναι η “Ladri di biciclette” (Κλέφτης ποδηλάτων) του Vittorio De Sica το 1948. Μια από τις λίγες νεορεαλιστικές ταινίες που κατάφεραν να μεταφέρουν στον κινηματογράφο τόσο πιστά τις δύσκολες συνθήκες της μεταπολεμικής εποχής. Ουσιαστικά το θεωρητικά ασήμαντο μικροπεριστατικό γύρω από το οποίο διαδραματίζεται η ταινία, η απώλεια του ποδηλάτου του πρωταγωνιστή, τροφοδοτεί μια συγκλονιστική τραγωδία, το κατηγορητήριο ενάντια σε ένα καθεστώς υπεύθυνο για την ανεργία που μάστιζε εκατομμύρια Ιταλών. Τέλος, γνωστή ταινία του ‘48 είναι και η “La terra trema” (H γη τρέμει) του Visconti, η οποία απεικονίζει την αποτυχημένη εξέγερση των ψαράδων της Σικελίας ενάντια στην εκμετάλλευση από τους εμπόρους τους και αφήνει έτσι μια αίσθηση απαισιοδοξίας περί κοινωνικών αλλαγών στο κοινό.
Ο Visconti μαζί με τον Rossellini, αλλά και μετέπειτα τον Antonioni, θεωρήθηκαν μερικοί από τους σημαντικότερους σκηνοθέτες που έδωσαν πνοή στο κίνημα του ιταλικού νεορεαλισμού. «Αν έχω γυρίσει κατά λάθος μια ωραία σκηνή, την κόβω στο μοντάζ», είχε πει ο Rossellini.
Η τελευταία ταινία που εντάχθηκε στο κίνημα του ιταλικού νεορεαλισμού ήταν η “Umberto D.” ( Ότι μου αρνήθηκαν οι άνθρωποι ) του Vittorio de Sica. H προκλητικά τραγική κατάσταση της Ιταλίας, που προέβαλε η ταινία, αυτή οδήγησε την ιταλική κυβέρνηση στην απαγόρευση την κυκλοφορίας νεορεαλιστικών ταινιών στο εξωτερικό, γεγονός που δεν βρήκε λαϊκή αντίσταση καθώς το κίνημα είχε ήδη αρχίσει να εξασθενεί λόγω της μικρής απήχησης του στο κοινό.