Καθώς δυο νεαροί κανίβαλοι ενώνουν τις μοναξιές (και τις ορέξεις τους) διασχίζοντας την επαρχιακή Αμερική της δεκαετίας του ’80, ο σκηνοθέτης του «Να με Φωνάζεις με τ’ Όνομά σου» παίρνει μια ιστορία που θα μπορούσε κάλλιστα να ανήκει σε κάποια αιματοβαμμένη ταινία τρόμου και τη μεταφράζει σε μια ευαίσθητη δημιουργία πάνω στη διαφορετικότητα, \την ανάγκη να ανήκεις κάπου και την αναζήτηση της αγάπης.
Ο Τιμοτέ Σαλαμέ και η Τέιλορ Ράσελ ερμηνεύουν δυο πλάσματα τα οποία πασχίζουν να νικήσουν το σώμα τους προκειμένου να ακολουθήσουν την καρδιά τους
Το κορίτσι (η μαγνητική Τέιλορ Ράσελ) αναζητά τα ίχνη της χαμένης μητέρας της. Το ορφανό από γονείς αγόρι (Τιμοτέ Σαλαμέ), λίγη συντροφιά και μια προοπτική μακριά από την επαρχιακή ανυπαρξία στην οποία μεγαλώνει. Η γνωριμία τους οδηγεί σε μια περιπλάνηση με φόντο τις λιγότερο προνομιούχες γωνιές της μεσοδυτικής Αμερικής και καθώς οι δυο ήρωες εισχωρούν όλο και βαθύτερα στην ενδοχώρα των μεγάλων εκτάσεων, των ανώνυμων κωμοπόλεων, των ανοιχτών δρόμων και των πολλών, μεταμφιεσμένων κινδύνων, η απόσταση μεταξύ τους εκμηδενίζεται και το όνειρο μιας καθημερινότητας στην οποία να μη χρειάζεται να σκοτώνουν για να επιβιώσουν φαντάζει ξαφνικά χειροπιαστό.
Αυτή η επεισοδιακή οδύσσεια από πολιτεία σε πολιτεία, και από τη μια απρόσμενη συνάντηση στην άλλη (ο Μάρκ Ράιλανς, ο Μάικλ Στούλμπαρτ, η Κλόι Σεβινί, η Τζέσικα Χάρπερ και ο σκηνοθέτης Ντέιβιντ Γκόρντον Γκριν επιστρατεύονται σε αιφνίδιους δεύτερους ρόλους), φέρνει έντονα στο μυαλό της πρώτες, θαυμάσιες ταινίες του Γκας Βαν Σαντ με την ίδια αθέατη Αμερική και τους ίδιους περιθωριακούς ήρωες που λιώνουν τις σόλες των παπουτσιών τους αναζητώντας λίγη αγάπη.
Ο ρομαντισμός υπερνικά τον τρόμο και η απρόσμενη τρυφερότητα αποδεικνύεται στο ισχυρότερο σοκ
Ο Λούκα Γκουαντανίνο θα πρέπει να είχε στο μυαλό του τις αναφορές αυτές, το «Mala Noche», το «Δικό μου Άινταχο» και το «Drugstore Cowboy», γιατί είναι παρόμοιος ο τρόπος με τον οποίο συνθέτει τη δική του μπαλάντα των ανένταχτων και των χαμένων ψυχών του Αμερικανικού Ονείρου, αφήνοντας ωστόσο το κοινό να ορίσει τους δυο νεαρούς ήρωες όπως αυτό επιθυμεί. Όχι σαν αιμοδιψή αγρίμια, αλλά σαν δυο πλάσματα που έγιναν τέρατα από ανάγκη και τα οποία πασχίζουν να νικήσουν το σώμα τους προκειμένου να ακολουθήσουν την καρδιά τους.
Ως ταινία που διατηρεί σε όλη σχεδόν τη διάρκειά της μια συγκεκριμένη ρυθμικότητα και διάθεση, τις οποίες διακόπτουν μόνο οι σύντομες εξάρσεις βίας, το «Bones and All» γλιστρά νωχελικά και ευπρόσδεκτα μελαγχολικά προς το μέρος του θεατή, χρησιμοποιεί ένα ταιριαστό κιθαριστικό score από τους Τρεντ Ρέζνορ και Άτικους Ρος και μόνο στο τέλος «φρενάρει» απότομα, προσπαθώντας να εξυπηρετήσει την αιματηρή κατακλείδα που επιβάλλει το βιβλίο. Ακόμη κι έτσι όμως, ο Γκουαντανίνο υπογράφει ένα από τα πιο ασυνήθιστα και περιέργως γλυκά love stories που είδαμε τελευταία στο σινεμά, για δυο κυνηγημένα παιδιά που αποδεικνύονται λιγότερο σαρκοβόρα από τον κόσμο που τα περιβάλλει.
cinemagazine.gr