Ο Βασίλης Τσιτσάνης ήταν ένας από τους μεγαλύτερους Έλληνες λαϊκούς συνθέτες, στιχουργούς και τραγουδιστές του 20ού αιώνα. Τα τραγούδια του ακούγονται μέχρι και σήμερα και πρόκειται για μία από τις σημαντικότερες φυσιογνωμίες του ρεμπέτικου και του λαϊκού τραγουδιού.
Από μικρή ηλικία έδειξε ενδιαφέρον για τη μουσική και έμαθε μαντολίνο, βιολί και μπουζούκι. Το φθινόπωρο του 1936 ο Τσιτσάνης πήγε στην Αθήνα με κύριο σκοπό να σπουδάσει στη Νομική, αλλά γρήγορα τον κέρδισε η μουσική. Οι πρώτες του επιρροές είναι τα τραγούδια του Βαγγέλη Παπάζογλου και του Μάρκου Βαμβακάρη. Η πρώτη του εμφάνιση έγινε στο μαγαζί «Μπιζέλια». Σύντομα γνώρισε τον Δημήτρη Περδικόπουλο, που τον πήγε στην Odeon, όπου ηχογράφησε τα πρώτα του τραγούδια. Το «Σ’ έναν τεκέ μπουκάρανε» είναι η πρώτη ηχογράφησή του.
Την περίοδο 1937-1940 έγραψε τραγούδια που ηχογράφησε με τις φωνές του Περδικόπουλου και άλλων τραγουδιστών εκείνης της εποχής, όπως του Στράτου Παγιουμτζή, του Μάρκου Βαμβακάρη και του Στελλάκη Περπινιάδη, με τους οποίους σε πολλές ηχογραφήσεις ο Τσιτσάνης συμμετείχε σαν δεύτερη φωνή.
Κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής ο Τσιτσάνης έμεινε στη Θεσσαλονίκη, όπου για ένα διάστημα τεσσάρων ετών (1942–1946) είχε δικό του μαγαζί, το διάσημο «Ουζερί ο Τσιτσάνης» στην οδό Παύλου Μελά 22, μάλιστα πρόσφατα κυκλοφόρησε ταινία με τον ομώνυμο τίτλο σε σκηνοθεσία Μανούσου Μανουσάκη. Εκεί έγραψε μερικά από τα καλύτερα τραγούδια του, τα οποία ηχογραφήθηκαν μετά τη λήξη του πολέμου, όπως τη «Συννεφιασμένη Κυριακή».
Τον Ιούλιο του 1942 παντρεύτηκε τη Ζωή Σαμαρά από τα Γρεβενά, ενώ προηγουμένως ήταν αρραβωνιασμένοι επί 19 μήνες. Κουμπάρος του Τσιτσάνη ήταν ο προσωπικός φίλος Νικόλαος Μουσχουντής, ο οποίος ήταν και διοικητής Χωροφυλακής της Θεσσαλονίκης, αλλά και θαυμαστής του έργου τού Τσιτσάνη και γενικώς τουρεμπέτικου τραγουδιού. Απέκτησε μια κόρη, τη Βικτώρια και ένα γιο, τον Κώστα.
Το 1946 ο Βασίλης Τσιτσάνης επέστρεψε στην Αθήνα και άρχισε να ηχογραφεί ξανά. Δίπλα του έγιναν ευρέως γνωστές, τραγουδίστριες όπως η Σωτηρία Μπέλλου, η Ιωάννα Γεωργακοπούλου, η Μαρίκα Νίνου, αλλά και ο τραγουδιστής Πρόδρομος Τσαουσάκης.
Το 1947 η Σωτηρία Μπέλλου προσελήφθη ως τραγουδίστρια στο κέντρο διασκέδασης της Αθήνας όπου εμφανιζόταν ο Βασίλης Τσιτσάνης, ο οποίος και την ανακάλυψε ως ιδιαίτερη φωνή. Το 1948 μια ομάδα φανατικών ακροδεξιών εισήλθαν στο χώρο που τραγουδούσε και την ξυλοκόπησαν βαριά με το χαρακτηρισμό «Βουλγάρα» (κομμουνίστρια), χωρίς ούτε οι μουσικοί και ούτε ίδιος ο Τσιτσάνης να τολμήσουν να σηκωθούν από τις καρέκλες τους.
Τα επόμενα χρόνια ο Τσιτσάνης γνώρισε ευρύτατη αποδοχή. Ειδικά μετά την πτώση της Χούντας, είχε ξεκινήσει συναυλίες σε στάδια και ανοιχτούς χώρους, κάτι που συνέβαινε πρώτη φορά για λαϊκά τραγούδια. Η τελευταία του δημόσια εμφάνιση σε ανοιχτό χώρο, ήταν σε τιμητική εκδήλωση του Δήμου Νίκαιας, σε συνεργασία του δημάρχου Στέλιου Λογοθέτη με τον Μίκη Θεοδωράκη για τη διοργάνωση του πρώτου πολιτιστικού καλοκαιριού στην Ελλάδα.
Ο Βασίλης Τσιτσάνης ήταν στενός φίλος του Ανδρέα Παπανδρέου και ο αγαπημένος του μουσικός. Υπήρξε μεγάλος λάτρης του Άρη Θεσσαλονίκης, αλλά και του ιστορικού ποδοσφαιρικού Α.Ο. Τρίκαλα, πηγαίνοντας συχνά στο γήπεδο.
Πέθανε στις 18 Ιανουαρίου του 1984 (ημέρα των γενεθλίων του) στο Λονδίνο από καρκίνο, και κηδεύτηκε στο Α’ Νεκροταφείο Αθηνών.
Προς τιμήν του, ο Δήμος Γλυφάδας μετονόμασε την οδό Βάου σε οδό Βασίλη Τσιτσάνη, καθώς ο συνθέτης κατοικούσε στη συγκεκριμένη οδό. Επίσης, κεντρικός δρόμος των Τρικάλων φέρει το όνομά του, όπως και άλλοι δρόμοι στην Ελλάδα.
Ο Βασίλης Τσιτσάνης ενέπνευσε πολλούς σπουδαίους Έλληνες καλλιτέχνες- όχι μόνο μουσικούς. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Γιάννης Τσαρούχης είπε:
«Ο Τσιτσάνης είναι η μοναδική ζωντανή απόδειξη ότι έχουμε πολιτισμό»
Δείτε την δισκογραφία του Βασίλη Τσιτσάνη εδώ
Οι στίχοι των τραγουδιών του εδώ
Ακούστε μεγάλο μέρος της μουσικής του εδώ
Πηγή: Wikipedia