Γεννήθηκε στις 27 Δεκμβρίου του 1948, στο Σατωρού. Ο πατέρας του ήταν μεταλλωρύχος. Στα 13 του χρόνια παράτησε το σχολείο, ενώ στα 15 του πήγε στο Παρίσι, για να σπουδάσει τη δραματική τέχνη. To 1965, έπαιξε για πρώτη φορά σε κινηματογραφική ταινία, η οποία ήταν μικρού μικρού μήκους και είχε τίτλο «Le Beatnik et le Minet». Στη συνέχεια, ενσωματώθηκε στο θίασο του Ζαν-Λουί Κοσέ και, έπειτα, συμμετείχε στην τηλεοπτική σειρά «Rendez vous a Badenberg». Εκείνη την περίοδο γνώρισε τους Ρυφύς και Ρομάν Μπυτέιγ, με τους οποιούς έπαιξε στο θέατρο «Café de la Gare».Ακολούθησαν μικροί ρόλοι σε μεγάλου μήκους ταινίες, όπως το «Ναταλί Γκρανζέ» της Μαργκερίτ Ντυράς, η οποία είχε παταγώδη αποτυχία.
Το 1974, έπαιξε τον πρώτο του πρωταγωνιστικό ρόλο, στην ταινία «Ο Χορός των Διεφθαρμένων» του Μπερτράν Μπλιε, ο οποίος ήταν μέλος της επιτροπής του Φεστιβάλ των Καννών. Το 1976, συμπρωταγωνίστησε με την Ορνέλλα Μούτι στην ταινία «Η τελευταία γυναίκα» και στο «1900», του Μπερνάρντο Μπερτολούτσι. Το 1980, κέρδισε το βραβείο Σεζάρ, χάρις στην ερμηνεία του στο «Το τελευταίο μετρό», στην οποία συμπρωταγωνίστησε με την Κατρίν Ντενέβ και σκηνοθέτης ήταν ο Φρανσουά Τρυφώ. Μέσα στην ίδια χρονιά συνεργάστηκε, και πάλι, με τον Μωρίς Πιαλά, για την ταινία «Λούλου».
Το 1981, πρωταγωνίστησε στην ταινία του Ντανιέλ Βιν, «Η επιστροφή του Μαρτέν Γκερ» και το 1982, στο «Δαντών», του Αντρέι Βάιντα. Το 1985, κέρδισε το βραβείο του καλύτερου ηθοποιού, στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Βενετίας, αφού πρωταγωνίστησε στο «Police» του Μωρίς Πιαλά. Την επόμενη χρονιά πρωταγωνίστησε στο «Ζαν ντε Φλορέτ» του Κλωντ Μπερρί. Το 1987, συνεργάστηκε και πάλι με τον Πιαλά στην ταινία “Κάτω από τον ήλιο του σατανά”, συμπρωταγωνιστώντας, παράλληλα, με την Σαντρίν Μπονέρ, ενώ το 1988, συμπρωταγωνίστησε με την Ιζαμπέλ Αντζανί στο «Camille Claudel».
Την ίδια χρονιά, μάλιστα, του απονεμήθηκε το βραβείο Στανισλάφσκι, στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Μόσχας, για την καριέρα του στο χώρο της υποκριτικής. Το 2008, ξαναπήρε το ρόλο του Οβελίξ, για το «Ο Αστερίξ στους Ολυμπιακούς Αγώνες», μαζί με τους Κλοβί Κορνιγιάκ και Αλαίν Ντελόν. Η ταινία αυτή είχε προϋπολογισμό 78 εκατομμύρια ευρώ. Το 2010, πρωταγωνίστησε στις ταινίες “Mammuth” και «Potiche» (στη δεύτερη μαζί με την Κατρίν Ντενέβ). Tο 2012, πρωταγωνίστησε στο «Αστερίξ και Οβελίξ στη Βρετανία» και στο «Ο άνθρωπος που γελά».
Άρνηση της γαλλικής υπηκοότητας λόγω φορολογίας
Το 2012, ο Ντεπαρντιέ κατέφυγε στο Βέλγιο, μετά από μέτρα που πήρε η κυβέρνηση του Φρανσουά Ολλάντ για την υψηλή φορολόγηση των πλουσίων. Ο πρωθυπουργός της Γαλλίας Ζαν-Μαρκ Αιρώ χαρακτήρισε την ενέργειά του αυτή αξιοθρήνητη και ο ηθοποιός, αντιδρώντας, απαρνήθηκε τη γαλλική υπηκοότητα, με τις ηθοποιούς Κατρίν Ντενέβ και Μπριζίτ Μπαρντό να στηρίζουν την απόφασή του (η πρώτη έστειλε ανοιχτή επιστολή προς τους επικριτές του), ενώ ο πρόεδρος της Ρωσίας, Βλαντιμίρ Πούτιν, δήλωσε ότι, δεν θα έφερε αντίρρηση εάν ο Ντεπαρντιέ ζητούσε ρωσικό διαβατήριο.
Ο εκπρόσωπός του, όμως, δήλωσε άγνοια για τη δήλωση αυτή, καθώς και για τις προθέσεις του, ενώ ο πρόεδρος της Τσετσενίας γνωστοποίησε πως, θα υποδεχόταν με χαρά το Γάλλο ηθοποιό. Εκτός από τη βελγική και τη ρωσική υπηκοότητα, αρκετά πιθανό φαινόταν για τον ηθοποιό να γίνει πολίτης του Μαυροβουνίου. Τελικά, στις 3 Ιανουαρίου του 2013, ο Πούτιν υπέγραψε διάταγμα, το οποίο παρείχε στον Ντεπαρντιέ τη ρωσική υπηκοότητα.