Ακολουθούν οκτώ ποιήματα για τον βασιλιά των χρωμάτων: το φθινόπωρο.
Τάσος Λειβαδίτης, «Χρυσάνθεμα»
Φθινόπωρο ήσυχο, αφηρημένο – τα φύλλα θα ’λεγες πέφτουν από μιάν άλλη ζωή
και μόνο τα χρυσάνθεμα επιμένουν, σαν τις πλάνες μας.
Είμαι μόνος, η κάμαρα άδεια και δεν έχω παρά ένα μοναδικό στόμα για τόσα χαμένα πράγματα.
Από τη συλλογή «Εγχειρίδιο ευθανασίας», Κέδρος 1979
Γιώργος Σεφέρης, “Ένας λόγος για το καλοκαίρι”
«Γυρίσαμε πάλι στο φθινόπωρο, το καλοκαίρι
σαν ένα τετράδιο που μας κούρασε γράφοντας μένει
γεμάτο διαγραφές αφηρημένα σχέδια
στο περιθώριο κι ερωτηματικά, γυρίσαμε
στην εποχή των ματιών που κοιτάζουν
στον καθρέφτη μέσα στο ηλεχτρικό φως
σφιγμένα χείλια κι οι άνθρωποι ξένοι
στις κάμαρες στους δρόμους κάτω από τις πιπεριές
καθώς οι φάροι των αυτοκινήτων σκοτώνουν
χιλιάδες χλωμές προσωπίδες.
Γυρίσαμε· πάντα κινάμε για να γυρίσουμε
στη μοναξιά, μια χούφτα χώμα, στις άδειες παλάμες…»
Από την ποιητική συλλογή “Τετράδιο Γυμνασμάτων”,1928-1937
Κική Δημουλά, «Οι αποδημητικές καλημέρες»
Άρχισε ψύχρα. Το γύρισε ο καιρός σε αναχώρηση.
Η πρώτη μέρα του Σεπτέμβρη ξοδεύτηκε σε κάποια υδρορρόη.
Ως χθες ακόμα όλα έρχονταν. Ζέστες, η διάθεση για φως, λόγια, πουλιά, πλαστογραφία της ζωής.
Γονιμοποιούνταν κάθε βράδυ τα φεγγάρια, πολλοί διάττοντες έρωτες ήρθαν στον κόσμο τον περασμένο μήνα.
Τώρα, η γνωστή ψύχρα κι όλα να φεύγουν.
Ζέστες, πουλιά, η διάθεση για φως.
Φεύγουν τα πουλιά, ακολουθούν τα λόγια, η μιά ερήμωση τραβάει πίσω της την άλλη με λύπη αυτοδίδακτη.
Ήδη αποσυνδέθηκε το φως από την επανάπαυση κι από τις καλημέρες σου.
Τα παράθυρα ενδίδουν. Το χέρι τού μεταβλητού κλείνει τα τζάμια, άλλοι λεν ως την άνοιξη, άλλοι φοβούνται δια βίου.
Κι εσύ τι κάθεσαι; Καιρός να μπεις κι εσύ στα αλλαγμένα.
Να γίνεις ό,τι αναρωτιόμουν πέρυσι: «ποιος ξέρει τ’ άλλο μου φθινόπωρο;» Καιρός να γίνεις «τ’ άλλο μου φθινόπωρο».
Άρχισε ψύχρα. Ρίξε στην πλάτη σου ένα ρούχο αποδημίας.
Από τη συλλογή «Το λίγο του κόσμου», 1971
Ηλίας Κεφάλας, «Άνθη του φθινοπώρου»
Μέσα στη νύχτα μου γλιστρούν σιωπές
Μαύρες βροχές με ταξιδεύουν στις μακρινές φαιόχρωμες πεδιάδες
Οι άνεμοι με οδηγούν στις ρίζες των βουνών
Ανέγγιχτη ώρα: Οι εποχές διαχέονται με άλικες πνοές κι ένα φθινόπωρο χρυσό κατασταλάζει
Στο κούφιο χάος των γκρεμών τα νηπενθή ανάβουν ισχνές ανθοφορίες της ερημιάς που ωστόσο σπινθηροβολούν στη μνήμη
Άνθη του τρυφερού φθινόπωρου
αφήστε να με συναντήσει η έσχατη χαρά
μετά την πτώση
μετά την τέφρα και τη μοναξιά
να σπινθηροβολήσω μαγικά άνθος κι εγώ πανέρημο
σε κάποια αδόκητη στροφή της μνήμης
Από τη συλλογή Σκοτεινός μαγνήτης,1989
Μίλτος Σαχτούρης, «Φθινόπωρο»
Τί γυρεύει το κορίτσι στο σκοτάδι της καρέκλας;
Γρήγορα καθώς νυχτώνει το φθινόπωρο
γδύνεται με σύννεφα μπροστά στα μάτια
με τη βροχή μες στο κεφάλι με τη βελόνα στην καρδιά
βγάζει τις κάλτσες βγάζει τα λουλούδια πετάει το φωτοστέφανο
έξω τα φύλλα του καιρού βάφονται μες στο αίμα
Από τημ συλλογή “Ποιήματα” , 1945-1971
Ανδρέας Εμπειρίκος «Αρχάγγελος τον Σεπτέμβριον βοά μέσα στην πλάση»
“Τις μέρες τις γλυκιές του Σεπτεμβρίου, όταν δεν έχει ακόμη
βρέξει και είναι το άκουσμα των ήχων πιο αραιό και η
γεύσις των ωρών και από του θέρους πιο πυκνή, όταν στους
κήπους σκάνε τα ρόδια, και πάλλονται υψιτενείς οι στήμονες
των λουλουδιών, και σφύζουν στις πορφύρες των φλεγόμενοι
οι ιβίσκοι, όλοι σαν υπερβέβαιοι γαμβροί που στων νυμφών
κτυπούν τις θύρες, τότε, σαν να ‘ναι πάντα καλοκαίρι (γιατί
όποια κι αν είναι η εποχή, ο πόθος είναι πάντα θέρος) αναγαλλιάζουν οι ψυχές, και ο Έρωτας, ο πιο ξανθός αρχάγγε-λος του Παραδείσου, βοά και λέγει στο κάθε που άγγιξε κορμί: Τα ρούχα πέτα, γδύσου.
Τίποτε μη φοβάσαι.
Έαρ, χειμώνας, θέρος-
όπου κι αν είσαι-
είναι η ρομφαία μου μαζί σου.”
Από την συλλογή “Οκτάνα” , εκδ. Ίκαρος
Γιάννης Καρατζόγλου, «Φθινόπωρο»
Φθινόπωρο. Τα φύλλα πέφτουν.
Δηλαδή, πάντα τα φύλλα πέφτανε τούτη την εποχή,
οι μέρες μικρές, το φως λιγοστεύει, πρωί σκοτάδι ακόμη,
αρνιέσαι να φορέσεις μάλλινα, ελπίζεις σε μέρες γλυκές,
αλλά, φθινόπωρο. Τα φύλλα πάντα πέφτουν.
Αδήριτα φθινόπωρο. Κι αν δεν το λέγανε οι όψεις και τα χρώματα
το λέει το βάσανο της καθημερινής επιστροφής στα περασμένα
τους μίτους που πας να διασώσεις κι αυτοί ξεφτίζουν βαθμιαία
πέφτοντας με τις γκρι βροχές σε λασπωμένες μνήμες.
Φθινόπωρο. Τα φύλλα πέφτουν. Σαπίζουνε τα φύλλα
στις μακρινές αλέες των βόρειων πόλεων που συνήθισες
κι ένας κρύος αέρας τα παρασέρνει στα χαντάκια.
Φθινοπωριάζει. Η λέξη αγάπη σε έκπτωση.
Το μόνο μέλλον σου, χειμώνας.
Από την συλλογή “Αποτελέσματα χρήσεως” , 2006
Οδυσσέας Ελύτης, «ΣΠΟΡΑΔΕΣ Ελένη»
Με την πρώτη σταγόνα της βροχής σκοτώθηκε το καλοκαίρι
Μουσκέψανε τα λόγια που είχανε γεννήσει αστροφεγγιές
Όλα τα λόγια που είχανε μοναδικό τους προορισμόν Εσένα!
Κατά πού θ’ απλώσουμε τα χέρια μας τώρα που δε μας λογαριάζει πια ο καιρός
Κατά πού θ’ αφήσουμε τα μάτια μας τώρα που οι μακρινές γραμμές ναυάγησαν στα σύννεφα
Τώρα που κλείσανε τα βλέφαρά σου απάνω στα τοπία μας
Κι είμαστε – σαν να πέρασε μέσα μας η ομίχλη –
Μόνοι ολομόναχοι τριγυρισμένοι απ’ τις νεκρές εικόνες σου.
Με το μέτωπο στο τζάμι αγρυπνούμε την καινούρια οδύνη
Δεν είναι ο θάνατος που θα μας ρίξει κάτω μια που Εσύ υπάρχεις
Μια που υπάρχει αλλού ένας άνεμος για να σε ζήσει ολάκερη
Να σε ντύσει από κοντά όπως σε ντύνει από μακριά η ελπίδα μας
Μια που υπάρχει αλλού
Καταπράσινη πεδιάδα πέρ’ από το γέλιο σου ως τον ήλιο
Λέγοντας του εμπιστευτικά πώς θα ξανασυνατηθούμε πάλι
Όχι δεν είναι ο θάνατός που θ’ αντιμετωπίσουμε
Παρά μια τόση δα σταγόνα φθινοπωρινής βροχής
Ένα θολό συναίσθημα
Η μυρωδιά του νοτισμένου χώματος μες στις ψυχές μας που όσο παν
Κι απομακρύνονται
Κι αν δεν είναι το χέρι σου στο χέρι μας
Κι αν δεν είναι το αίμα μας στις φλέβες των ονείρων σου
Το φως στον άσπιλο ουρανό
Κι η μουσική αθέατη μέσα μας ω! μελαγχολική
Διαβάτισσα όσων μας κρατάν στον κόσμο ακόμα
Είναι ο υγρός αέρας η ώρα του φθινοπωρινού ο χωρισμός
Το πικρό στήριγμα του αγκώνα στη ανάμνηση
Που βγαίνει όταν η νύχτα πάει να μας χωρίσει από το φως
Πίσω από το τετράγωνο παράθυρο που βλέπει προς τη θλίψη
Που δε βλέπει τίποτε
Γιατί έγινε κιόλας μουσική αθέατη φλόγα στο τζάκι χτύπημα
Του μεγάλου ρολογιού στον τοίχο
Γιατί έγινε κιόλας
Ποίημα στίχος μ’ άλλον στίχο αχός παράλληλος με τη βροχή δάκρυα
Και λόγια
Λόγια όχι σαν τα’ άλλα μα κι αυτά μ’ ένα μοναδικό τους προορισμόν:
Εσένα!
Από την συλλογή “