Ο θρύλος λέει πως όταν οι πρωτόπλαστοι εκδιώχθηκαν από τον παράδεισο η Εύα πρόλαβε να κλέψει ένα λεμόνι. Όταν το είδε ο Αδάμ φοβήθηκε πολύ και την ικέτεψε να το πετάξει αμέσως κάπου πολύ μακριά. Εκείνη συμφώνησε, αλλά ζήτησε να διαλέξει μόνη της το πού. Και έτσι διάλεξε τη Μεντόν, τη φωτεινή, πολύχρωμη, παραθαλάσσια πόλη της νότιας Γαλλίας, το σημείο εκείνο όπου οι γαλλικές Άλπεις γίνονται ένα με τα γαλάζια νερά της Μεσογείου και οι συνθήκες είναι τέτοιες ώστε επιτρέπουν την καλλιέργεια των πιο ζουμερών, νόστιμων και μυρωδάτων λεμονιών στον κόσμο.
Η παραπάνω ιστορία αποτελεί εδώ και αμέτρητα χρόνια αναπόσπαστο κομμάτι της κουλτούρας των ανθρώπων της Μεντόν, ένα σημαντικό τμήμα κληρονομιάς για το οποίο δηλώνουν κάτι περισσότερο από περήφανοι. Τα λεμόνια που γεννιούνται από την μαλακή, εύγονη γη αυτής της μικρής πόλης είναι το καμάρι των 30.000 μόνιμων κατοίκων, τόσο πολύ που ακόμα και οι τοπικές συγκοινωνίες ονομάζονται Zeste, δηλαδή λεμόνι, τη στιγμή που πάρα πολλές επιχειρήσεις έχουν σαν σύμβολο – τι άλλο; – το γνωστό, κατακρίνο εσπεριδοειδές.
Και παρά το μικρό της μέγεθος, κάθε χρόνο, τον Φεβρουάριο, η παραθαλάσσια Μεντόν σφύζει από ζωή και πλημμυρίζει επισκέπτες που φτάνουν εδώ για να γιορτάσουν τη γιορτή των εσπεριδοειδών, τη διάσημη στη Γαλλία Fête du Citron, αφιερωμένη στην ιστορία καλλιέργειας του συγκεκριμένου είδους φρούτου στην περιοχή. Πιο ειδικά στα νόστιμα λεμόνια της Μεντόν, τα οποία, σύμφωνα με τους ειδικούς, έχουν διαφορετική γεύση από αυτά που καλλιεργούνται στην Κορσική, την Ισπανία ή την Ιταλία: έχουν πιο απαλή γεύση, είναι μεγαλύτερα, πιο στρογγυλά και έχουν πιο τραχιά επιφάνεια. Στη Fête du Citron θα τα δείτε παντού, μαζί με ατελείωτα κιλά πορτοκάλια, να είναι φορτωμένα πάνω σε εντυπωσιακά άρματα, με διαφορετικό θέμα κάθε φορά, και να περιδιαβαίνουν έτσι την πόλη.
Πολλές μουσικές παραστάσεις και χοροί σηματοδοτούν τη θριαμβευτική επιστροφή του φεστιβάλ, μετά από δύο δύσκολα χρόνια πανδημίας. Τον περασμένο μήνα η Μεντόν γύρισε στις παλιές δόξες της, με κεφάτους διασκεδαστές και performers όλων των ειδών να κάνουν βόλτες πάνω σε άμαξες καλυμμένες με λεμόνια και πορτοκάλια, κάποια από αυτά δημιουργούσαν στίβες που έφταναν τα 10 μέτρα ύψους. Όλοι χόρευαν, Samba, Can-can ή Salsa, και χάνονταν σε ένα σύννεφο από κίτρινα κομφετί.
Παρά τη φήμη, όμως, και τον ξεχωριστό θρύλο που τη συνοδεύει η Μεντόν έχει δει εδώ και αρκετά χρόνια την παραγωγή λεμονιού να μειώνεται θεαματικά. Κάποτε αυτή η γραφική πόλη ήταν η μεγαλύτερη παραγωγός λεμονιών στην Ευρώπη, αλλά πλέον μόνο 15 καλλιεργητές παραμένουν ενεργοί. Για την ακρίβεια ακόμα και τα φρούτα που «συμμετέχουν» Fête du Citron φτάνουν στη Μεντόν από την Ισπανία. Κι αυτό γιατί η ντόπια παραγωγή ισούται πλέον με 120 τόνους λεμονιών τον χρόνο, ενώ μόνο για τη γιορτή απαιτούνται τουλάχιστον 180 τόνοι εσπεριδοειδών.
Εκτός από τις Βιβλικές της αναφορές στα λεμόνια, η ιστορία παραγωγής σε αυτή την ηλιόλουστη πόλη της γαλλικής Ριβιέρας ξεκινά τον 15ο αιώνα, όταν οι πρώτοι σπόροι λεμονιών φτάνουν εδώ και οι ντόπιοι διαπιστώνουν πως το κλίμα και η γη ευνοούν πολύ την καλλιέργεια. Μέχρι τον 18ο αιώνα υπολογίζεται πως στην περιοχή παράγονταν περίπου 1 εκατομμύριο λεμόνια κάθε χρόνο.
«Τον 17ο, τον 18ο και τον 19ο αιώνα τα λεμόνια ήταν στα αλήθεια η “περιουσία” της Μεντόν. Γινόταν εξαγωγή στις Ηνωμένες Πολιτείες, στη Ρωσία. Μιλάμε για παραγωγή παγκόσμιας κλίμακας», εξηγεί στο BBC Travel ο David Rousseau, διευθυντής του τμήματος Κληρονομιάς της πόλης.
Με το τέλος της Γαλλικής Επανάστασης, όμως, όταν η νομοθεσία που προστάτευε την παραγωγή λεμονιών της Μεντόν από τον ανταγωνισμό άρθηκε, η κάθοδος της τοπικής οικονομίας ήταν πια γεγονός. Το οριστικό χτύπημα ήρθε τον 19ο αιώνα, όταν Βρετανοί τουρίστες «ανακάλυψαν» την περιοχή και αγόρασαν γη προκειμένου να κατασκευάσουν ξενοδοχεία και βίλες εκεί που κάποτε υπάρχαν καλλιέργειες λεμονιών. Μέχρι το 1950 η κάποτε πρωτεύουσα του λεμονιού ήταν μόνο μία ανάμνηση.
Παρόλα αυτά, τη δεκαετία του 1980 η παραγωγή άρχισε να κινείται και πάλι. Αρκετοί είδαν στα λεμόνια μία νέα ευκαρία με περιτύλιγμα από το παρελθόν και έτσι άρχισαν να επενδύουν ξανά στα χωράφια και στην παραγωγή.
Ένας από αυτούς ήταν ο Laurent Gannac, o οποίος έφτασε στη γαλλική πόλη το 1988 από τη νοτιοδυτική πλευρά της χώρας, προκειμένου να εργαστεί ως γεωπόνος. Θυμάται ότι κάθε φορά που πήγαινε σε κάποιον πελάτη σπόρους λεμονιών εκείνος τον ρωτούσε αν πρόκειται για τα περίφημα λεμόνια της Μεντόν, αυτή την ξεχωριστή, πεντανόστιμη ποικιλία.
«Παρά το γεγονός ότι είχα λάβει επιστημονική εκπαίδευση πάνω στην καλλιέργεια της γης, δεν είχα ξανακούσει ποτέ στη ζωή μου κάτι για τα λεμόνια της Μεντόν. Οπότε τους έλεγα “Λοιπόν τα έχω φέρει από τη Μεντόν άρα υποθέτω ότι είναι το ίδιο», λέει o Gannac. Σιγά-σιγά ήθελε να ανακαλύψει περισσότερα για αυτά τα φημισμένα λεμόνια και έτσι, το 1991, φύτεψε την πρώτη δική του λεμονιά με σπόρους από την ποικιλία Μεντόν. Σήμερα ο ίδιος εργάζεται μαζί με τον γιο του και έχουν 750 δέντρα σε περίπου 2.5 εκτάρια γης, έχοντας θέσει ως στόχο να φτάσουν τις 1.000 λεμονιές μέσα στον επόμενο χρόνο. Και παρόλο που η παραγωγή του δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να συγκριθεί με αυτή των γειτονικών χωρών, όπως η Ισπανία ή η Ιταλία, ο Gannac δηλώνει περήφανος που βάζει τα προς το ζην αποκλειστικά και μόνο από τα λεμόνια του.
Αν και ο ίδιος καλλιεργεί τη σπάνια ποικιλία λεμονιών της Μεντόν για περίπου δύο δεκαετίες, ο Gannac είχε την ευκαιρία να διαπιστώσει τόσο γευστικά και μοναδικά είναι τα εν λόγω εσπεριδοειδή όταν τα δοκίμασε μαζί με άλλα κατά τη διάρκεια της επίσκεψης του στο Εθνικό Ινσιτούτο Αγροτικών Ερευνών της Γαλλίας. Τότε ήταν που κατάλαβε πως τα γνήσια λεμόνια της Μεντόν διαφέρουν από όλα τα υπόλοιπα σε άρωμα, γλυκάδα και υφή. Έχουν ήπια γεύση και μπορούν πράγματα να καταναλωθούν μόνα τους ολόκληρα.
Επιπλέον, τα συγκεκριμένα λεμόνια είναι εξαιρετικά ζουμερά, γεγονός που τα κάνει ιδιαίτερα αγαπητά στον βραβευμμένο σεφ Mauro Colagreco του εστιατορίου Mirazur στην Μεντόν, το οποίο το 2019 ήταν στη λίστα με τα 50 Καλύτερα Εστιατόρια του Κόσμου.
Ο Colagreco, πάντως, δεν είναι ο μοναδικός «πρεσβευτής» των υπέροχων τοπικών λεμονιών στον υπόλοιπο κόσμο, δημιουργώντας τη διάσημη τάρτα του με λεμόνια ή το φίνο πιάτο με λαμβάκι, λεμόνια και chives. Η Luisa Delpiano – Inversi, ιδρύτρια της εταιρίας Pasta Piemonte που παράγει χειροποίητα ζυμαρικά από το 2013, χρωστάει σημαντικό κομμάτι της επιτυχίας της στα απίθανα ραβιόλια λεμονιού, τα οποία μάλιστα εξάγει σε αρκετές χώρες του κόσμου. Η ίδια επιβεβαιώνει πως αυτό το φρούτο δεν έχει όμοιο του σε όλο τον πλανήτη, χάρη στο έντονο άρωμα του και γεγονός ότι δεν αφήνει καθόλου πικράδα στο στόμα.