Το έργο του υδροηλεκτρικού σταθμού του Πολυφύτου έχει μια αξιοθαύμαστη συνέπεια στην αρχική του μελέτη, η οποία έγινε πριν το 1970, ενώ ο σταθμός άνοιξε το 1974.
Η μέση ετήσια εισροή υδάτων από την εκμετάλλευση του ποταμού Αλιάκμονα ανέρχεται στα 1370 εκατομμύρια κυβικά νερού, εκ των οποίων τα 90 χρησιμοποιούνται για άρδευση του κάμπου των Σερβίων και του Βελβεντού και για την τροφοδοσία των ψυκτικών συστημάτων των ατμοηλεκτρικών σταθμών του λεκανοπεδίου Πτολεμαΐδας και Κοζάνης.
Τα υπόλοιπα 1280 εκατομμύρια κυβικά χρησιμοποιούνται για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας, για άρδευση, ύδρευση, βιομηχανική χρήση και οικολογική παροχή για το λεκανοπέδιο και τον κάμπο της Θεσσαλονίκης, της Ημαθίας και της Πιερίας. Πρόκειται λοιπόν για ανελαστικές ανάγκες για τις οποίες η λεκάνη απορροής του Αλιάκμονα δίνει πάνω από 1 δισεκατομμύριο κυβικά νερού το χρόνο!
Στον υδροηλεκτρικό σταθμό βρίσκονται εγκατεστημένες τρεις όμοιες μονάδες παραγωγής ενέργειας ισχύος 125MW (Μεγαβάτ) η καθεμία. Για να καταλάβουμε τα μεγέθη αυτά θα πρέπει να αναφέρουμε ενδεικτικά πως η πόλη της Κοζάνης για παράδειγμα, χρειάζεται ημερησίως τους χειμερινούς μήνες 30 MW.
Η υψομετρική διαφορά μεταξύ του σταθμού και της στάθμης της λίμνης, κυμαίνεται μεταξύ 120 και 141 μέτρων. Αυτή την πολύ καλή υψομετρική διαφορά εκμεταλλεύεται ο ΥΗΣ και το νερό πριν από τους στροβίλους έχει πίεση, η οποία κυμαίνεται από 12 μέχρι 14 ατμόσφαιρες ανάλογα με την στάθμη της λίμνης, ενώ όταν ανοίξουν οι δικλείδες εισαγωγής, τότε η υδραυλική ενέργεια μετατρέπεται σε κινητική και στρέφει τα στροφεία των στροβίλων με 214 στροφές το λεπτό.
Με τη δημιουργία και την περαιτέρω αξιοποίηση της λίμνης Πολυφύτου, εκτός της λειτουργίας του σταθμού, δίνονται δυνατότητες για ανάπτυξη ναυταθλητικών δραστηριοτήτων. Πολύ σημαντική, επίσης, είναι και η ανάσχεση των πλημμύρων, ενώ η παρέμβαση στο περιβάλλον της περιοχής σχετίζεται με τη δημιουργία μικροκλίματος στην περιοχή περιμετρικά της λίμνης, σε αντίθεση με το ποτάμιο τοπίο που προϋπήρχε, καθώς η δημιουργία του φράγματος προκάλεσε τον κατακλυσμό των πεδινών εκτάσεων της παραλίμνιας περιοχής.