Η Σιάτιστα, η πρωτεύουσα του Βοΐου με πληθυσμό 5500 κατοίκους, μια όμορφη κωμόπολη χτισμένη σε υψόμετρο 920 μέτρων στις βουνοπλαγιές του Γρίβα του όρους Βέλια, μοιάζει με κάστρο βυθισμένο στα απομονωμένα υψώματα. Χωρίζεται στις συνοικίες της Χώρας, το Βόρειο τμήμα της πόλης που αποτελεί χαρακτηρισμένο παραδοσιακό οικισμό, και της Γεράνειας. Σημείο προσανατολισμού είναι η κεντρική πλατεία Τρία Πηγάδια και το κιόσκι της δημοτικής επιχείρησης τουρισμού. Η κύρια ασχολία των κατοίκων είναι η υφαντική, η γουνοποιία, η βαφική τέχνη και η αμπελοκαλλιέργεια.
Κατοικήθηκε στις αρχές του 15ου αιώνα από ανθρώπους των γύρω χωριών που κατέφυγαν στα ορεινά για να αποφύγουν την καταπίεση των Οθωμανών κατακτητών. Έπειτα, δέχθηκε εποικισμούς από την Ήπειρο, τη Μοσχόπολη, τη Θεσσαλία, την Πελοπόννησο και όλο το Βόιο.
Η θέση και οι άνθρωποί της την κατέστησαν ένα σημαντικότατο εμπορικό κέντρο για ολόκληρη τη Βαλκανική χερσόνησο. Ήταν κάπου στις αρχές του 16ου αιώνα όταν άρχισαν οι πρώτες ζυμώσεις που μετέτρεψαν το μικρό χωριό σε ισχυρό γεωργικό και κτηνοτροφικό κέντρο.
Τον 18ο και 19ο αιώνα η πόλη φτάνει να γνωρίσει τεράστια οικονομική ακμή, στηριζόμενη στο εμπόριο των ιδιαίτερων προϊόντων της, όπως το ηλιαστό κρασί και το επεξεργασμένο δέρμα. Ήδη είχε αναπτυχθεί μία έντονη εμποροαγωγιάτικη δραστηριότητα των Σιατιστινών προς τα Ιωάννινα η οποία με τον καιρό επεκτάθηκε στα Βόρεια, στη Βενετία, στη Βουδαπέστη, στη Βιέννη και στη Μόσχα.
Η επαφή των Σιατιστινών με τον πολιτισμό της ελεύθερης Ευρώπης είχε ως αποτέλεσμα την πνευματική και κοινωνική ανάπτυξη και την άνοδο του βιοτικού επιπέδου τους. Σε αυτή την περίοδο της μεγάλης ακμής της η Σιάτιστα ήταν η μοναδική πόλη σε ολόκληρη τη Μακεδονία που διέθετε πλήρες δίκτυο ύδρευσης και αποχέτευσης.
Από την πρώτη κιόλας ματιά δίνει την αίσθηση ότι έχει κάτι παραπάνω από τις συνηθισμένες πόλεις. Κάτι ιδιαίτερο τη χαρακτηρίζει. Είναι τα αρχοντικά της. Τα σπίτια αυτά δεν αποτελούσαν μία απλή λύση στεγαστικής ανάγκης, αλλά χαρακτηρίζονταν από ένα αρχιτεκτονικό ύφος εντελώς ξεχωριστό στη λαϊκή έκφραση της μακεδονικής αρχιτεκτονικής.
Τριάντα περίπου αρχοντικά σώζονται μέχρι σήμερα, τα οποία αν και με έκδηλα τα σημάδια του χρόνου δεν παύουν να εκφράζουν με τον πιο ξεκάθαρο τρόπο τις συνήθειες των πρώτων ιδιοκτητών τους, την ανοιχτή κοινωνική ζωή, το συναγωνισμό στην επίδειξη του πλούτου, μα πάνω από όλα την καλαισθησία και την αγάπη για την τέχνη.
Η οικονομική άνεση έδωσε στους λαϊκούς τεχνίτες την ευκαιρία και τα μέσα να εκφράσουν όλη τους τη δεξιότητα και καλαισθησία. Τα μεγαλόπρεπα αυτά αρχοντικά, χτισμένα από Ηπειρώτες και Βοϊώτες μαστόρους, περιτριγυρισμένα από λιθόστρωτα καλντερίμια, ανήκαν σε πλούσιους έμπορους και οινοποιούς του 18ου και 19ου αιώνα.
Πρόκειται για διώροφα πέτρινα σπίτια με μεγάλο όγκο, ψηλούς τοίχους που περιβάλλουν την αυλή και πολεμίστρες, οι οποίες ανοίγονται σε διάφορα σηµεία για την προστασία από τους Τουρκαλβανούς επιδρομείς.
Το εσωτερικό χαρακτηρίζεται από άνετους και πλούσια διακοσμημένους χώρους και την ύπαρξη ενός πυρήνα γύρω από τον οποίο γίνεται η διάταξή τους. Από εδώ ξεκινούν δύο σκάλες. Η δεξιά οδηγεί στον πρώτο όροφο, όπου βρίσκονται τα δωμάτια διαμονής κατά το Χειμώνα και η αριστερή στον δεύτερο με τα Καλοκαιρινά δωμάτια.
Ο χώρος του ισογείου καταλαβαίνεται από το κατώγι, όπου φυλάσσονταν τα βαρέλια του κρασιού και το πουστάβι, το πατητήρι των σταφυλιών. Οι τοίχοι των ορόφων είναι επενδυμένοι µε ξύλο και ζωγραφισμένοι µε πολύχρωµα σχέδια. Η οροφή είναι στολισμένη µε ξυλόγλυπτες διακοσμήσεις. Συχνά τα τζάµια είναι επίσης ζωγραφισμένα, τα γνωστά βιτρό. Στις πλακοστρωμένες αυλές υπάρχει ο φούρνος, το μαγειρειό, αποθήκες, στάβλοι, αχυρώνας, κοτέτσι, πηγάδι, και κιόσκι. Την εικόνα συμπλήρωναν κήποι µε λουλούδια, γλάστρες και κληματαριές που περιέβαλαν το σπίτι.
Ξεχωρίζουν τα αρχοντικά της Πούλκως και του Νεραντζόπουλου, που είναι επισκέψιμα, καθώς και εκείνα του Κανατσούλη, του Μανούση, του Πουλκίδη, της κυρα-Σανούκως, του Τσιότσιου, του Τζιούρα και του Μαλιόγκα.
Εδώ λειτουργεί η Μανούσειος Βιβλιοθήκη με 6000 βιβλία, καθώς και Εκκλησιαστικό Μουσείο στο μητροπολιτικό ναό του Αγ. Δημητρίου, Βοτανικό Μουσείο με Παλαιοντολογική Συλλογή, Λαογραφικό Μουσείο, ενώ επισκέψιμα είναι διάφορα κελάρια και η παραδοσιακή κατοικία του Τσιότσιου Χρ. – Ντέρου Τ. με ιδιωτική λαογραφική συλλογή. Στην πόλη σώζονται 26 μεταβυζαντινές εκκλησίες, όπως ο εντυπωσιακός ναός της Αγ. Παρασκευής στην πλατεία της Γεράνειας, που χρονολογείται από το έτος 1677. Μια άλλη παλιά και όμορφη εκκλησία είναι εκείνη του Προφήτη Ηλία, στο μέσο σχεδόν των δύο συνοικιών, που χτίστηκε το έτος 1701 και ανακαινίστηκε το έτος 1740.