Ο Πεντάλοφος, το παλιό Ζουπάνι, είναι το μεγαλύτερο μαστοροχώρι της Μακεδονίας. Εδώ γεννήθηκε η χαρακτηριστική φράση Πέτρα είχαμε, πέτρα δουλέψαμε… Οι μάστορες που έβγαλε ο τόπος ήταν τόσοι πολλοί και ξακουστοί, με αποτέλεσμα να αποκαλούνταν ως Ζουπανιώτες, όχι μόνο οι μάστορες του γειτονικού Βυθού, αλλά όλοι όσοι προέρχονταν από το Βόιο. Η τέχνη τους βρίσκεται αποτυπωμένη κυρίως στις εκκλησίες, στα διώροφα και τριώροφα σπίτια του χωριού.
Είναι χαρακτηρισμένος ως Παραδοσιακός Οικισμός και διαθέτει περισσότερα από 500 πυργόσπιτα. Χωρίζεται σε δύο κύριες συνοικίες, την Κάτω, σκαρφαλωμένη στην απότομη πλαγιά της Γκραντίσκας και την Άνω, χτισμένη δίπλα στο καστανόδασος του Ρουμανιού. Ακριβώς στο κέντρο βρίσκεται η πλατεία με τα καταστήματα, η περίφημη Λόντζια, για την οποία δημιουργήθηκε και ξεχωριστός παραδοσιακός χορός. Είναι ένα τεράστιο σε έκταση κεφαλοχώρι, δομημένο αμφιθεατρικά, με το υψόμετρό του να κυμαίνεται από 950 μέχρι 1.100 μέτρα. Την περίοδο της απελευθέρωσης από τους Τούρκους ο πληθυσμός του έφθανε σχεδόν τους 2.500 κατοίκους και είχε μετατραπεί σε μία ζωντανή ορεινή κωμόπολη. Σήμερα 300 περίπου άνθρωποι μένουν εδώ όλο το χρόνο αν και το Καλοκαίρι ο αριθμός αυξάνεται κατά πολύ.
Ο πρώτος πυρήνας του οικισμού δημιουργήθηκε το έτος 1427 και έπειτα εγκαταστάθηκαν αμιγώς ελληνικοί πληθυσμοί από άλλες περιοχές του Βοΐου και της Ηπείρου. Από τότε πρωταγωνίστησε σε όλους σχεδόν τους σημαντικούς σταθμούς της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας. Στην περίοδο της Τουρκοκρατίας το Ζουπάνι ήταν το σημαντικότερο κέντρο της βορειοανατολικής Πίνδου.
Στα χρόνια της Επανάστασης εδώ δρούσε ο Παύλος Μελάς, όπως και μέχρι εδώ έφταναν οι επιδρομές των Τουρκαλαβανών για να σκορπίσουν την καταστροφή και τελικά να κάψουν το χωριό το έτος 1829. Στον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο αποτέλεσε το ορμητήριο του ελληνικού στρατού και την πολιτική και στρατιωτική έδρα της Αντίστασης της Δυτικής Μακεδονίας από τον Ιούνιο του έτους 1943 ως το τέλος της Κατοχής. Από εδώ πέρασε ο Δαβάκης, ο πρωταγωνιστής του έπους του ’40 και από εδώ ξεκινούσαν οι Γυναίκες της Πίνδου, φορτωμένες με πυρομαχικά στην ανηφόρα για το μέτωπο και τραυματίες στην επιστροφή.
Η νύχτα ζύγωνε, η βροχή δυνάμωνε και οι πρώτοι στρατιώτες πρόβαλαν μουσκεμένοι μέχρι το πετσί με το όπλο και τα εφόδιά τους φορτωμένοι. Σα νύχτωσε κατέφθαναν κι άλλοι πολλοί και γυναίκες με μουλάρια και άντρες του χωριού με δαδιά, για να δείχνουν το δρόμο. Ακόμα και στην αυλή μας είχαμε πολεμοφόδια. Φωνές, αλαλαγμός, τα ζώα δεν τα άφηναν να γυρίσουν πίσω, έπρεπε να ξαναπάνε στον Αι-Γιώργη της Βουχωρίνας. Ορθάνοικτες οι πόρτες του σχολείου να δεχθούν τους στρατιώτες. Με τα προπύλαιά του, τα μεγάλα παράθυρα και τις πελεκητές σε αρμονία πέτρες του, μου μιλούσε:
«Μη φοβάσαι, θα νικήσουμε». (Δωροθέα Τακαλιού)
Εδώ γράφτηκε η πρώτη ήττα των κατακτητών και από χωριά σαν τον Πεντάλοφο άλλαξε η παγκόσμια ιστορία. Βομβαρδίστηκε πολλές φορές από την ιταλική πολεμική αεροπορία, αλλά και από οβίδες όλμων κατά τον Εμφύλιο. Ως εκ θαύματος, γλίτωσε την πυρπόληση από τους Γερμανούς το έτος 1944 αν και υπήρξαν εκτελέσεις. Κάηκαν μόνο οι υποδομές των ανταρτών και το παλιό σχολείο, που ήταν ένα έργο τέχνης.
Σήμα κατατεθέν αποτελεί η Γκραντίσκα και ο Ι.Ν. του Αγ. Αχιλλείου. Η Γκραντίσκα δεν είναι απλά ένας βράχος. Οι Πενταλοφίτες τον θεωρούν ιερό και είναι έθιμο για ζευγάρια, παρέες και ολόκληρες οικογένειες να ποζάρουν μπροστά της για μια φωτογραφία, συμβολίζοντας με την αγέρωχη ράχη της την ανθεκτικότητα των ανθρώπινων σχέσεων. Από το έτος 1346 είχε ξεκινήσει να λειτουργεί ως κάστρο, τμήματα του οποίου σώζονται ακόμη. Άλλωστε, η λέξη Γκραντίσκα σημαίνει μικρή πόλη – κάστρο.
Ο Ι.Ν. του Αγ. Αχιλλείου χτίστηκε το έτος 1742 από Ζουπανιώτες μαστόρους και φιλοτεχνήθηκε το 1774 από ζωγράφους των Χιονάδων της Ηπείρου. Το ιερό είχε ιστορηθεί νωρίτερα, το έτος 1744, από Γιαννιώτες ζωγράφους. Εδώ οι δημιουργοί υπερέβαλαν εαυτών. Πρόκειται για ένα μοναδικό αρχιτεκτονικό κτίσμα και ένα αριστούργημα της αγιογραφικής τέχνης. Σήμερα, έχει κηρυχτεί Διατηρητέο Μνημείο. Παλιότερα αποτελούσε το χώρο εκκλησιασμού και των κατοίκων του Βυθού, όταν τα δύο χωριά θεωρούνταν ως ένα. Οι ντόπιοι σέβονταν τόσο πολύ τον Άγιο, που μια παλιά παράδοση λέει πως όσοι περνούσαν έφιπποι από εκεί έπρεπε να ξεπεζέψουν, γιατί αλλιώς τα άλογα τρόμαζαν, αγρίευαν και δεν προχωρούσαν.
Σαν περάσεις φίλε από τον Πεντάλοφο, μην ξεχάσεις να ανάψεις ένα αγιοκέρι στη χάρη του Αγίου και να θαυμάσεις από κοντά τα έργα μιας εποχής όπου δεν υπήρχαν οι μηχανές και οι άνθρωποι δεν ζούσαν στον πυρετό μας. (Αργύρης Παφίλης)
Ξεκινώντας την περιπλάνηση στα δαιδαλώδη γραφικά καλντερίμια του οικισμού, είναι πολύ ενδιαφέρουσα μια διαδρομή που θα περνάει από όλες τις πέτρινες εκκλησίες του.
Καμάρι του φυσικού κόσμου που περιβάλλει τον Πεντάλοφο είναι για τους κατοίκους ο ορεινός όγκος του Προφήτη Ηλία, ο Αηλιάς ο Ζουπανιώτικος, το πυκνό καστανόδασος του Ρουμανιού, η κορυφή της Σπλήνας, οι ιαματικές πηγές στα Μπάνια και τα πευκοδάση της Πανούκλας.
Ο Βυθός
Κανένας άλλος οικισμός του Βοΐου δεν είναι χτισμένος σε τόσο απότομο και ορεινό τόπο όπως ο Βυθός, ο παλιός Ντόλος, που βρίσκεται σε υψόμετρο 1025 μέτρων, αθέατος σχεδόν από παντού. Χωρίζεται σε δύο απομακρυσμένους μεταξύ τους μαχαλάδες, σα να πρόκειται για διαφορετικά χωριά. Ο Κάτω Βυθός, σε απόσταση μόλις ενός χιλιομέτρου από τον Πεντάλοφο, βρίσκεται πραγματικά βυθισμένος σε μια απότομη ρεματιά, πολιορκημένος από την πυκνή βλάστηση του καστανόδασους του Σιούτσι, όπου υπάρχει μία υπεραιωνόβια καστανιά. Αντίθετα, ο Επάνω Βυθός κρέμεται από τους θεόρατους βράχους που σχηματίζει το Καραούλι, οι οποίοι υψώνονται κατακόρυφα σε ύψος διακοσίων μέτρων, προστατεύοντας, ή απειλώντας τον. Εδώ βρίσκεται η κεντρική πλατεία, ο Μάρμαρος.
Είναι ένα μεγάλο σε έκταση μαστοροχώρι, με 200 σπίτια, τα περισσότερα πέτρινα. Ο πληθυσμός του στη δεκαετία του ‘40 ξεπερνούσε τους 800 κατοίκους. Σήμερα 100 άνθρωποι τον κρατούν ζωντανό κατά το Χειμώνα. Χαρακτηριστικές είναι οι αναβαθμίδες τριγύρω, οι πεζούλες που φτιάχνονταν με σκοπό την ισοπέδωση του εδάφους ώστε να καλλιεργηθεί.
Στον Κάτω Βυθό ζούσαν μερικές οικογένειες πριν το έτος 1600. Το ιδιαίτερο της τοποθεσίας προσέλκυσε πληθυσμούς από τα κατεστραμμένα Παλιοχώρια, όπως τη Φτέρη, την Καλογρίτσα, το Ζάλτσι, τον Ισκιοντόλο και το Παλιοκριμήνι και έπειτα από την Κυψέλη, τους Φιλιππαίους, το Σούλι και το Κεράσοβο της Ηπείρου. Αργότερα, στην περίοδο του Β’ Παγκοσμίου πολέμου και συγκεκριμένα τον Ιούλιο του έτους 1944 η ομοψυχία των κατοίκων και η προσφορά τους στον αγώνα της εθνικής αντίστασης οδήγησε τη γερμανική διοίκηση στη μικρόψυχη απόφαση να πυρποληθεί το χωριό αδιακρίτως. Το τελικό χτύπημα έδωσε ο Εμφύλιος, μιας και ο τόπος βρέθηκε ανάμεσα στα αδελφοκτόνα πυρά, βιώνοντας ανείπωτες ιστορίες. Στο παλιό σχολείο λειτουργεί από το 2013 Μουσείο Ιστορίας – Λαογραφίας.
Όμως το μεγαλείο της φύσης που περιβάλλει το Βυθό έμεινε ανέγγιχτο στο πέρασμα του χρόνου. Εντυπωσιάζει το Καραούλι με τους κάθετους βράχους και το καστανόδασος του Λόγγου που βρίσκεται ακριβώς πίσω του, η τοποθεσία του Αγ. Πολύκαρπου με τον μικρό καταρράκτη από όπου γίνεται προσβάσιμη η τεχνητή λίμνη και αναμφισβήτητα το φυσικό μνημείο της Σιουποτίστας με το Σκοτωμένο Νερό, η ομορφότερη ίσως εικόνα του Βοΐου. Στον Κάτω Βυθό βρίσκονται δύο ακόμη επισκέψιμα καστανοδάση, της Μανούκας και του Σιούτσι, στην είσοδο του οποίου χτίστηκαν τα Μπνάρια, δύο κοντινές πέτρινες βρύσες με γάργαρο νερό, έργα τέχνης, καθώς και το γεφυράκι του Βυθού.
Το Δίλοφο
Το Δίλοφο, το παλιό Λιμπόχοβο, είναι ένα ακόμη περίφημο μαστοροχώρι, χτισμένο σε υψόμετρο 960 μέτρα στη δασωμένη ράχη Μπουργιάνη, στις Νότιες απολήξεις του Βοΐου, πολύ κοντά στον Τάλιαρο. Χωρίζεται σε δύο συνοικίες, η πρώτη με Ανατολικό και η δεύτερη με Δυτικό προσανατολισμό, ενώ ακριβώς ανάμεσά τους βρίσκεται η κεντρική πλατεία και ο Ι.Ν. Κοιμήσεως της Θεοτόκου, ένα έργο εξειρετκής τέχνης. Αν και το Δίλοφο δεν είναι χαρακτηρισμένος παραδοσιακός οικισμός αποτελεί το καλύτερα διατηρημένο από αρχιτεκτονικής άποψης χωριό του Βοΐου με τη χαρακτηριστική κοκκινωπή πέτρα του.
Το Χειμώνα εγκαταλείπεται σχεδόν τελείως. Οι ελάχιστοι κάτοικοι που απομένουν έχουν να διηγηθούν πολλά για το αδιάβατο χιόνι, το πέρασμα των αρκούδων και τις μοναχικές νύχτες, αλλά και για την απέραντη γαλήνη, την ομορφιά του τοπίου και τον καθαρό βουνίσιο αέρα.
Πριν από 100 χρόνια πιθανό ξεπερνούσε τους 400 κατοίκους. Οι περισσότεροι έφθασαν εδώ μετά τις αλλεπάλληλες καταστροφές του Τσέρου, που είχε την ατυχία να βρίσκεται επάνω στη στράτα των Τουρκαλβανών προς το Νότο. Άλλοι ήρθαν εδώ από την Ήπειρο και από τα ημιορεινά του Βοΐου, ζητώντας καταφύγιο. Περήφανοι άνθρωποι οι Διλοφίτες, με αγάπη για τα γράμματα και τη μαστορική, επιστρέφουν τα Καλοκαίρια και φροντίζουν με περίσσιο ζήλο το χωριό το οποίο αναγεννιέται, ξεπερνώντας τους 100 κατοίκους.
Η Αγ. Σωτήρα
Ακριβώς επάνω από τον ποταμό Πραμόριτσα και την παλιά εθνική οδό Κοζάνης – Ιωαννίνων, στην πλαγιά ενός μικρού λόφου, σε υψόμετρο 900 μέτρα, κρύβεται η Αγ. Σωτήρα, ή αλλιώς Σβόλιανη. Πίσω από τα πυκνά δέντρα ξεδιπλώνεται ένας μυστικός τόπος με διώροφα πέτρινα σπίτια, καλντερίμια και λιγοστούς, αλλά ζεστούς ανθρώπους. Όπως στα περισσότερα χωριά της περιοχής, έτσι και στη γραφική Αγ. Σωτήρα η βλάστηση είναι οργιώδης, αυξάνεται συνεχώς, θεριεύει τα δάση, πολλαπλασιάζει την άγρια ζωή και κυριαρχεί στη θέση της άλλοτε ανθρώπινης παρουσίας, έχοντας καλύψει πεζούλες, μονοπάτια, μέχρι και κτίρια.
Παλιότερα, εδώ είχαν βρει καταφύγιο πληθυσμοί από τα πιο χαμηλά, αλλά και κάτοικοι του Τσέρου. Η Σκάλα της Σβόλιανης, το στριφογυριστό πέτρινο καλντερίμι που ενώνει την Αγ. Σωτήρα με τον Πεντάλοφο έχει πολλά να μας πει για τους διωγμούς των Χριστιανών, το πέρασμα των ελληνικών στρατευμάτων στο έπος του ’40, τις περιπλανήσεις των μαστόρων και τα μακρινά ταξίδια των κιρατζήδων.
Σήμερα το χωριό δεν σβήνει, αντιστέκεται και ξαναζωντανεύει με κάθε ευκαιρία, θυμίζοντας τις παλιές εποχές, όταν ξεπερνούσε τους 300 κατοίκους. Διαθέτει δύο υπέροχες εκκλησίες, την κεντρική, που είναι αφιερωμένη στους Αγίους Κωνσταντίνο και Ελένη και τον Κοιμητηριακό ναό της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος, που βρίσκεται στην είσοδο του οικισμού.
Η Νέα Κοτύλη
Ήταν κάπου μετά τον Εμφύλιο όταν οι κάτοικοι της Παλιάς Κοτύλης, ή αλλιώς Κοτέλτσι πήραν τη δύσκολη απόφαση να εγκαταλείψουν το χωριό τους. Είχε υποστεί πολλές καταστροφές και σκοτωμούς μετά τους πολέμους και βρίσκονταν απομονωμένο σε μία άγρια τοποθεσία, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να προσφέρει στους κατοίκους του τα απαραίτητα για να επιβιώσουν στην νέα εποχή που θα ξεκινούσε. Κάποιοι ακολούθησαν τους δρόμους της ξενιτιάς, άλλοι προτίμησαν να μείνουν στην Καστοριά και πολλοί από αυτούς αποφάσισαν να ιδρύσουν τη Νέα Κοτύλη στην απέναντι πλευρά του βουνού.
Το νέο χωριό, το οποίο αναγνωρίστηκε ως οικισμός το έτος 1951, χτίστηκε στα βορειοανατολικά του Βοΐου, ακριβώς απέναντι από τα Όντρια, πιο κοντά στο Νεστόριο από ό,τι το παλιό, δίπλα στην εθνική οδό που ενώνει την Καστοριά με τα Ιωάννινα. Είναι ένα από τα ψηλότερα κατοικήσιμα μέρη της Ελλάδας με το εκπληκτικό υψόμετρο των 1.400 μέτρων. Εδώ οι στέγες είναι φτιαγμένες από λαμαρίνα και έχουν μεγάλη κλίση, για να πέφτει πιο εύκολα το ατελείωτο χιόνι του Χειμώνα. Σήμερα τείνει να διαμορφωθεί σε έναν από τους δημοφιλέστερους ορεινούς προορισμούς της Δυτικής Μακεδονίας. Οι Κοτυλιώτες επιστρέφουν στο παλιό χωριό μία φορά το χρόνο, για να τιμήσουν τον Αγ. Γεώργιο δίπλα στα γκρεμισμένα σπίτια των οικογενειών τους.