Τώρα που το καλοκαίρι μπαίνει δυναμικά, είναι μια καλή ευκαιρία να (ξανά)γνωρίσουμε κάποια μέρη της Δ. Μακεδονίας που ανήκουν στα κορυφαία της.
Μπουχάρια – Νοχτάρια
Τα Μπουχάρια είναι φυσικές γεωμορφές που προήλθαν από τη διάβρωση του εδάφους σε διάστημα χιλιάδων χρόνων. Έχουν το σχήμα χωμάτινης κολόνας και αποτελούνται από άμμους, κροκάλες, μάργες και αργίλους, με πιθανή «συγκολλητική» ύλη οξείδια του σιδήρου και διοξείδιο του πυριτίου. Την κορυφή των κολόνων αυτών καλύπτει μια σχιστολιθική πλάκα που «έπαιξε» το ρόλο της ομπρέλας στην εξέλιξη του σχηματισμού. Υπάρχουν γύρω στις 20 κολόνες και το ύψος τους ποικίλει από 2 μέχρι 6 μέτρα.
Είναι μοναδικά στον ελλαδικό χώρο και βρίσκονται στο Μικρόβαλτο του δήμου Σερβίων, στο 3ο χλμ του δρόμου προς το Λιβαδερό, 40 χιλιόμετρα νότια της Κοζάνης. Το όνομα της τοποθεσίας «Μπουχάρια» προέρχεται από το σχήμα των σχηματισμών που θυμίζουν καμινάδες, καθότι «μπουχάρι» στην τοπική διάλεκτο λένε την καμινάδα. Ενδιαφέρον στην περιοχή παρουσιάζουν ακόμη οι κωνικοί εντυπωσιακοί σχηματισμοί, τα «Νοχτάρια», ίδιας προέλευσης και σύστασης με τα «Μπουχάρια», χωρίς όμως το σχιστολιθικό «καπέλο», που επεκτείνονται σε μήκος δύο χιλιομέτρων στο ρέμα της Ποταμιάς.
Τα «Μπουχάρια» και τα «Νοχτάρια» συνθέτουν ένα φυσικό τοπίο απαράμιλλης ομορφιάς και υψηλής αισθητικής που καθηλώνει τους επισκέπτες.
Γεφύρι Πορτίτσας
Το γεφύρι της Πορτίτσας βρίσκεται στο χωριό Σπήλαιο, της ΠΕ Γρεβενών και απέχει 45 χιλιόμετρα από την ομώνυμη πρωτεύουσα. Πιθανότατα είναι το δημοφιλέστερο και ομορφότερο γεφύρι των Γρεβενών καθώς με το υπέροχο τοπίο που δημιουργεί το βαθύ φαράγγι με το καλά συντηρημένο γεφύρι και η ευκολία της πρόσβασης σ’ αυτό δημιουργούν ένα μνημείο απαράμιλλης και ασύγκριτης ομορφιάς. Ανάμεσα στα βουνά Σπηλαίου και Λυκότρυπας δημιουργείται η κοιλάδα Κανάβη. Η ευχάριστη αγκαλιά της κοιλάδας με τα νερά του ορεινού ρέματος να κυλούν νωχελικά ανάμεσα σε κροκάλες και πλατάνια, ημερεύει τη σκληρότητα της ορεινής γης. Η κοιλάδα καταλήγει σε βαθύ φαράγγι, που ονομάζεται Πορτίτσα, ενώ η έξοδος του ονομάζεται Καρούτες.
Την εικόνα έρχεται να συμπληρώσει στο βάθος το βράχινο φράγμα που σχηματίζουν σαν συμπληγάδες οι δυο αντικριστοί κάθετοι βράχοι το οποίο εμποδίζει αποφασιστικά το άπλωμα του μικρού οροπεδίου. Μπροστά από το στενόμακρο στόμιο του φαραγγιού που χάσκει σαν πόρτα που ξεχάστηκε ανοικτή, το πέτρινο γεφύρι της Πορτίτσας δρασκελίζει το ποτάμι δίνοντας διέξοδο στην επικοινωνία των ντόπιων ανάμεσα στο Σπήλαιο και το Τρίκωμο.
Ο ποταμός που περνά κάτω από την κάμαρα του γεφυριού είναι ο Βενέτικος ποταμός, παραπόταμος του Αλιάκμονα, ο οποίος είναι ο μεγαλύτερος σε μήκος Ελληνικός ποταμός (μήκος 297 χιλιόμετρα). Η κατασκευή της γέφυρας υπολογίζεται το 1743 και σύμφωνα με πηγές χτίστηκε με προσφορές από το Μοναστήρι του Σπηλαίου. Είναι δίτοξο με το άνοιγμα του μεγάλου τόξου να φτάνει στα 13,80μ και του μικρού τα 5μ. Το συνολικό του μήκος είναι 34 μ. και το πλάτος του 2,70 μ., το δε συνολικό του ύψος του φτάνει τα 7,80 μ. Από το γεφύρι ξεκινά λίθινο μονοπάτι που φτάνει ως το χωριό.
Κορυφές Βιτσίου
Το μέσο υψόμετρο του όρους Βέρνον είναι 1.500μ., το κλίμα ηπειρωτικό με πολύ κρύους χειμώνες. Το όρος αποτελεί τη ΝΑ συνέχεια του άλλου όρους Βαρνούντα και η ψηλότερη κορυφή του είναι το Βίτσι και βρίσκεται σε υψόμετρο 2.128μ. Καταλήγει σε δύο κλάδους, την Κλεισούρα και το Ραδόσι. Πολλά τα εγκαταλειμμένα χωριά, πολλοί και οι βοσκότοποι. Υπάρχουν εκτεταμένα δάση οξιάς, λειμώνες, αλκαλικοί τυρφώνες κ.ά. Στους χείμαρρους της περιοχής ζει η άγρια πέστροφα. Με βάση την οδηγία για τους Οικότοπους [92/43/EOK] συγκαταλέγεται στο ευρωπαϊκό δίκτυο προστατευόμενων περιοχών NATURA 2000. Το φυσικό περιβάλλον της περιοχής είναι ιδιαίτερα σημαντικό για αρκετά είδη πανίδας όπως η αρκούδα, ο σφηκιάρης (Pernis apivorus), το κιρκινέζι (Falco naumani) και ο λιβαδόκιρκος (Circus pygagrus).
Το νότιο Βέρνον τροφοδοτεί τις λίμνες του Αμυνταίου, ενώ οι δυτικές πλαγιές του ανήκουν στη λεκάνη απορροής της λίμνης Καστοριάς. Από τους πρόποδες του βουνού μέχρι και τα χίλια μέτρα κυριαρχούν οι διαπλάσεις δρυός, ενώ από το σημείο αυτό και μέχρι τα ανώτερα δασοόρια μετά αλπικά λιβάδια, κυριαρχεί η οξιά με πολύ πυκνά και αδιαπέραστα δάση. Η περιοχή έχει εξέχουσα σημασία για πάρα πολλά σημαντικά είδη πανίδας. Εκτός από τα δυο μεγάλα θηλαστικά την αρκούδα και το λύκο, το νότιο Βέρνον αποτελεί βιότοπο για σπάνια πουλιά και κυρίως αρπακτικά. Είναι αξιοσημείωτο πως σε μια μικρή ζώνη λίγων χιλιομέτρων φωλιάζουν ο χρυσαετός (Aquila chrysaetos), ο κραυγαετός (Aquila pomarina), ο πετρίτης (Falco peregrinus), το κιρκινέζι (Falco naumani),τo βραχοκιρκίνεζο (Falco tinnunculus) το ξεφτέρι (Accipiter nisus), αετογερακίνες (Buteo rufinus) και κοινές γερακίνες (Buteo buteo).
Με την ανάπτυξη του εναλλακτικού τουρισμού έχουν δημιουργηθεί και βελτιώνονται συνεχώς υποδομές για την εξυπηρέτηση των επισκεπτών, όπως περιπατητικές διαδρομές, χώροι δασικής αναψυχής κλπ, όπου ο επισκέπτης μπορεί να χαρεί την ομορφιά της φύσης.
Σπήλαιο του Δράκου
Το σπήλαιο βρίσκεται στη βόρεια πλευρά της πόλης στο 2ο χλμ της παραλίμνιας οδού Σουγγαρίδη και λίγο πριν από την Μονή της Παναγίας Μαυριώτισσας. Η είσοδος απέχει περίπου είκοσι 20 μέτρα από τις όχθες της λίμνης και 14 μέτρα από τον δρόμο. Στο εσωτερικό του υπάρχουν μεγάλα χερσαία και λιμναία τμήματα με εντυπωσιακό σταλακτικό διάκοσμο καθώς περιλαμβάνει 7 υπόγειες λίμνες, 10 αίθουσες, 5 διαδρόμους – σήραγγες. Η μεγαλύτερη αίθουσα του σπηλαίου έχει διαστάσεις 45×17 μέτρα με το κεντρικό της τμήμα υπερυψωμένο και τις πλευρές της να καταλήγουν σε λίμνες. Η μεγάλη λίμνη του σπηλαίου που είναι και η βαθύτερη βρίσκεται δυτικά. Η θερμοκρασία εντός του Σπηλαίου είναι σταθερή όλες τις εποχές, ενώ η υγρασία φτάνει στο 90%.
Στο εσωτερικό του σπηλαίου του Δράκου εντοπίστηκαν παλαιοντολογικά κατάλοιπα, με κυριότερα τα οστά σπηλαίας άρκτου ή αρκούδας των σπηλαίων (Ursus Speleaus). Το είδος αυτό έζησε στην Ευρώπη κατά τη διάρκεια του Πλειστόκαινου και εξαφανίστηκε πριν από περίπου 10.000 χρόνια. Το όνομά της οφείλεται στο γεγονός ότι τα απολιθωμένα λείψανά της εντοπίζονται σχεδόν αποκλειστικά μέσα σε σπήλαια, όπου προφανώς διέμενε για περισσότερο χρονικό διάστημα, σε αντίθεση με την καφέ αρκούδα η οποία χρησιμοποιούσε τα σπήλαια μόνο κατά την διάρκεια της χειμερίας νάρκης. Υπολογίζεται ότι το βάρος των αρσενικών ζώων έφτανε τα 400-500 κιλά και των θηλυκών τα 200-250 κιλά. Ήταν κατά βάση φυτοφάγο και περιστασιακά σαρκοφάγο ζώο. Είναι σημαντικό ότι έχει ληφθεί κάθε απαραίτητο μέτρο για την ασφάλεια των επισκεπτών και οι επεμβάσεις στο εσωτερικό έγιναν με τρόπο ώστε να μη θιχτεί η φυσική κατάσταση του Σπηλαίου.
Έχει μήκος 300 μ. φυσικής διαδρομής ενώ η έξοδος του επισκέπτη γίνεται μέσω τεχνητής σήραγγας 35μ. Η φυσική ομορφιά της διαδρομής οφείλεται στον πλούσιο σταλακτιτικό και σταλαγμιτικό διάκοσμο και τις τέσσερις λίμνες που συναντάμε. Ο επισκέπτης περνά όμορφα κατασκευασμένες γέφυρες, δύο συμπαγείς και μία πλωτή. Η έξοδος γίνεται μέσω τεχνητής σήραγγας που λειτουργεί ταυτόχρονα και ως μουσειακός χώρος με πληροφοριακό υλικό γύρω από την ιστορία, τον μύθο, τις φάσεις κατασκευής – αξιοποίησης του σπηλαίου και τα σπήλαια σε όλο τον ελλαδικό χώρο στα πλαίσια μιας προσπάθειας ευαισθητοποίησης των επισκεπτών γι΄ αυτά τα «μνημεία της φύσης». Πλέον η 25λεπτη διαδρομή μπορεί να πραγματοποιηθεί μέσω tablet με ηχογραφημένη ξενάγηση (audio guide), μεταφρασμένη σε 10 γλώσσες και ηχογραφημένη σε 7 (ελληνικά, αγγλικά, γαλλικά, ρώσικα, εβραϊκά, γερμανικά και κινέζικα), διευκολύνοντας κατά πολύ τους ξένους επισκέπτες.