Το Λουρμαρέν, ένα μικρό παραδοσιακό χωριό μερικών εκατοντάδων κατοίκων, στην επαρχία της Προβηγκίας, που απέχει ελάχιστα από τη θάλασσα της Μεσογείου, ο Αλμπέρ Καμύ το είχε επισκεφτεί για πρώτη φορά, στο τέλος καλοκαιριού του 1946, επιστρέφοντας από το ταξίδι του στη Βόρειο Αμερική. Στα Σημειωματάρια της εποχής εκείνης γράφει “Είχα περάσει από το ωραιότερο μέρος του κόσμου. Έμενα σε έναν παλιό ανακαινισμένο πύργο, με τεράστια ασβεστωμένα δωμάτια και όλη την ημέρα έκανα περιπάτους σε μια εξοχή με λόφους, ελιές και κυπαρίσσια. Οι μέρες ήταν λουσμένες στον ήλιο. Ήμουνα σχεδόν ευτυχισμένος δηλαδή, με κατέκλυζε συνεχώς η επιθυμία να κλάψω…”.
Από τη βαθειά συγκίνηση που του προκαλούν αυτές οι εικόνες, όμοιες με εκείνες του γενέθλιου τόπου του, της Αλγερίας, αρχίζει να καλλιεργείται εντός του η επιθυμία της εγκατάστασης στον τόπο αυτό που τον θεωρεί τον ομορφότερο του κόσμου. Έντεκα χρόνια αργότερα το 1957, θα τιμηθεί με το Νόμπελ Λογοτεχνίας από τη Βασιλική Ακαδημία της Στοκχόλμης. Στο εναρκτήριο μέρος του λόγου, που εκφώνησε στην τελετή απονομής λέει “Πως είναι δυνατόν ένας άνθρωπος, μάλλον νέος, με μοναδική περιουσία τις αμφιβολίες του κι ένα έργο ακόμη στα σκαριά, συνηθισμένος να ζει στην απομόνωση της δουλειάς ή στο καταφύγιο της φιλίας, να μάθει χωρίς να κυριευθεί από ένα είδος πανικού, μιαν απόφαση που τον τοποθετεί διαμιάς, μόνο και απογυμνωμένο κάτω από έναν δυνατό προβολέα; Με τι καρδιά μπορεί εξάλλου να αποδεχθεί αυτή την τιμή τη στιγμή που άλλοι συγγραφείς, από τους πλέον σημαντικούς στην Ευρώπη, καταδικάζονται στη σιωπή και συγχρόνως ο γενέθλιος τόπος του ζει μιαν ατέρμονη δυστυχία. {αναφέρεται στον πόλεμο της Αλγερίας που ξεκίνησε το 1954 και έληξε με τη συνθήκη του Evian το 1962}
Με τα χρήματα του βραβείου Νόμπελ αγοράζει , ένα όμορφο κτίσμα στο Λουρμαρέν, παλιό σηροτροφείο, όπου υπάρχει μια ευχάριστη, διακριτική μυρωδιά κεριού και μούχλας, το επισκευάζει και το 1959 αποσύρεται στο σπίτι του και απομονωμένος εργάζεται πάνω στο αποφασισμένο από τον ίδιο ως τελευταίο λογοτεχνικό έργο του, το απολύτως αυτοβιογραφικό κείμενο του “Ο πρώτος άνθρωπος” που εντέλει έμελλε να μείνει ανολοκλήρωτο. Ο σημαντικότερος βιογράφος του Καμύ, ο Όλιβερ Τόντ, στην εκτενή και λεπτομερέστατη βιογραφία του, που έχει εκδοθεί στην Ελλάδα με τίτλο “Αλμπέρ Καμύ: Μια ζωή” αναφέρει για την απόφαση αυτή “Μακριά από το Παρίσι που απεχθάνεται, ο Καμύ συγκεντρώνει την οικογένεια του και δουλεύει τον Πρώτο Άνθρωπο. Στα σημειωματάρια του γράφει: “28 Απριλίου 1959. Φτάσαμε στο Λουρμαρέν κάτω από έναν γκρίζο ουρανό. Στον κήπο υπέροχα τριαντάφυλλα βαραίνουν από τη βροχή, λαχταριστά σαν φρούτα. Τα δεντρολίβανα είναι ανθισμένα. Κάνουμε έναν περίπατο και το βράδυ το βιολετί της ίριδας γίνεται ακόμα πιο βαθύ. «Απόκαμα και λίγο πιο κάτω.» Για χρόνια προσπαθούσα να ζω σύμφωνα με την ηθική των άλλων. Αναγκάστηκα να ζω όπως όλοι, να μοιάζω με όλους. Είπα ότι χρειάστηκε για ενώσω τους ανθρώπους ακόμα κι όταν ένιωθα αποξενωμένος… Τώρα περιφέρομαι ανάμεσα σε χαλάσματα, σαν ένας παράνομος, διαμερισμένος μόνος και αποδεχόμενος τη μοναξιά μου παραδομένος στις παραξενιές και στις αδυναμίες μου. Και πρέπει να αποκαταστήσω την αλήθεια αφού έζησα όλη μου τη ζωή μέσα σε ένα είδος ψεύδους”. Σε ένα γράμμα του από το Λουρμαρέν προς τον Ζαν Γκρενιέ, καθηγητή του στο τμήμα φιλοσοφίας του πανεπιστημίου του Αλγερίου, γράφει “Από τις 15 Νοεμβρίου αποσύρθηκα εδώ για να δουλέψω και πράγματι δούλεψα. Οι συνθήκες εργασίας για μένα ήταν πάντα εκείνες της μοναστικής ζωής: μοναξιά και ολιγάρκεια. Εκτός από την ολιγάρκεια, είναι αντίθετες με τη φύση μου, σε βαθμό που τούτη η δουλειά, γίνεται ένα είδος βίας που ασκώ στον εαυτό μου. Πρέπει όμως. Θα επιστρέψω στο Παρίσι στις αρχές Ιανουαρίου και μετά θα ξαναφύγω. Πιστεύω πως αυτή η εναλλαγή είναι ο πιο αποτελεσματικός τρόπος για να συμφιλιώσω τις αρετές και τα ελαττώματα μου, πράγμα που τελικά είναι ο ορισμός του “να ξέρεις να ζεις”. Και σε επιστολή προς τη φίλη του Μισλίν Ροζάν, στις 19 Νοεμβρίου 1959 “Δεν ξέρω πότε θα επιστρέψω. Πρέπει να τελειώνω με τούτο το πρώτο σχέδιο της τεράστιας μυθιστορίας μου. Κι έχω δρόμο ακόμα. Αλλά μόνο εδώ μπορώ να δουλέψω. Η μοναξιά είναι ανυπόφορη και με σκοτώνει. Μόνο έτσι όμως δουλεύεις πραγματικά, όταν υποφέρεις. Έχω οκτώ μήνες για να το τελειώσω προτού επιστρέψω στο θέατρο, οκτώ μήνες μόνο. Ηθικό δίδαγμα «Θα αντέξω όσο περισσότερο μπορώ».
Κοντεύουν τα Χριστούγεννα και η Πρωτοχρονιά του 1960, που θα τα περάσει στο Λουρμαρέν με την οικογένεια και τους φίλους του. Στις 21 Δεκεμβρίου, ο Καμύ γράφει στην εβδομηνταπεντάχρονη μητέρα του “Αγαπημένη μου μαμά, σου εύχομαι να είσαι πάντα νέα και όμορφη και η ψυχή σου που δεν μπορεί να αλλάξει βέβαια, να παραμείνει η ίδια, δηλαδή η καλύτερη του κόσμου. Σε σφιχταγκαλιάζω και σε φιλώ με όλη μου την καρδιά.” Την επομένη καταφθάνουν από το Παρίσι, η σύζυγος του Φρανσίν και τα δίδυμα παιδιά τους. Ο Καμύ αισθάνεται ευχαριστημένος με τις μαθητικές επιδόσεις των παιδιών του που πηγαίνουν στην τρίτη τάξη και ήδη κάνουν λατινικά, ελληνικά, μαθηματικά και απευθύνεται με αγάπη και σεβασμό στην σύζυγο του Φρανσίν “Είσαι η αδελφή μου, μου μοιάζεις”. Στις 29, 30 και 31 Δεκεμβρίου αποστέλλει τρυφερές, ευχετήριες επιστολές στις ερωμένες του, Κατρίν Σελέρ, Μαρία Καζαρές και Μι. Την Πρωτοχρονιά φτάνουν από το Γκρας στο Λουρμαρέν με το αυτοκίνητο τους ένα Facel-Vega, ο εκδότης του Μισέλ Γκαλιμάρ, η σύζυγος του Ζανίν και η κόρη τους. Αν και περνούν με τους Καμύ και τον επιστήθιο φίλο τους, ποιητή Ρενέ Σαρ, την ημέρα της πρωτοχρονιάς και την επομένη αποχαιρετάει την οικογένεια του και τον Σαρ στον σιδηροδρομικό σταθμό της Αβινιόν. Ο Καμύ θα αναχωρούσε μαζί τους για το Παρίσι, είχε εκδώσει ήδη εισιτήριο, όμως την τελευταία στιγμή πείθεται από τους Γκαλιμάρ να ταξιδέψει μαζί τους με το αυτοκίνητο τους για το Παρίσι, την επομένη, στις 3 Γενάρη μιας και υπάρχει κενή θέση.
Ο βιογράφος του Καμύ, Όλιβερ Τοντ, στην τελευταία σελίδα της μακροσκελούς βιογραφίας του γράφει “Οι ταξιδιώτες Αν, Μισέλ, Ζανίν Γκαλιμάρ, ο σκύλος τους και ο Αλμπέρ Καμύ, μπαίνουν στο αυτοκίνητο. Στον χαρτοφύλακα του έχει μεταξύ άλλων το χειρόγραφο του Πρώτου Ανθρώπου, εκατόν σαράντα πυκνογραμμένες σελίδες, οι εξήντα οκτώ πρώτες στο δικό του επιστολόχαρτο με περιθώρια και προσθήκες. Οι φίλοι παίρνουν την εθνική οδό, γευματίζουν στην Οράγγη, σταματούν στο πανδοχείο Le Chapon fin, δειπνούν και κοιμούνται εκεί. Ξαναφεύγουν την άλλη μέρα κάνουν 300 χιλιόμετρα, τρώνε ελαφρά στο Σαν. Ο Μισέλ οδηγεί, ο Αλμπέρ κάθεται δίπλα του, καθώς η Ζανίν του παραχώρησε τη θέση της. Στα 24 χιλιόμετρα έξω από το Σαν, στην εθνική οδό 5, το αυτοκίνητο παρεκκλίνει της πορείας του, φεύγει από το δρόμο χτυπάει με δύναμη πάνω σ’ έναν πλάτανο, πέφτει σ’ ένα άλλο δέντρο, διαλύεται. Ο Μισέλ τραυματίζεται σοβαρά, η Ζανίν και η Αν δεν παθαίνουν τίποτα, ο σκύλος χάνεται. Ο Καμύ σκοτώθηκε επιτόπου. Σε ένα χωράφι βρέθηκε το ρολόι του ταμπλό, σταματημένο στις 2 παρά 5 το μεσημέρι. Ο Καμύ έλεγε συχνά στους φίλους του πως δεν υπάρχει τίποτα πιο σκανδαλώδες από το θάνατο ενός παιδιού και τίποτα πιο παράλογο από το θάνατο σε τροχαίο ατύχημα. Στον τόπο του ατυχήματος, μέσα στη διαλυμένη facel-vega βρέθηκε ακέραιος ο χαρτοφύλακας του που περιείχε σε πρώτη γραφή εκατόν σαράντα τέσσερις πυκνογραμμένες σελίδες και πέντε αυτόνομα φύλλα, του αυτοβιογραφικού έργου του “Ο πρώτος άνθρωπος”, το οποίο απέμεινε ημιτελές. Η σύζυγος του Φρανσίν, γνωρίζοντας τον γραφικό του χαρακτήρα ξεκίνησε αμέσως να δακτυλογραφεί τις σημειώσεις του. Η κόρη του Κατρίν το 1994 αποφασίζει να εκδώσει το έργο στη μορφή ακριβώς που βρέθηκε χωρίς καμία προσθήκη ή διόρθωση. Το διασωθέν έργο αριθμεί εκατόν σαράντα τέσσερις σελίδες γραμμένες με πένα, ενίοτε δίχως τελείες ούτε κόμματα, με έναν γραφικό χαρακτήρα βεβιασμένο, δυσκολοδιάβαστο, που ουδέποτε έτυχε περαιτέρω επεξεργασίας. Αποτελείται από δύο κεφάλαια, το πρώτο ολοκληρωμένο σε πρώτη γραφή με τίτλο “Η αναζήτηση του πατέρα”, το δεύτερο ανολοκλήρωτο με τίτλο “Ο Γιος ή ο πρώτος άνθρωπος” που στο τελευταίο τμήμα του εμπεριέχει έξι σελίδες τις οποίες ονομάζει “Ακατάληπτος και για τον εαυτό του “ . Το παράρτημα περιλαμβάνει τα Φύλλα, ορισμένα από τα οποία ήταν ένθετα στο χειρόγραφο και άλλα στο τέλος του χειρογράφου. Κατόπιν επισυνάπτεται το σημειωματάριο του που έφερε τον τίτλο “Ο πρώτος άνθρωπος, σημειώσεις και προσχέδια”. Πρόκειται για ένα σπιράλ σημειωματάριο μικρού σχήματος, καντριγέ, το οποίο επιτρέπει στον αναγνώστη να κατανοήσει πως ο συγγραφέας ευελπιστούσε να αναπτύξει το έργο του. Στο τέλος, επισυνάπτεται η επιστολή που έστειλε ο Αλμπέρ Καμύ στον δάσκαλο του Λουί Ζερμέν, την επομένη της απονομής του βραβείου Νόμπελ καθώς και η τελευταία επιστολή που του απηύθυνε ο Λουί Ζερμέν.
Στις 19 Δεκεμβρίου 1959, ο Καμύ είχε γράψει ένα κείμενο στον πιο στενό του φίλο, τον ποιητή Ρενέ Σαρ “Μέσα στο φευγαλέο φως που του δόθηκε, θερμαίνει και φωτίζει χωρίς να παρεκκλίνει από τη θανάσιμη πορεία του. Ανεμοσπαρμένος, ανεμοθερισμένος, σπόρος εφήμερος κι όμως ήλιος δημιουργός, αυτός είναι ο άνθρωπος, διαμέσου των αιώνων, περήφανος που ζει μόνο μια στιγμή”. Ο τάφος του Αλμπέρ Καμύ βρίσκεται στο κοιμητήριο του μικρού παραδοσιακού χωριού Λουρμαρέν στην Προβηγκία. Σε ένα ορθογώνιο κομμάτι πέτρας της περιοχής, καλυμμένο με λειχήνες του αγρού, είναι σκαλισμένο το όνομα του και οι χρονολογίες γέννησης και θανάτου του. Γύρω άγρια μυριστικά με έντονο άρωμα, θρούμπη, ρίγανη, θυμάρι , λεβάντα, φασκόμηλο, δεντρολίβανο…
Υ.Γ Το ακροτελεύτιο, ημιτελές έργο του Αλμπέρ Καμύ “Ο πρώτος Άνθρωπος” έχει κυκλοφορήσει στα ελληνικά, στην ίδια ακριβώς μορφή με τη γαλλική έκδοση, το 1995 από τις εκδόσεις Λιβάνη, σε μετάφραση της Νίκης Καρακίτσιου -Ντουζέ και το 2017 από τις εκδόσεις Καστανιώτη σε μετάφραση της Ρίτας Κολαϊτη,