Η δεκάχρονη Τζάκετ ζει σ’ ένα απομονωμένο χωριό της Ολλανδίας μαζί με την έντονα θρησκευόμενη οικογένειά της. Μια χειμωνιάτικη μέρα, ο μεγαλύτερος αδερφός της συμμετέχει σ’ έναν τοπικό αγώνα παγοδρομίας. Δυσαρεστημένη που έμεινε μόνη, κάνει μια διεστραμμένη έκκληση προς το Θεό, και ο αδερφός δεν επιστρέφει ποτέ. H Μικρή –που τη λένε πράγματι Τζάκετ αλλά και σταματάει τελείως να βγάζει το πανωφόρι της– παγιδεύεται στο δύσκολο πέρασμα. Σπρωγμένη απότομα στην άβυσσο που είναι η απώλεια, αγωνίζεται να βρει στήριγμα, κράτημα σε μια οικογένεια που τη διαλύει ο πόνος. Ανάμεσα στον τρόμο και την ασυντρόφευτη ενοχή, δεν μπορεί να κάνει βήμα μπροστά, δεν μπορεί ν’ αφήσει πίσω την παιδική ηλικία, δεν μπορεί να ταξιδέψει στις τρικυμίες της εφηβείας. Τυλιγμένη σφιχτά στο πανωφόρι της, με το φερμουάρ ανεβασμένο ως το σαγόνι, πασχίζει να φυλαχτεί από το θάνατο που είναι παρών σε κάθε γωνιά της φάρμας. Πώς αντέχει κανείς τον αφανισμό της χαράς; Πώς αντέχει ένα παιδί όταν όλα γύρω του καταρρέουν; Όταν οι γονείς του παραιτούνται από τη ζωή; Όταν ο ορίζοντας της ζωής σκοτεινιάζει και το μέλλον γίνεται νύχτα και ο χρόνος, ακινητοποιημένος, δυσφορεί;
πηγή πληροφοριών:booktown.gr