Το βιβλίο «Ώπα-ώπα, μπλάτιμοι», του Κωνσταντίνου Δομηνίκ, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ενύπνιο, αποτελείται από δεκαοχτώ λαογραφικά διηγήματα της φανταστικής λογοτεχνίας, χρωματισμένα με το ιδίωμα της ιδιαίτερης πατρίδας του συγγραφέα, τη Μηλιά Πιερίας. Τον συνάντησα και συζητήσαμε για τη συγγραφή, τη λογοτεχνία και τη σχέση της φαντασίας με την πραγματικότητα.
Πότε ήταν η πρώτη στιγμή που έκατσες και ολοκλήρωσες ένα διήγημα; Ποιος ήταν ο πρώτος άνθρωπος που σε διάβασε; Υπήρχε κάποιος που σε παρακίνησε να ακολουθήσεις αυτόν τον δρόμο;
Καταρχάς, να ξεκαθαρίσω ότι είμαι νεόκουρος – είναι βαρύς και μεγαλόσχημος ο τίτλος του συγγραφέα. Ξεκίνησα, όμως, να γράφω από πολύ μικρός – μ’ έτρωγε μονίμως το χέρι μου. Σκάρωνα μικρές ιστορίες ή μυθιστορήματα που τα παρατούσα από την πρώτη, κιόλας, σελίδα. Αργότερα, με τον πατέρα μου να διαβάζει τον πρώτο μου διήγημα, κι αφού είχα πάρει, μέσα στα χρόνια, διάφορα συγγραφικά μονοπάτια, ήρθα σε επαφή με τον συγγραφέα Παντελή Γιαννουλάκη, ο οποίος και με ενθάρρυνε.
Διαβάζεις, αφιερώνεις χρόνο σε βιβλία; Έχεις αγαπημένο συγγραφέα;
Διαβάζω λαίμαργα από μικρό παιδί. Είναι πάθος. Το πρώτο μυθιστόρημα που θυμάμαι να πιάνω, ήταν ο Tom Sawyer του Mark Twain. Ακόμα έχω το αντίτυπο στη βιβλιοθήκη μου, σχεδόν διαλυμένο πια απ’ τις πολλές αναγνώσεις. Αργότερα, οδηγήθηκα, μεταξύ άλλων, στον Παπαδιαμάντη και τον Καζαντζάκη, που ήταν τότε, και οι δυο, για μένα, το ύστατο προσκύνημα. Γήτεμα σκέτο. Και στεναχωριόμουν πολύ, θύμωνα, που ο Καζαντζάκης ήτανε ταμπού, σχεδόν απαγορευμένος, στο σχολείο. Ενώ τον Παπαδιαμάντη, απ’ το πολύ το κοντυλοσκάλισμα, τον είχαν αποξηράνει εντελώς. Τον είχαν καταντήσει βαρετό – ποιόν, τον Παπαδιαμάντη, που είχε μεταφράσει στην καθαρεύουσα το «Dracula» του Bram Stoker («Ὁ Πύργος τοῦ Δράκουλα ὑπὸ Mπρὰμ Στόουκερ».)
Στη συνέχεια, ξεκίνησα να σκαλίζω τη λογοτεχνία του φανταστικού. Ειδικότερα τη λογοτεχνία του κλασσικού, υπαινικτικού τρόμου, μέσα στην οποία, έκτοτε, και παλινδρομώ. Σαν να λέμε, είναι το βίτσιο μου– π.χ. τη νουβέλα «the White People», του Ουαλού συγγραφέα Arthur Machen, την έχω, πάντα, σαν εικονοστάσι.
Και πλέον, έρχονται στις πλάτες μου και προστίθενται άλλοι, παλιοί και σύγχρονοι συγγραφείς, που εναλλάσσονται συνεχώς και με επηρεάζουν με τον έναν ή τον άλλο τρόπο. Τους νιώθω, ειλικρινά, όλους, σαν ένα κουβάρι, που προσπαθώ αδιάκοπα να ξεδιαλύνω με τα δόντια. Του Κώτσου η κλωστή.
Στα διηγήματα σου συναντάμε διάσπαρτες ιδιωματικές λέξεις, που εντείνουν την αίσθηση ότι οι καταστάσεις που περιγράφεις συνέβησαν στην πραγματικότητα. Σαν να σου τις διηγούνται οι γερόντισσες στα χωριά. Συγχρόνως, όμως, εμπλέκεται και το υπερφυσικό στοιχείο και μένεις άναυδος, δεν ξέρεις τι ισχύει. Προέρχονται, τελικά, οι ιστορίες σου, από προσωπικά βιώματα;
Πρόκειται για ιστορίες βγαλμένες από μνήμες δικές μου ή τρίτων, ενώ άλλες είναι εξ’ ολοκλήρου ανεμόστροφες. Κυνηγάς, στριμώχνεις το πρωτεύων, ακατέργαστο υλικό σου κι ύστερα αρχίζεις να το επεξεργάζεσαι, να το μεταπλάθεις, άλλοτε να το τσαπίζεις κι άλλοτε να το πελεκάς, μέχρι να φανερωθεί ο διαυγής πυρήνας του. Το αχνιστό ψαχνό∙ που είναι, εντέλει, και η προσωπική αλήθεια του συγγραφέα. Έχουμε να κάνουμε, δηλαδή, ξεκάθαρα, με μια αλχημική διαδικασία. Επομένως, το να αποπειραθεί κανείς να διαχωρίσει την πραγματικότητα από το μύθο, φαντάζει, εκ των πραγμάτων, άνοστο, ενδεχομένως και προδοτικό. Σκοπός είναι το αντίθετο: Να μπορεί κανείς, δηλαδή, μέσω της λογοτεχνίας και της τέχνης γενικότερα, να λάβει την άμβρωτη ψίχα. Να αγγίξει το απροσμέτρητο, την ψυχή του κόσμου. Ή έστω, να μπορεί να δει τα πράγματα λοξά, μέσα από άλλα, ανάποδα πηγάδια.
«Η ψυχή ειν’ την βαθιά», έλεγε η γιαγιά μου, η Στάμω. Θυμάμαι που μάζευε τις γειτόνισσες, σαν σε ύστερο νυχτέρι, το σούρουπο, με ζέστη, στην αυλή μας, κάτω απ’ το παράθυρο μου και συζητούσαν, μουχαμπέτιαζαν ως αργά – και τι δεν έλεγαν: Για θαύματα, στοιχειώματα, νεκραναστημένους. Αλλά πάντα ψιθυριστά – φοβούνταν, φαίνεται. Εντούτοις, απόλα αυτά, δεν συγκράτησα παρά μόνο μια μονίμως διαφεύγουσα ποιότητα – κάτι σαν χιόνι στα βλέφαρα. Εξού και τα γραπτά μου: Να της προσδώσω βάθος, μιαν ορισμένη διάσταση, για να μπορώ να βελανίζομαι εντός της.
Εκεί που θέλω να σταθώ, είναι στον τίτλο. Τον έχεις δώσει σε ένα από τα διηγήματα της συλλογής και είναι, ομολογουμένως, πολύ δυνατός. Ποιοι ακριβώς είναι αυτοί οι “Μπλάτιμοι”; Πρόκειται για τις μορφές που απεικονίζονται στο εξώφυλλο;
O τίτλος προέρχεται από το γνωστό παραμύθι με τους καλικάντζαρους που προσπαθούν να κόψουν το δέντρο της ζωής. Αν και στο ομώνυμο διήγημα του βιβλίου, δεν πρόκειται ακριβώς για καλικάντζαρους, αλλά για μια τοπική και, κατά κάποιους, πιο σκοτεινή εκδοχή τους. Κι έλεγε η γιαγιά μου, ότι όποτε ανέβαιναν στον πάνω κόσμο, χόρευαν φρενιασμένοι, με τσαλίμια. Φωνάζοντας: «Ώπα! Ώπα! Μπλάτιμοι!» Όπου το «μπλάτιμος» είναι σαφώς παραφθορά της λέξης «μπράτιμος» – ο ομόαιμος, ο αδερφός ή ο καρδιακός φίλος. Αλλά, φυσικά, κι ο στενός φίλος του γαμπρού. Τα μπρατίμια. Και θυμούμενος, λοιπόν, το παραμύθι –επηρεασμένος, μάλιστα, κι από σχετικές μαρτυρίες των παππούδων μου– σκέφτηκα ότι η φράση αυτή, ίσως να υπαινίσσεται και μιαν άλλη παραφθορά, αυτήν του γνωστού εθίμου της αρπαγής της νύφης. Η οποία, στο εν λόγω διήγημα, συμβαίνει κυριολεκτικά. Διαστροφικά. Σαν χυδαία και φονική φάρσα.
Τώρα, για το εξώφυλλο του βιβλίου, χρησιμοποιήθηκε το έργο «Witches Flight» του Francisco Goya. Θεώρησα πως ταίριαζε με τις σκοτεινές ατμόσφαιρες του βιβλίου. Οπότε, το πρότεινα, μαζί με άλλα έργα, στον υπεύθυνο των εκδόσεων Ενύπνιο, τον Στάθη Ιντζέ, ο οποίος τελικά και το επέλεξε. Τον ευχαριστώ γι’ αυτό.
Μετά τον Μαν, τη Λένα Μπατζή κι όλους τους άλλους ήρωες του βιβλίου, τι έπεται; Ξέρεις, έχεις ανεβάσει πολύ τον πήχη και έχεις δημιουργήσει στους αναγνώστες σου υψηλές προσδοκίες.
Το ζητούμενο είναι, τώρα που πέσανε τα μπετά, να μπει και το επόμενο καλούπι. Ανυψωτικά. Κι ας βογκά η σκάλα – κρατιόμαστε. Υπάρχει πάντα το επόμενο διήγημα που πρέπει να γραφτεί, αλλά ταυτόχρονα και η διαρκής ιχνηλάτηση, το κυνήγι και η συλλογή νέων ιδεών, που θα μείνουν, έπειτα, κάβα, να μεστώσουν ή να ενσωματωθούν σε άλλες, παλαιότερες – είναι κι αυτά γκιντέρια, τι να κάνουμε. Οπότε, καλά να είμαστε, και Θεού θέλοντος, θα υπάρξουν κι άλλες ανταποκρίσεις.
Το βιβλίο «Ώπα-ώπα, μπλάτιμοι» του Κωνσταντίνου Δομηνίκ, μπορείτε να το βρείτε σε όλα τα μεγάλα βιβλιοπωλεία (Πολιτεία, Ιανό, Public κλπ.) και με παραγγελία από όλα τα βιβλιοπωλεία της Ελλάδας. Όπως επίσης και από την ιστοσελίδα των εκδόσεων Eνύπνιο.