Είτε από τον σύντροφό σας προέρχεται είτε από τα παιδιά σας, η βία των λέξεων είναι ασυγχώρητη. Κακοποίηση δεν είναι μόνο η σφαλιάρα ούτε τα ουρλιαχτά μες στο αφτί σου. Κακοποίηση είναι και οι σφυριές που σου δίνει ο άλλος χαμογελώντας γλυκά, χτυπώντας σε εκεί που πονάς. Στα κιλά, στην ηλικία, στη σωματική ατέλεια, ακόμα και στο λεκτικό λάθος.
Ένας άνθρωπος που σε διορθώνει μπροστά σε κόσμο επειδή είπες «Οκτώμβριος» αντί «Οκτώβριος» δεν είναι άνθρωπος, είναι μια πατημένη κουράδα, να το θυμάστε αυτό. Ένας άνθρωπος που όταν μιλάς σε κόβει «για να τα πει εκείνος καλύτερα» ή που όταν είστε με παρέα σού απευθύνεται σαν να ντρέπεται για σένα, είναι μικρόψυχος και δευτεράντζα. Να μην τα προσπερνάτε αυτά, μαχαίρι να τα κόβετε. Ποτέ δεν είναι αργά για να σηκώσετε κεφάλι, ποτέ δεν είναι αργά να πατήσετε πόδι, αλλά ακόμα κι αν δεν το καταφέρετε, παλέψτε το. Μην ξεχνάτε πως εκείνοι σας χρειάζονται όσο τους χρειάζεστε κι εσείς – ενίοτε και πολύ περισσότερο.
Μη θεωρήσετε ποτέ φυσικό αυτό το «τόσο λίγη είσαι, αγάπη μου» που, με χίλιους τρόπους, σου λέει αυτός ο άγνωστος που παντρεύτηκες στα νιάτα σου. Αυτός ο άγνωστος που ερωτεύτηκες, αυτός που σου ζήτησε να σταματήσεις τη δουλειά για να κάνετε οικογένεια, αυτός που σήμερα σε περιφρονεί γιατί είσαι μια νοικοκυρά πάνω από μια χύτρα που αχνίζει.
Ντροπή του, ρε. Ντροπή του.
Είχα κάποτε μια φίλη που δεν τη λέγαν Ράνια. Αλλιώς την έλεγαν δηλαδή, αλλά ας την πούμε «Ράνια» για να πάει το έργο παρακάτω. Η Ράνια που δεν τη λέγαν Ράνια ήταν συμμαθήτριά μας. Η πρώτη της τάξης μας που παντρεύτηκε. Τρελός έρωτας, τρελός για δέσιμο, βαθύς κι αβυσσαλέος. Ο Νίκος (που δεν τον λέγαν Νίκο) ήταν τέσσερα χρόνια μεγαλύτερος. Μακριά μαλλιά και γένια κατά το τρεντ της εποχής, έπαιζε και κιθάρα, αμέ, «Συννεφούλα, Συννεφούλα, να γυρίσεις σου ζητώ». Μαρκούζε, χακί αμπέχονο και στον τοίχο ο άνθρωπος με το γαρίφαλο. Όλα τα είχε ο Νίκος, all inclusive που λένε, και τα κορίτσια έλιωναν.
Τρέλα έπαθε με τη Ράνια. Τρέλα, αμόκ, έχασε τον κόσμο του, έχασε το φως του. Πάνε όλες οι γκόμενες οι πρώην κι οι επόμενες, Ράνια, Ράνια, μόνο Ράνια κι άγιος ο Θεός. Από πίσω την κυνηγούσε, έξω από το σπίτι της την έστηνε και να τα ραβασάκια, να τα βιβλία τα κόκκινα του Μάο και τα κεφάλαια του Μαρξ με ολίγη από Μανώλη Αναγνωστάκη.
Θὰ καθόμαστε ἀπέναντι καὶ θὰ κοιταζόμαστε στὰ μάτια
Ἡ σιωπή μου θὰ λέει: Πόσο εἶσαι ὄμορφη, μὰ δὲ
βρίσκω ἄλλο τρόπο νὰ στὸ πῶ.
Μαλακίες. Φιγούρα σκέτη. Ούτε που νόγαγε ο Νίκος απ’ τα μεγάλα και σπουδαία του ποιητή. Απλώς τα παπαγάλιζε για να μαγέψει τη Δουλτσινέα του. Κι εκείνη μαγεύτηκε. Κι όταν έμεινε έγκυος παντρεύτηκαν τσακ μπαμ. Σταμάτησε κι εκείνη τις σπουδές, ε λίγο να ξεπεταχτεί το παιδί και μετά θα συνέχιζε.
Τα όμορφα παλικάρια όμορφα καίγονται. Περνούν τα χρόνια και προσπερνούν τα όνειρα. Κάτι πάει στραβά, μια αρρώστια, μια κακιά στιγμή, μια λάθος εκτίμηση, κι έρχεται η ζωή σου τούμπα. Το συνηθίζεις σιγά σιγά. Μπορεί το αγόρι σου να μην έγινε ποτέ η μετενσάρκωση του Τσε Γκεβάρα, αλλά δόξα τω Θεώ να λέμε. Μια δουλειά καλή, μια καλή γυναίκα, ένα καλό παιδί, ένα δεύτερο καλό παιδί κι ένα ρεμάλι που δεν ξέρεις σε ποιον σκατά έμοιασε. Πέρασαν τα χρόνια, ήρθαν τα εγγόνια…
Με τη Ράνια και τον Νίκο βγήκαμε έξω ένα βράδυ ο Γιώργος κι εγώ: αυτό που λένε «τα δυο ζευγάρια». Ήταν η δίκη της Ελένης Τοπαλούδη τότε και γι’ αυτό συζητούσαμε. Για τη βία, τη γυναικοκτονία, την πατριαρχία. Ο Νίκος, πρώτος και καλύτερος, φεμινιστής ένθερμος και ενθουσιώδης.
«Μα πώς μπορούν κι απλώνουν χέρι σε μια γυναίκα, πώς; Με ποιο δικαίωμα τα καθάρματα; Α, όλα κι όλα, εγώ είμαι φεμινιστής».
Καθ’ όλη τη διάρκεια της βραδιάς, ο Νίκος ο φεμινιστής δεν άφησε τη γυναίκα του σε χλωρό κλαρί. Ό,τι έλεγε κι ό,τι έκανε η Ράνια το έβγαζε σκάρτο.
«Άσ’ το, κορίτσι μου, δεν τα λες καλά, θα το πω εγώ».
«Θυμάσαι, Έλενα, τι κουκλάρα ήταν το γυναικάκι μου; Παν αυτά τώρα, ε γριούλα μου;»
«Ράνια, μην τρως άλλο, δεν θα χωράς στην πόρτα, χαχαχα».
«Αν παχύνεις κι άλλο, θα σε χωρίσω, χαχαχα».
«Τότε που περνούσε η μπογιά σου, χαχαχα…»
«Τον γιο ΤΗΣ απ’ τα κανακέματα τον έκανε σαν τα μούτρα της…»
«Ο γιος ΜΟΥ πήρε υποτροφία».
«Άσε να μιλήσουμε κι εμείς που ξέρουμε πέντε πράγματα παραπάνω».
«Δεν είναι κοινοτυπία, είναι κοινοτοπία, αγάπη μου».
Έτσι πήγε το βιολί όλο το βράδυ. Η Ράνια, με ατσαλάκωτο χαμόγελο στα χείλη, αποδεχόταν τα πατσαβούρια που έτρωγε στη μούρη σαν να ήταν κάτι νορμάλ. Μια κανονικότητα, μια καθημερινότητα δυστοπική, το σύνδρομο της Στοκχόλμης σε όλο του το μεγαλείο. Αν κάποιος της μιλούσε για λεκτική κακοποίηση, θα του ’κοβε και την καλημέρα. «Αν άπλωνες χέρι πάνω μου, Νίκο, θα σ’ το έκοβα από τη ρίζα», είπε του Νίκου κι εκείνος της χαμογέλασε.
Ο θύτης και το θύμα πιάστηκαν αγκαζέ και κατηφόρισαν προς το πάρκινγκ.
Δεν υπάρχει μόνο σωματική κακοποίηση. Υπάρχει και λεκτική κακοποίηση. Αυτό λέμε. Και ξαναλέμε και ξαναλέμε. Μέχρι να το εμπεδώσουμε όλες μας.
Απόσπασμα από το βιβλίο της Έλενας Ακρίτα «Μαμά, κοίτα, χωρίς χέρια»