Η αντίληψη που διατηρεί ο δυτικός πολιτισμός στο πέρασμα των αιώνων για το ανθρώπινο σώμα γέννησε -στην ουσία- την τραγωδία, αφού ο άνθρωπος αισθάνεται ότι με τον θάνατο χάνει δια παντός κάτι που «δικαιωματικά» του ανήκει και στο οποίο έχει συνηθίσει να προβάλλει ολόκληρη την ύπαρξή του. Και, βέβαια, η τραγωδία δεν είναι μόνο «μίμηση πράξεως σπουδαίας», αλλά και ένας θρήνος για αυτήν την απώλεια, ένα παραλήρημα αγωνίας, μία κραυγή ενάντια στον θάνατο.
Πάντως, μία απάντηση που βρήκε ο άνθρωπος απέναντι στην ανηλεή φθορά του σώματος ήταν να το ακινητοποιήσει -αντικαθιστώντας τον χρόνο με τον χώρο- να το απαθανατίσει δηλαδή και να αποφύγει έτσι -τρόπον τινά- τις συνέπειες του θανάτου.
Αυτό έκανε αρχικά η φωτογραφία και κατ’ επέκταση ο κινηματογράφος, διατηρώντας τα σώματα των διαφόρων ηθοποιών του Χόλιγουντ, γυμνά και όμορφα, εκείνων των γυναικών με το αψεγάδιαστο πρόσωπο, τα πλατινένια μαλλιά και το σώμα που με υπαινιγμούς προσέφεραν επί της οθόνης: ένα σώμα που όλοι θα ήθελαν να παραμείνει άφθαρτο.
Η απάτη, εν προκειμένω, είναι παρούσα μπροστά στην αγωνία του δυτικού ανθρώπου για την επικείμενη απώλεια του σώματος. Αλλά και η αλήθεια της τέχνης βασίζεται -κατά κανόνα- στην ψευδαίσθηση. Σε κάθε περίπτωση, η ιστορία του γυμνού στον κινηματογράφο είναι δαιδαλώδης, ευρηματική και απρόβλεπτη.
Και προσφέρει μία διεξοδική και πολυποίκιλη ανίχνευση του ανθρωπίνου σώματος, των κατά περίσταση προκαταλήψεων στην γυμνή θέασή του, την αμηχανία αλλά και τον θαυμασμό που προκαλεί, καθώς και τον παρεπόμενο ερωτισμό – τον οποίο για αρκετές δεκαετίες επιχείρησε να αποκρύψει η υποκρισία και ο πουριτανισμός.
Στην ιστορία της έβδομης τέχνης, για πολλά χρόνια, η λογοκρισία και οι κάθε λογής ηθικοί φραγμοί απέτρεπαν την αποτύπωση ενός τολμηρού και απελευθερωμένου ερωτισμού με αποτέλεσμα οι δημιουργοί να στρέφονται σε πλάγιους δρόμους, σε μια ελλειπτική και συχνά διφορούμενη έκφραση – ή αλλιώς στο μισοκρυμμένο γυμνό!
Οι σκηνοθέτες δεν άργησαν να καταλάβουν ότι οι υπαινικτικές εικόνες εξάπτουν περισσότερο τη φαντασία του θεατή και μέσω της μερικής απόκρυψης του γυμνού σώματος καλλιεργούν μυστικά τον αισθησιασμό.
Ο ερωτισμός αναδείχτηκε -σε ουκ ολίγες περιπτώσεις- ως μία από τις σημαντικότερες κινητήριες δυνάμεις της μυθοπλαστικής ανάπτυξης εξαιρετικών ταινιών, αλλά είναι σε κάποια κλασικά φιλμ νουάρ του αμερικάνικου κινηματογράφου που θα αποθεωθούν οι μοιραίες γυναίκες, οι μυστηριώδεις και συχνά διπρόσωπες, όπως η Pίτα Xέιγουορθ στην «Κυρία της Σανγκάης», η Τζην Τίρνεϊ στη «Λόρα» και η Άβα Γκάρντνερ στους «Δολοφόνους».
Τα εγκλήματα πάθους, οι ερωτικές αντεκδικήσεις, το ερωτικό μίσος, ο φόνος με σκοπό την κατάκτηση του ερωτικού συντρόφου, η απιστία και η ζήλεια αποτελούν την πρώτη ύλη τέτοιων ταινιών, με το γυναικείο κορμί να αποκαλύπτει τις κρυφές αλήθειες τις ερωτικής επιθυμίας.
Ο υπόγειος ερωτισμός των πρωταγωνιστριών εκδηλώνεται στα βλέμματα και στις πόζες τους, στην επιτήδευση των ρούχων που τις ντύνουν, στις ασπρόμαυρες φωτοσκιάσεις που παίζουν με την ομορφιά τους και την υπογραμμίζουν. Παράλληλα, ο μαγνητισμός της λαγνείας των μοιραίων γυναικών και η σαγήνη της θηλυκότητάς τους συμβαδίζουν με το κακό, το έγκλημα και το μίσος. Αποτελούν τις δύο όψεις του ίδιου νομίσματος.
Όπως και να ’χει, δεν είναι λίγοι οι σπουδαίοι σκηνοθέτες που έγραψαν ξεχωριστά κεφάλαια στην ιστορία του γυμνού στον κινηματογράφο δημιουργώντας ερωτικές μυθοπλασίες μαγικής αισθητικής λεπτότητας, όπως ο Γιόζεφ φον Στέρνμπεργκ όταν «εξυμνούσε» την μεγάλη σταρ Μάρλεν Ντήτριχ σε ταινίες όπως «Ο Γαλάζιος άγγελος» ή ο Φριτς Λανγκ όταν σκιαγραφούσε τα καταραμένα ερωτικά πάθη και τις εντάσεις των πιο ανομολόγητων πόθων στον μαζοχιστικό έρωτα του πρωταγωνιστή στην ταινία «Scarlet Street» για την επιβλητική Τζόαν Μπένετ.
Όσο για τον Χίτσκοκ, θα αναδείκνυε την ηδονοβλεπτική πράξη και την παρεπόμενη ενοχή, σε υψηλή τέχνη στον «Σιωπηλό μάρτυρα» και στο «Ψυχώ», μεταξύ πολλών άλλων αριστουργηματικών ταινιών του. Απ’ την άλλη, ο Μπέργκμαν λάτρεψε το γυμνό γυναικείο σώμα, σε μία σχέση μυσταγωγίας μαζί του. Στα «Καλοκαιρινά παιχνίδια», για παράδειγμα, το σώμα δεν εκτίθεται ολόγυμνο, όμως και πάλι η γοητεία του μισοκρυμμένου γυμνού είναι καθοριστική, με τον καλλιτέχνη να καταφέρνει ιδιοφυώς να παίζει με τις λεπτές ισορροπίες.
Και, ακόμη, η υπερίσχυση της νουβέλ βαγκ στη Γαλλία έφερε μία διαφορετική αντιμετώπιση του ερωτισμού: Εδώ η κινηματογράφηση της ερωτικής πράξης γίνεται αποσπασματικά, με τα σώματα των εραστών να «τεμαχίζονται» στα επί μέρους σημεία τους: πάνω στο λευκό σεντόνι ένα γυναικείο χέρι συναντά το αντρικό, τα σώματα ενώνονται, αλλά δεν είναι πάντα απαραίτητο να τα βλέπουμε – ο διάλογος εκτός πεδίου παίζει ενεργητικό ρόλο, άλλοτε ωστόσο κυριαρχεί η σιωπή, με την ερωτική πράξη να γίνεται μια αφηρημένη αισθητική σύνθεση.
Γιάννης Σολδάτος
Σημειώσεις για μια ιστορία του γυμνού στον κινηματογράφο
Εκδόσεις: Αιγόκερως
Σελίδες: 308
Η παρούσα εξαιρετική έκδοση με τίτλο «Σημειώσεις για την ιστορία του γυμνού στον κινηματογράφο» του Γιάννη Σολδάτου -με τις διάφορες φάσεις που πέρασε το γυμνό στον κινηματογράφο- αποτελεί μία συναρπαστική, δίχως άλλο, περιδιάβαση στο τοπίο του ανθρωπίνου σώματος.
Η ιστορία της γυμνότητας στη μεγάλη οθόνη, περιλαμβάνει ταυτόχρονα και την ιστορία του σκηνοθετικού βλέμματος απέναντι στο σώμα (συγκρότηση νέων μυθολογιών του σώματος, υπό το βλέμμα του Μπουνιουέλ ή του Πολ Βερχόφεν) και έτσι, έστω πλαγίως, συνιστά μια ιστορία του κινηματογράφου, που εκτείνεται από τον Μελιές στον Μπερτολούτσι. Αλλά και αποτίνει -πλουσιοπάροχα- έναν φόρο τιμής στην δυνατότητα της εκάστοτε ερωτικής αφήγησης να παραμένει ενδιαφέρουσα πρωτίστως για όσα υπαινίσσεται…
*popaganda.gr