Ο Αλμπέρ Καμύ, 74 χρόνια πριν, είχε εξιστορήσει μια αρρώστια που θέριζε ανθρώπινες ζωές, σε μια γαλλική επαρχία της αλγερινής ακτής, με το όνομα Οράν. Για κάποιους μήνες το Οράν είχε αποκλειστεί από τον υπόλοιπο κόσμο και οι κάτοικοί του ζούσαν σε μια ατέλειωτη εξορία, μαζί με τον φόβο, για την οποία δεν ήταν προετοιμασμένοι. Τους πήρε κάμποσος χρόνος για να συνειδητοποιήσουν, ότι η επιδημία δεν χωρούσε συμβιβασμούς, παραχωρήσεις, χάρες και εξαιρέσεις. Όλα τότε είχαν ξεκινήσει από τους ποντικούς! Η νομαρχία της περιοχής είχε σκαρφιστεί κάποια μέτρα αλλά ήταν αδύνατα να σταματήσουν το κύμα της εξάπλωσης του ιού. Τα κρεματόρια δούλευαν νυχθημερόν. Τα τραμ περνούσαν φορτωμένα με νεκρούς. Οι τελετές είχαν απλουστευτεί… μέχρι που όλοι κατάλαβαν πως η «πανούκλα σήμαινε ότι έπρεπε ο καθένας και η καθεμία να απαρνηθούν τις «προσωπικές τους υποθέσεις» για να πάρουν τη ζωή ξανά στα χέρια τους! Νοερά μιλήσαμε με τον Καμύ. Οι αλήθειες, που προέκυψαν από τη συζήτησή μας, σκιαγραφούν, με τον πιο άμεσο τρόπο, την οδυνηρή εμπειρίας του Covid -19, που ζει σήμερα η ανθρωπότητα!
Γιατί πρέπει να μιλήσουμε για το Οράν κάπου το 194….;
Γιατί «[…] ένας βολικός τρόπος για να κάνεις τη γνωριμία μιας πόλης, είναι να μάθεις πώς δουλεύουν οι άνθρωποί της, πώς ερωτεύονται και πώς πεθαίνουν»…
Πώς ζούσαν, λοιπόν, οι άνθρωποι αυτής της πόλης;
« […] πάνω απ’ όλα τους ενδιέφερε το εμπόριο, και κύρια ασχολία τους ήταν, κατά τη δική τους έκφραση, οι δοσοληψίες. Φυσικά, απολάμβαναν και τις μικρές χαρές, αγαπούσαν τις γυναίκες, το σινεμά και τα θαλάσσια μπάνια… Πολύ λογικά, κρατούσαν αυτές τις απολαύσεις για τα σαββατόβραδα και την Κυριακή. Τις εργάσιμες μέρες της εβδομάδας πάσχιζαν να κερδίσουν λεφτά, πολλά λεφτά. Τα βράδια… συναντιούνταν κάποια συγκεκριμένη ώρα στα καφενεία, έκαναν βόλτα στην ίδια λεωφόρο ή στρογγυλοκάθονταν στα μπαλκόνια τους…..
Μονότονη ζωή….
«Σύγχρονη ζωή…. η έλλειψη χρόνου και περισυλλογής, σου επιβάλλει να αγαπάς και να αγαπιέσαι χωρίς να το ξέρεις…
Αυτό δεν είναι πρωτότυπο!
Το πρωτότυπο είναι …η δυσκολία που συναντάς, όταν θέλεις, να πεθάνεις! Η αμηχανία! Δεν είναι καθόλου ωραίο να αρρωσταίνεις… Κάθε άρρωστος έχει ανάγκη από στοργή, του αρέσει ν’ ακουμπάει κάπου…. Στο Οράν, όμως, οι κλιματολογικές υπερβολές, η σπουδαιότητα των επιχειρήσεων…, η ασημαντότητα του διακόσμου, το ακαριαίο λυκόφως και η ποιότητα των ηδονών,….. απαιτούσαν καλή υγεία. Εδώ ο άρρωστος ήταν μόνος!
Δεν μπορώ να καταλάβω… Απάνθρωπο είναι αυτό!
« Σκεφθείτε κάποιον που πεθαίνει, παγιδευμένος πίσω από εκατοντάδες τοίχους που τρίζουν απ’ την ζέστη, ενώ την ίδια στιγμή, ένας ολόκληρος πληθυσμός, στα τηλέφωνα ή στα καφενεία, μιλάει για συναλλαγές, φορτωτικές, γραμμάτια…. Τότε θα καταλάβετε πόσο άβολος είναι ο θάνατος, έστω κι αν είναι σύγχρονος, όταν συμβαίνει σ’ ένα άνυδρο περιβάλλον»!
Άρα δεν αγαπάς και αγαπιέσαι μόνο, χωρίς περισυλλογή, πεθαίνεις και ο θάνατός σου είναι μέσα στην αμηχανία…. Όσο ζεις, όμως,;
«Φτάνει να αποκτήσεις συνήθειες, και τότε οι μέρες περνούν χωρίς δυσκολία»…
Και πώς ανατράπηκε αυτή η καθημερινότητα;
« Κάπου τον Απρίλιο του 194…, όταν […] εργοστάσια και αποθήκες άρχισαν κυριολεκτικά να ξεχειλίζουν από πτώματα ποντικιών …Απ’ τις απόμακρες συνοικίες ως το κέντρο της πόλης,… όπου κι αν ήταν συγκεντρωμένοι [άνθρωποι]πλήθος ποντικοί βρίσκονταν στους σκουπιδοτενεκέδες ή σε μακριές σειρές στα ρείθρα των δρόμων…».
Φρίκη! Και πώς αντέδρασαν οι πολίτες και οι αρχές…
« Οι απογευματινές εφημερίδες άρχισαν να ασχολούνται με την υπόθεση, ρωτώντας τις δημοτικές αρχές αν σκόπευαν να επέμβουν ή όχι. Και ποια μέτρα έκτακτης ανάγκης σχεδιάζονταν για να προστατέψουν τους δημότες απ’ αυτή την απαίσια εισβολή»!
Μάλλον η κατάσταση ήταν σοβαρή!
« Στις μέρες που ακολούθησαν…. ο αριθμός των τρωκτικών μεγάλωνε, και μέρα με τη μέρα η συγκομιδή του δήμου πλήθαινε… [….]ορδές ποντικών όταν έφταναν τρέμοντας στο φως, άρχισαν να γυρίζουν γύρω γύρω, και ξεψυχούσαν κοντά στους ανθρώπους… Καθαρισμένη τα χαράματα απ’ τα νεκρά ζώα , η πόλη τα ξανάβρισκε λίγο λίγο, σε ολοένα και μεγαλύτερους αριθμούς, στη διάρκεια της μέρας…».
Υπάρχουν νούμερα για πόσους ψόφιους ποντικούς μιλάμε;
« Το πρακτορείο Ραντόκ, ανακοίνωσε στη ραδιοφωνική του εκπομπή, ότι οι αρμόδιες υπηρεσίες περισυνέλλεξαν και έκαψαν έξι χιλιάδες διακόσιους τριάντα έναν ποντικούς, σε μία μέρα μόνο»…
Δεν ήταν …. σύμπτωση;
«Ως τότε η δυσφορία αφορούσε απλώς ένα αποκρουστικό σύμπτωμα… Μετά όλοι αντιλήφθηκαν πως το φαινόμενο αυτό, με την απροσδιόριστη έκταση και την σκοτεινή προέλευση, ήταν μια απειλή»!
Ποιος υπήρξε ο ασθενής μηδέν;
« Ο θυρωρός στο σπίτι του γιατρού Ριέ, με δυνατούς πόνους στο λαιμό, τις μασχάλες και τους βουβώνες…. Έπρεπε να μπει σε απομόνωση και ειδική θεραπεία. Πέθανε στο ασθενοφόρο καθ’ οδόν για το νοσοκομείο…».
Μετά τα πράγματα σοβάρεψαν….
«Οι άνθρωποι κλεισμένοι στην κάμαρά τους, τα ποντίκια πέθαιναν στους δρόμους»… Οι δημοτικές αρχές, όμως, μαζί με την νομαρχία είχαν αρχίσει τις έρευνες… Κανείς δεν είχε να διανοηθεί να κινητοποιηθεί, όσο οι γιατροί αντιμετώπιζαν μεμονωμένα κρούσματα…».
Πότε κινητοποιήθηκαν οι αρχές;
« […]Όταν οι θάνατοι πολλαπλασιάστηκαν τόσο, που όσοι ασχολούνταν με τη μυστηριώδη αρρώστια, κατάλαβαν πως είχαν να κάνουν με σωστή επιδημία…»
Επιδημία από τι;
« Η κοινή γνώμη είναι ιερή: όχι ακρότητες! Στην αρχή κανένας δεν τολμούσε να δώσει ένα όνομα»!
Μάλλον γιατί ο άνθρωπος δεν πιστεύει στις συμφορές;
« Όταν ξεσπά κάποιος πόλεμος, ο κόσμος λέει: Δεν πρόκειται να κρατήσει πολύ, είναι μεγάλη βλακεία. Βλακεία είναι, αλλά αυτό δεν τον εμποδίζει να διαρκεί! Η συμφορά δεν έχει ποτέ ανθρώπινα μέτρα, γι’ αυτό λέμε πως …είναι εξωπραγματική, ένα κακό όνειρο που θα περάσει. Δεν περνά όμως πάντοτε, και μόνο οι άνθρωποι περνούν, από εφιάλτη σε εφιάλτη, επειδή δεν έχουν λάβει προληπτικά μέτρα!…Οι άνθρωποι στο Οράν δεν έφταιγαν περισσότερο απ’ όλους τους άλλους, απλώς είχαν ξεχάσει τι θα πει μετριοφροσύνη, νόμιζαν ότι έχουν την κατάσταση στα χέρια τους, και πως οι συμφορές είναι απίθανες»..
Την πανούκλα την έβλεπαν, την ζούσαν, αλλά δεν την πίστευαν! Μεγάλη ανοησία είχαν!
« [..] εξακολουθούσαν να κυνηγούν τις υποθέσεις τους… να ετοιμάζονται για ταξίδια, να έχουν απόψεις… Πώς να σκεφτούν μια πανούκλα που καταργεί το μέλλον, τις μετακινήσεις, τις συζητήσεις; Πίστευαν πως ήταν ελεύθεροι, όμως ποτέ κανείς δεν θα ‘ ναι ποτέ ελεύθερος, όσο υπάρχουν συμφορές.».
Από άγνοια ίσως;
« Όταν κάνεις έναν πόλεμο, είναι ζήτημα αν ξέρεις τι θα πει έστω κι ένας νεκρός. Και καθώς έναν άνθρωπος δεν βαραίνει καθόλου, εκτός κι αν τον έχεις δει νεκρό, εκατό εκατομμύρια νεκροί, σπαρμένοι στο διάβα της ιστορίας, δεν είναι παρά ένας καπνός μέσα στην φαντασία!».
Δεν ταίριαζε η πανούκλα στο Οράν;
Η λέξη δεν περιείχε μόνο όσα της είχε φορτώσει η επιστήμη, μα κι ένα σωρό εικόνες που δεν ταίριαζαν καθόλου με τούτη την κιτρινόγκριζη πόλη, που η ζωντάνια της κατέπεφτε τώρα, … ευτυχισμένη σε γενικές γραμμές, αν η ευτυχία μπορεί να συμβαδίσει με το πένθος! Και μια τόσο αδιάφορη ησυχία, κατέλυε τις παλιές εικόνες της συμφοράς, την πανουκλιασμένη Αθήνα που την εγκατέλειψαν τα πουλιά της, τις κινέζικες πόλεις πλημμυρισμένες σιωπηλούς ετοιμοθάνατους, τους βαρυποινίτες της Μασσαλίας που στοίβαζαν αποσυντεθειμένα πτώματα μέσα σε λάκκους, την κατασκευή του πελώριου τείχους στην Προβηγκία, για να κόψει τον μανιασμένο άνεμο της πανούκλας, την Γιάφα με τους απαίσιους ζητιάνους, τα υγρά και λερά κρεβάτια κολλημένα στο πατημένο χώμα μέσα στο σπιτάλι της Κωνσταντινούπολης, το καρναβάλι με τους μασκαράδες γιατρούς την εποχή του Μαύρου Θανάτου, τα ζευγαρώματα των ζωντανών μέσα στα κοιμητήρια του Μιλάνου, τα κάρα με τους νεκρούς μέσα στο πανικόβλητο Λονδίνο…».
Δηλαδή, οι άνθρωποι δεν διδάσκονται από τις εμπειρίες των προηγούμενων; Έτσι, και στο Οράν… Πότε ξεκαθαρίστηκε η κατάσταση;
« […]χρειάστηκε κάμποσος χρόνος… για να καταλάβουν πως δεν χωρούσε συμβιβασμούς! Η πόλη έπαψε να συνδέεται με την υπόλοιπη χώρα με τα συνήθη μέσα επικοινωνίας, και σαν να μην έφτανε αυτό, μια νέα απόφαση απαγόρευε την ανταλλαγή κάθε είδους αλληλογραφίας, γιατί το μικρόβιο θα μπορούσε να μεταδοθεί από τις επιστολές…»|.
Αυστηρή καραντίνα..
«Κανένας δεν μπορούσε να βγει από την πόλη…[..]οι επαναπατριζόμενοι ήταν ελεύθεροι να επιστρέψουν, αλλά όχι και να ξαναφύγουν…. Αιχμάλωτοι της πανούκλας… Αυτός ο απάνθρωπος χωρισμός μας είχε σπάσει το ηθικό… αίσθημα εξορίας …αυτό το κενό… αυτή η ειδική συγκίνηση… ο παράλογος πόθος να ξαναγυρίζεις στα παλιά ή να επισπεύδεις τον χρόνο, αυτά τα πύρινα βέλη της μνήμης…».
Πλήρης μοναξιά….
«Καθένας έπρεπε να δεχτεί να ζει απ’ τη μια μέρα στην άλλη, μόνος…. μέσα στην άκρα μοναξιά και δεν μπορούσε να περιμένει βοήθεια από τους άλλους…».
Τελικά, οι άνθρωποι συνειδητοποίησαν το κακό που συνέβαινε;
« Δυσκολευότανε…. , μοιράζονταν κάποια αισθήματα κοινά, χωρισμού, φόβου, πάντα, όμως, έβαζαν σε πρώτη μοίρα τις ατομικές τους έγνοιες… […] Την αρρώστια κανείς δεν την είχε αποδεχτεί ακόμη κατά βάθος. Οι περισσότεροι ήταν κυρίως ευαίσθητοι με τα πράγματα που τους χαλούσαν τις συνήθειές τους ή έβλαπταν τα συμφέροντά τους,… και μ’ αυτά τα αισθήματα δεν αντιμετωπίζεται η πανούκλα».
Ποιος είχε ευθύνη γι’ αυτό το κακό;
« Πρώτη τους αντίδραση, ήταν να ρίξουν όλο το φταίξιμο στις τοπικές αρχές. Έπειτα ο νομάρχης άρχισε να στέλνει καθημερινό δελτίο, με την παράκληση να ανακοινώνονται ανά εβδομάδα τα αποτελέσματα.. Χρειάστηκε να περάσει ένα διάστημα και να αυξηθούν οι θάνατοι, και μόνο τότε η κοινή γνώμη συνειδητοποίησε την αλήθεια..».
Η πολιτεία τι μέτρα πήρε για να αντιμετωπίσει την επιδημία;
Ο νομάρχης πήρε μέτρα που αφορούσαν την κυκλοφορία και τον ανεφοδιασμό των οχημάτων… Η βενζίνη πουλιόταν με δελτίο. Ακολούθησαν μέτρα για την περικοπή του ηλεκτρικού ρεύματος. Μόνο τα είδη πρώτης ανάγκης έφθαναν δια ξηράς και θαλάσσης στο Οράν. Τα καταστήματα ειδών πολυτελείας έκλειναν από την μια μέρα στην άλλη… ο αριθμός των πεζών μεγάλωνε αισθητά γιατί πολλοί άνθρωποι καταδικασμένοι σε απραξία από το κλείσιμο των μαγαζιών κα κάποιων γραφείων, πλημμύριζαν τους δρόμους… ήταν προς το παρόν σε αναγκαστική άδεια….».
Οι άνθρωποι πήγαιναν στην Εκκλησία;
«[…] ο καθεδρικός ναός της πόλης …ήταν σχεδόν γεμάτος πιστούς όλη την εβδομάδα… και ο πατήρ Πανελού, διακήρυττε, ότι:[…] Οι δίκαιοι δεν έχουν τίποτε να φοβηθούν, όμως οι φαύλοι έχουν κάθε λόγο να τρέμουν. Μάλλον, ο Θεός που τόσο καιρό έδειχνε τον οίκτο του… έπαψε πια να περιμένει… Η θεία ευσπλαχνία δεν μπορούσε να διαρκέσει για πάντα»!
Δηλαδή, ο Θεός έγινε τιμωρός….
« Το κακό που υπάρχει στον κόσμο προέρχεται σχεδόν πάντα από την άγνοια που νομίζει ότι τα ξέρει όλα και πως έχει την εξουσία ακόμη και για να σκοτώσει..».
Υπήρξαν κάποιοι που βοήθησαν περισσότερο από τους άλλους;
« [..]Πάντοτε στην ιστορία έρχεται μια στιγμή που όποιος λέει ότι δυο και δυο κάνουν τέσσερα, τιμωρείται με θάνατο. Η ουσία είναι να ξέρεις αν δυο και δυο κάνουν τέσσερα ή δεν κάνουν τέσσερα».
Πού ήταν τα περισσότερα θύματα;
« [..] στις μακρινές συνοικίες, που ήταν πολυάνθρωπες και είχαν λιγότερες ανέσεις, παρά στο κέντρο της πόλης. Ξαφνικά μετακόμισε στις συνοικίες των επιχειρηματιών… Η κοινωνία των ζωντανών έτρεμε πως, μέρα με την μέρα, θα αναγκαζόταν να παραχωρήσει τη θέση της στην κοινωνία των νεκρών».
Μακάβριο μου ακούγεται… Εντελώς απίθανο….
« Φυσικά, μπορεί κανείς πάντοτε να κάνει πως δεν βλέπει, να κλείνει τα μάτια και να αρνείται το φαινόμενο, όμως το φαινόμενο έχει μια τρομαχτική δύναμη που, μοιραία, παρασέρνει τα πάντα. Ως και έλλειψη παρουσιάστηκε στα φέρετρα, και δεν υπήρχε ούτε πανί για σάβανα ούτε θέση στο νεκροταφείο…»!
Σκέτη απελπισία…
« […]η συνήθεια της απελπισίας είναι χειρότερη κι από την ίδια την απελπισία.. έβλεπε τους ανθρώπους τόσο απαθείς και αφηρημένους, ένα θέαμα τόσο ανιαρό, που όλη η πόλη έμοιαζε με αίθουσα αναμονής»!
Τελικά τι αποκόμισε το Οράν από την ιστορία της πανούκλας;
« Το μόνο που μπορεί να κερδίσει ένας άνθρωπος στο παιχνίδι της πανούκλας και της ζωής, ήταν η γνώση κι η ανάμνηση…Ίσως, αυτό»!
Η επόμενη μέρα;
« […] φαινομενικά ήταν οι νικητές της πανούκλας, είχαν ξεχάσει τη δυστυχία, αλλά για κάποιους που αναπολούσαν τους δικούς τους ανθρώπους που χάθηκαν.. είχαν χάσει κάθε χαρά μαζί μ’ ένα πλάσμα θαμμένο σ’ ένα ανώνυμο λάκκο ή λιωμένο στις στάχτες του κρεματορίου. Γι’ αυτούς θα υπήρχε πάντοτε η πανούκλα. Αυτό που μαθαίνει κανείς μόνο μέσα στη μεγάλη συμφορά: οι άνθρωποι αξίζουν πολύ περισσότερο τον θαυμασμό παρά την καταδίκη»!
Ο Αλμπέρ Καμύ ήταν γεννημένος στο Αλγέρι. Τη μεγάλη του αναγνώριση την έλαβε μέσα από δυο μυθιστορήματα, τον Ξένο (1942) και την Πανούκλα (1947). Εξίσου σημαντικά και τα φιλοσοφικά του έργα Ο μύθος του Σίσυφου και Ο επαναστατημένος άνθρωπος. Το 1948 τού απονεμήθηκε το Βραβείο Νόμπελ. Πέθανε το 1960.