Απόσπασμα από το βιβλίο “Ο καιρός της παρηγοριάς”, Εκδόσεις ΠΟΛΙΣ, Μετάφραση Μαριάννα Μαντά
Οι ηθικολόγοι κατηγορούν συχνά τον εκφυλισμό σε αυταρέσκεια. Καταλαμβάνοντας ολόκληρο το πεδίο του ορατού, τα υπερβολικά δάκρυα μεταμορφώνουν σε επιδεικτική μιζέρια. Έχοντας γίνει πανταχού παρόντα, απαγορεύουν στον παρηγορητή να φανερώνει μια άλλη χρονικότητα από κείνη της απώλειας. Δεν είναι σίγουρο, ωστόσο, ότι η πρώτη παρηγορητική χειρονομία είναι το στέγνωμα των δακρύων ή η απαίτηση της διακοπής του κλάματος. Σε πολλές παραδόσεις, πράγματι, τα δάκρυα είναι από μόνα τους παρηγορητικά. Αν και πιστοποιούν την ευθραυστότητα του συντετριμμένουν, υποκαθιστούν επίσης τη γλώσσα που είναι πια αδύνατον να αρθρωθεί λόγω ενός έντονου συναισθήματος. Όποια κι αν είναι η αιτία του (υπάρχουν δάκρυα θλίψης, αλλά και χαράς), το κλάμα είναι <<η εκδήλωση μιας υπερβολής, μιας ανυπόφορης υπερβολής>>. Πρόκειται για την υπερβολή του βιώματος σε σχέση μ’ αυτό που μπορεί να ειπωθεί: το κλάμα παίρνει τη θέση της σαστισμένης σιγής που προκλήθηκε απ’ ό,τι υπερβαίνει τις ικανότητες να κάνουμε και να πούμε κάτι. Ξανασυναντάμε εδώ τη δομή του συμπληρώματος που είναι χαρακτηριστική κάθε παρηγοριάς: τα δάκρυα έρχονται ως αντάλλαγμα ενός πόνου που δεν αφήνει καμία άμεση πρωτοβουλία στο υποκείμενο. Συνεπώς, τα δάκρυα ενδέχεται να ανήκουν στον δυστυχή, μα και στον παρηγορητή ο οποίος, μη βρίσκοντας λέξεις, μπαίνει στον πειρασμό να διορθώσει τούτη την έλλειψη θρηνώντας μαζί με τον συντετριμμένο, σε άλλη μία εκδήλωση κοινότητας. Τα δάκρυα μετατρέπονται σε αντικείμενο μιας ανταλλαγής σημασιών πέρα από αυτό που μπορεί να ειπωθεί.
Ο Michael Foessel γεννήθηκε στην Thionville το 1974, είναι καθηγητής φιλοσοφίας του Ecole polytechnic και σύμβουλος έκδοσης του περιοδικού Esprit.