“Το γέλιο αποδεικνύεται σωτήριο για την ψυχική υγεία του ατόμου, επειδή ακριβώς του επιτρέπει να αποστασιοποιείται από τα πράγματα, έτσι ώστε να μην κακοκαρδίζεται και βαρύνεται από τα κακώς κείμενα του περιβάλλοντος του, όπως συμβαίνει με τους αγέλαστους ανθρώπους της τραγωδίας. Για αυτό, σε πείσμα του Πλάτωνα ή του Hobbes, ο γελαστός άνθρωπος κάθε άλλο παρά σκληρόκαρδος, μικρόψυχος, ή χαιρέκακος θεωρείται. Αντιθέτως, αποτελεί τον ορισμό του καλόκαρδου και πρόσχαρου ανθρώπου που ξέρει να χαίρεται τη ζωή κι αυτή τη χαρά του να τη μεταδίδει και στους άλλους. Περισσότερο από δείγμα αναισθησίας και αδιαφορίας, το γέλιο αποτελεί προϊόν μιας συναισθηματικής χαλαρότητας που αποφορτίζει τον άνθρωπο και του επιτρέπει να αντεπεξέρχεται με χάρη τις αντιξοότητες της ζωής. Κι αυτό το είδος της συναισθηματικής απεμπλοκής πίσω από το γέλιο αναδεικνύει επίσης την ευρύτητα πνεύματος που χαρακτηρίζει τους γελαστούς ανθρώπους, εν αντιθέσει με τους αγέλαστους που σφιχτοί και σφιγμένοι στον εαυτό τους ορίζονται από πνευματική ακαμψία και στενότητα τους. Χάρη στην αποστασιοποίηση του, το γέλιο επιτρέπει μια πιο ευρεία θεώρηση των πραγμάτων από ό,τι η άκριτη ταύτιση με αυτά που γεννά τις κοντόφθαλμες και στενόμυαλες θεωρήσεις των δογματικών. Έτσι, το ψυχρό ταμπεραμέντο του γέλιο προάγει μια πιο νηφάλια και ξεκάθαρη ματιά πάνω στα πράγματα που καθιστά τους ανθρώπους πιο εύκαμπτους, εύστροφους και αποτελεσματικούς, εν αντιθέσει με τους δογματικούς, οι οποίοι εγκλωβίζονται και συντρίβονται από τα αδιέξοδα που παράγει η ισχυρογνωμοσύνη και η μονομέρεια τους. Το γέλιο ευνοεί μια χαλαρή αντιμετώπιση του κόσμου που επιτρέπει στο πνεύμα να χαλαρώνει και να διευρύνεται, αντί να σφίγγεται και να συρρικνώνεται με το μονόχνοτο και μονοκόμματο τρόπο του άκαμπτου δογματισμού. Για αυτό, άλλωστε, το γέλιο συνδέεται με μια πνευματώδη προσέγγιση του κόσμου, καθώς, ανάλαφρο και αιθέριο από τη φύση του, διαθέτει όλες εκείνες τις πνευματικές δυνατότητες που εξηγούν γιατί ορίζουμε τον χιουμορίστα ως “πνευματώδη” ή γιατί το “να κάνουμε χιούμορ” ισοδυναμεί με το “να κάνουμε πνεύμα”.”
Ο Δημήτρης Πολυχρονάκης είναι απόφοιτος του τμήματος Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης από όπου έλαβε το διδακτορικό του δίπλωμα στη Νεοελληνική Φιλολογία το 2000. Σήμερα εργάζεται στο ίδιο Τμήμα ως Αναπληρωτής Καθηγητής Νεοελληνικής Φιλολογίας.