Γράφει ο Γιάννης Αντωνιάδης
Για άλλη μια φορά η σειρά Μικρομέγκα των εκδόσεων Ροές κάνει το θαύμα της. Όσοι τολμήσουν και διαβάσουν αυτό το εξαιρετικά διδακτικό μανιφέστο θα κατανοήσουν άμεσα την πνευματική εγρήγορση που αυτό το βιβλίο θα επιφέρει στο μυαλό τους και την ψυχή τους. Μπορεί να μην γνωρίζουν το όνομα του συγγραφέα, μπορεί πάλι να θεωρούν πως αυτό το μανιφέστο απευθύνεται σε πιο ειδικούς, σε πιο προχωρημένους. Αν συνέβαινε αυτό κανένας δεν θα διάβαζε τίποτε σε αυτόν τον κόσμο. Και όμως πρόκειται για ένα εγχειρίδιο μέσω του οποίου ο καθένας από εμάς μπορεί και προσεγγίζει τον εαυτό του, επιλέγοντας να καταπιαστεί με ένα κείμενο που μοιάζει με εσωτερικό διάλογο. Ο συγγραφέας, σε αντίθεση με τους αρχαίους Έλληνες συγγραφείς, οι οποίοι πάντα είχαν δύο συνομιλητές να ανταλλάσσουν απόψεις, επιχειρεί έναν εσωτερικό διάλογο και απαντά μόνος του στα ερωτήματα που ο ίδιος με επιμονή θέτει.
Ένας αυθεντικός εκφραστής ενός αληθινού λόγου που πιστεύει στο καλό και το δίκαιο
Ο Ράινερ έχει μελετήσει αρκετά προτού αποφασίσει να γράψει, έχει εντρυφήσει σε έργα πολλών διανοητών, συγγραφέων, φιλοσόφων, αναλυτών. Παρατηρούμε εξάλλου πως μέσα στο βιβλίο υπάρχει πλήθος αναφορών σε προσωπικότητες προγενέστερες ή και σύγχρονές του, όπως για παράδειγμα ο Τολστόι, χάρη στον Γιάννη Μπαρτσώκα, ο οποίος και έχει αναλάβει με επιτυχία τη μετάφραση και την επιμέλεια της εισαγωγής αλλά και τα σχόλια, και χάρη στον Ήρκο Αποστολίδη, ο οποίος ανέλαβε την επιμέλεια του βιβλίου. Η τολστοϊκή φιλοσοφία τον έχει άμεσα επηρεάσει στον τρόπο σκέψης και κατάθεσης αυτών των σκέψεων, σκέψεις που έχει επεξεργαστεί. Ο Τολστόι, μέσα στα βιβλία του, τόσο τα μυθιστορήματα, τα διηγήματα όσο και τα δοκίμια, είχε ανέκαθεν την ανάγκη να καταφύγει στο θείο, να στοχαστεί, να συλλογιστεί την θέση του στον κόσμο που τόσο αλλάζει. Εξάλλου, οι χαρακτήρες του έχουν μία αθόρυβη φυγή προς το δρόμο της σωτηρίας μέσα από γεγονότα που κλονίζουν και ξαφνιάζουν τους ίδιους.
Ο τρόπος με τον οποίο ο Ράινερ προσεγγίζει το έργο του Τολστόι και απαντά στις απορίες που ο ίδιος έχει πριν θέσει στον εαυτό του αναδεικνύει έναν άνθρωπο και μελετητή που έχει μια θέαση του κόσμου εντελώς διαφορετική. Όπως ο μέγας Τολστόι καταφέρνει πλήγματα στους ήρωές του και τους θέτει τα αιώνια ερωτήματα της ύπαρξης, της αγάπης, της πίστης, έτσι και ο Ράινερ, δίχως άλλο, έχει τον καθρέφτη του εαυτού του απέναντι για να αντλήσει τα συμπεράσματα που θα τον βοηθήσουν να πάει ένα βήμα παραπέρα και να γίνει λίγο σοφότερος. Ο ίδιος ο Ράινερ υπήρξε ανέκαθεν υπερασπιστής της ειρήνης, της δικαιοσύνης και του καλού που οφείλει να υπερνικά το κακό. Να θυμηθούμε εδώ τον Νίτσε στο «Πέρα από το καλό και το κακό», τον οποίο επίσης έχει διαβάσει μα δεν συμφωνεί σε όλα μαζί του.
Διαμορφώνει λοιπόν με μια ευρύτητα πνεύματος και μια αξιοπρόσεκτη ευρυμάθεια όλα αυτά που βρίσκονται γραμμένα στο βιβλίο του, προσπαθώντας να δώσει ο ίδιος το στίγμα του για έναν κόσμο καλύτερο, μια πιο βελτιωμένη έκδοσή του, κάτι που ελπίζει πως μπορεί να συμβεί. Ο άνθρωπος που περιγράφει, ως λειτουργός του ατομικισμού, είναι εκείνος που σύμφωνα με εκείνον εφαρμόζει “την ηθική θεωρία που, εδραζόμενη σε κανένα δόγμα, σε καμμιά παράδοση και καμμία έξωθεν θέληση, απευθύνεται μονάχα στην προσωπική συνείδηση”. Είναι δηλαδή η θεωρία εκείνη που πρέσβευαν οι μάρτυρες αυτού του μάταιου κόσμου, όπως ο Σωκράτης, ο Χριστός, ο Γκάντι και τόσοι άλλοι μάρτυρες και οσιομάρτυρες που πλήρωσαν μέσα στους αιώνες με τίμημα τη ζωή τους τις επαναστατικές ιδέες τους. Στην πραγματικότητα, ιδέες που δεν ήταν διόλου επαναστατικές αλλά βαφτισμένες έτσι από κάποιους για να δαιμονοποιηθούν και να αποκρουστούν ως επικίνδυνες, ως απειλητικές. Γιατί η αλήθεια, σκληρή και επικίνδυνη ούσα, δεν μπορεί και δεν πρέπει να λέγεται, βλέπετε, επηρεάζει συνειδήσεις.
“Αντικληρικαλιστής, πασιφιστής, χορτοφάγος, σκληρός ατομικιστής, δεν παραδέχεται – στ’ όνομα ανθρωπιστικών ιδανικών – τον εξίσου ανυποχώρητο και ιδεολογικά συγγενή εγωτισμό, απορρίπτοντάς τον ως “βίαιο”. Ωθεί στα άκρα τη μη συμμετοχή του Τολστόι, μην πιστεύοντας σε καμμιά “σωτηρία” από την κοινωνία ή εντός αυτής. Στεριώνει τη σκέψη του στους Κλασσικούς, βαθαίνοντας τη θεωρία του: αρύεται από Σωκράτη, Επίκουρο κ’ Επίκτητο”. Ο Ράινερ είναι κοντά στην φιλοσοφία επιφανών ανδρών διότι κατενόησε ή τουλάχιστον επιχείρησε να κατανοήσει τον κόσμο και να δώσει με τον τρόπο του την κατεύθυνση που εκείνος είχε κατά νου μέσα από αυτό το μανιφέστο. Το μανιφέστο είναι εύληπτο και χωρίς πολλές περικοκλάδες, γιατί αυτό που τον νοιάζει είναι να μεταλαμπαδεύσει τις απόψεις του στο ευρύ κοινό για το κοινό καλό, χωρίς προσωπικό όφελος.
Οι ερωτήσεις και οι απαντήσεις είναι σύντομες, είναι ειλικρινείς, χωρίς πολλές επεξηγήσεις που θα τοποθετούσαν τον αναγνώστη σε μια θέση δύσκολη ως προς την κατανόηση των όσων πρεσβεύει. Μιλάει εξ ιδίας πείρας και απευθύνεται με απλό λόγο σε καθέναν ξεχωριστά, χωρίς διανοουμενίστικες φανφαρολογίες. Είναι δε σαφώς επίκαιρος, γιατί όσα κηρύττει σχεδόν εκατόν πενήντα χρόνια πριν ακούγονται και διαβάζονται σαν να γράφτηκαν μόλις χθες. “Πώς η μηχανή, ενώ πολλαπλασιάζει τα προϊόντα, δεν μειώνει την ποσότητα εργασίας που παρέχεται;/Ο άνθρωπος είναι άπληστος κι η τρέλλα των επινοημένων αναγκών μεγαλώνει όσο την ικανοποιούμε – ο ανόητος, όσο περσότερα άχρηστα πράγματα έχει, τόσο περισσότερα θέλει”. Αυτή είναι η ανθρώπινη φύση, ακριβώς όπως την περιγράφει, και ο ατομικισμός ουσιαστικά θέλει να σπάσει τις αλυσίδες που κρατούν τον άνθρωπο του τότε και του τώρα δέσμιο ενός υλικού σύμπαντος, που δεν προσφέρει όσα θα προσέφερε ο πνευματικός κόσμος και η λογική, έτσι όπως ο ίδιος θεωρεί. Η φιλοσοφία του Ράινερ μπορεί να λειτουργήσει ως φάρμακο και θεραπεία σε έναν κόσμο αλλοτριωμένο.
Αποσπάσματα από το βιβλίο:
“Μπορεί ο ατομικιστής να είναι στρατιώτης σε καιρό ειρήνης; Ναι, όσο δεν τον διατάζουν να εγκληματίση”
“…δεν υπάρχει εδώ δάσκαλος να ρωτάη και μαθητής να απαντάη, παρά ένας ατομικιστής που θέτει ερωτήσεις στον εαυτό του. Θέλησα να δείξω απ’ την πρώτη αράδα πως πρόκειται για εσωτερικό μονόλογο”