Καθώς διανύει την έβδομη δεκαετία του, ένας από τους σπουδαίους ηθοποιούς του κόσμου, είναι και πιο λαμπερός από ποτέ.
Το 1979, το μικροσκοπικό θέατρο της Νέας Υόρκης The Performing Garage είχε 60 θέσεις και μερικές από τις πιο ριζοσπαστικές ιδέες. Εκείνη τη χρονιά, ο Willem Dafoe υποδυόταν έναν εργάτη, μια εθισμένη στην ηρωίνη γυναίκα και μια καλόγρια – όλους τους ρόλους στο ίδιο έργο. Τα έργα που ανέβαιναν σε αντίστοιχες πειραματικές σκηνές δεν έμοιαζαν τόσο με τις κλασικές “ευγενείς” θεατρικές παραστάσεις- έπαιζαν πολλά και διαφορετικά είδη έργων σε ανορθόδοξες παραλλαγές, οι ηθοποιοί και οι τεχνικοί ήταν “ένα”, δεν υπήρχαν πολλές φορές ούτε οι στοιχειώδεις υποδομές.
Όταν ένα βράδυ η Kathryn Bigelow βρέθηκε στο κοινό και τον είδε στη σκηνή, του τηλεφώνησε για να τον ρωτήσει αν ήθελε να παίξει σε μια ταινία. “Βρήκε το τηλέφωνό μου στον τηλεφωνικό κατάλογο. Ήμουν ακόμα στον τηλεφωνικό κατάλογο τότε”, λέει ο Dafoe σήμερα, σε συνέντευξή του στο AnotherMag. “Έπρεπε να καλέσω φίλους για να μάθω τι να ζητήσω ως μισθό. Δεν είχα ιδέα.”
Η Bigelow του έδωσε το ρόλο ενός παραβατικού “αντιήρωα” στο The Loveless, την ιστορία μιας συμμορίας μοτοσυκλετιστών που μπλέκεται σε προβλήματα σε μια μικρή πόλη του Αμερικανικού Νότου. Πρόκειται για την πρώτη ταινία της Bigelow (με τον Monty Montgomery) και τον πρώτο πρωταγωνιστικό ρόλο του Dafoe.
Και ενώ οι δημοσιογράφοι πολλές φορές εστιάζουν στην περιγραφή του πρoσώπου του, τις γωνίες και την εκφραστικότητα, καμία από αυτές τις περιγραφές δεν αποτυπώνει τη “συμπαθητική” του γοητεία στις συνεντεύξεις. Στις τέσσερις δεκαετίες από το ντεμπούτο του, ο 66χρονος έχει χαράξει μια από τις πιο ευέλικτες καριέρες στον κινηματογράφο, ξεριζώνοντας ξανά και ξανά τις προσδοκίες του κοινού του. Οι συγκλονιστικοί ρόλοι του (που ξεπερνούν τους 120 μέχρι σήμερα) περιελάμβαναν ντετέκτιβ, βαρόνους ναρκωτικών, δολοφόνους, τον Pier Paolo Pasolini, τον TS Eliot και τον Ιησού Χριστό.
Η ευελιξία του Dafoe δείχνει όχι μόνο στις χαμαιλεοντικές του υποκριτικές δυνάμεις αλλά και την προθυμία του να παίξει και να εργαστεί έξω από τη comfort zone του. “Είμαι πάντα νευρικός την πρώτη μου μέρα, αλλά περνάει. Αυτό είναι που σε κινητοποιεί, ο φόβος. Η περιέργεια σε κάνει να προσπαθείς να βρεις νέους τρόπους. Το να αποδέχεσαι τον φόβο είναι μια καλή πρακτική για έναν ηθοποιό – είναι μια καλή πρακτική για τον άνθρωπο. Συνηθίζεις να είσαι λίγο εκτός ισορροπίας. Δεν ξέρω αν το απολαμβάνω – είμαι σαν τον οποιοσδήποτε, μου αρέσει να είμαι τεμπέλης και άνετος. Αλλά ξέρεις, αυτό μπορεί να σε σκοτώσει”.
Η άνεση δεν είναι μια λέξη που συνδέεται συχνά με τις επιλογές του Dafoe, αλλά μπορεί να είναι μια καλή περιγραφή του Appleton του Ουισκόνσιν, της μικρής πόλης στην οποία μεγάλωσε, εκατό μίλια βόρεια του Μιλγουόκι. Ήταν το έβδομο από οκτώ παιδιά. Η νοσοκόμα μητέρα του και ο χειρουργός πατέρας του δούλευαν πολλές ώρες, με αποτέλεσμα ελάχιστη επίβλεψη – ο ίδιος πιστώνει στις μεγαλύτερες αδερφές του ότι τον μεγάλωσαν. Ήταν σαφές ότι η προσοχή θα πρέπει να αναζητηθεί αλλού. “Η θέση μου σε αυτή τη μεγάλη οικογένεια των οκτώ παιδιών σίγουρα συνέβαλε στο να γίνω ηθοποιός. Με διαμόρφωσε πάρα πολύ όχι μόνο επαγγελματικά αλλά και προσωπικά. Είμαι παντρεμένος με ένα μοναχοπαίδι ανύπαντρης μητέρας (την Ιταλίδα σκηνοθέτη Giada Colagrande) και κάπως έτσι απέκτησα μια εντελώς διαφορετική αίσθηση της θέσης μου στον κόσμο”.
Οι πρώτες κινηματογραφικές αναμνήσεις του, ήταν ο Φρανκενστάιν και ο Δράκουλας ενώ δηλώνει ότι από μικρός είχε αγάπη για την υποκριτική.
Κάποτε ντύθηκε με κοστούμι γορίλα για να “ανεβάσει” τον Πλανήτη των Πιθήκων στον τοπικό κινηματογράφο. Το κοινοτικό θέατρο του Appleton του έφερε την πρώτη του κριτική – “Αυτό είναι ένα παλικάρι με ένα πολλά υποσχόμενο μέλλον στη σκηνή”, έγραψε η τοπική εφημερίδα για τον 13χρονο τότε Dafoe. Αλλά σε μια οικογένεια επαγγελματιών γιατρών, ελάχιστα σκεφτόταν ότι αυτό το χόμπι μετά το σχολείο θα μπορούσε να γίνει καριέρα.
Το 1977, μετά από μερικά εξάμηνα στο Πανεπιστήμιο του Wisconsin-Milwaukee και μια θητεία με τον πειραματικό θίασο Theatre X, οι φιλοδοξίες του τον οδήγησαν στον λογικό προορισμό για έναν επίδοξο ηθοποιό, την Νέα Υόρκη, σε μια εποχή σκοτεινή για το Μεγάλο Μήλο. “Δεν νοσταλγώ, ήταν μια δύσκολη περίοδος. Αλλά ήμουν 20 χρονών, ένα παιδί από το Ουισκόνσιν, όχι πολύ εκλεπτυσμένο και καθόλου μορφωμένο. Ζούσα σε δύσκολες περιοχές, με ανθρώπους που είχαν διαφορετικά προβλήματα και κοσμοθεωρίες από ό,τι είχα μεγαλώσει. Ήταν λοιπόν μια ριζοσπαστική στιγμή για μένα. Ήμουν νέος και δεν σκεφτόμουν το αύριο.”
Εκείνη τη χρονιά πειραματίστηκε ως σκηνοθέτης στο The Performing Garage στην οδό Wooster και συνάντησε την εκρηκτική, ασυμβίβαστη Elizabeth LeCompte. “Το έκανα για την αγάπη μου, όχι για καριέρα. Κάθε παράσταση που κάναμε ένιωθα ότι θα ήταν η τελευταία, αλλά αυτή ήταν η ομορφιά της”. Το 1982 οι δυό τους απέκτησαν έναν γιο, τον Jack.
Από το ξεκίνημα της υποκριτικής του καριέρας, οι κακοί της οθόνης έρχονταν συχνά στον δρόμο του.
Το 1985 υποδήθηκε έναν δολοφόνο στο βάναυσα ανήθικο νεο-νουάρ φιλμ του William Friedkin To Live and Die in LA. Το όραμα του Friedkin για μια πόλη γεμάτη διαφθορά και κατακόκκινους ουρανούς, κορυφώθηκε με τον χαρακτήρα του Dafoe να καίγεται μέχρι θανάτου σε μια φωτιά από πλαστά χρήματα. Ήταν ο πρώτος από τους πολλούς θεαματικούς θανάτους στην οθόνη.
Το επόμενο έτος στην ταινία Platoon του Oliver Stone, ο θάνατός του, σε αργή κίνηση ως λοχίας Elias σημάδεψε την πορεία του Dafoe. Ο Stone ανέτρεψε την εικόνα του ως κακού “Υπήρχε ψυχή μέσα του, μια ευγένεια που μπορούσε να ακτινοβολήσει από αυτά τα μάτια.” έγραψε ο Stone στα απομνημονεύματά του. Ο ρόλος αυτός τον έβαλε στο εξώφυλλο του Time και του έδωσε την πρώτη του υποψηφιότητα για Όσκαρ, β’ ανδρικού ρόλου.
Ο Michael Caine κέρδισε εκείνη τη χρονιά για την ταινία Hannah and Her Sisters, αλλά η ταινία Platoon έφερε τον Dafoe στο επίκεντρο της προσοχής – ειδικά από τον Martin Scorsese, ο οποίος χρειαζόταν έναν ηθοποιό για να παίξει τον γιο του Θεού. Το 1987 επέλεξε τον Dafoe για τον Τελευταίο Πειρασμό (The Last Temptation of Christ) όπου έκανε θαύματα στις ερήμους του Μαρόκου, σε συνθήκες δύσκολες. “Πιστεύω πραγματικά ότι αυτές οι δυσκολίες είναι χρυσός. Όχι μόνο σου δίνουν την εξουσία αλλά δημιουργούν σιγουριά. Αν κάτι είναι δύσκολο, όπως το να είσαι στην έρημο, αυτό θα τροφοδοτήσει την ζωή σου και θα κάνει την δουλειά σου να μην τη νιώθεις σαν δουλειά, αλλά σαν περιπέτεια, σαν εμπειρία ζωής. Το Last Temptation ήταν μεγάλη υπόθεση για μένα. Αυτό δεν σημαίνει ότι έγινα Χριστιανός, αλλά άρχισα να σκέφτομαι την πνευματική ζωή και τη συγχώρεση και αυτό πυροδότησε κάτι μέσα μου”.
Η κυκλοφορία της ταινίας προκάλεσε αντιδράσεις από τη θρησκευτική κοινότητα. Υπήρξαν διαδηλώσεις έξω από κινηματογραφικές αίθουσες, επιθέσεις με μπογιές και μια εμπρηστική επίθεση που κατέστρεψε έναν κινηματογράφο στο Παρίσι. Ο ηθοποιός δεν φοβήθηκε ποτέ να προκαλέσει και για εκείνον η διαμαρτυρία ήταν κάτι σαν ακραίο κομπλιμέντο για τη γήινη ερμηνεία του ηθοποιού όπου εξανθρωποποίησε τον Ιησού, μια προφανώς ασυγχώρητη βλασφημία.
Ο ρόλος του πέρυσι στο Nightmare Alley του Guillermo del Toro- ένας χαρακτήρας του οποίου οι πράξεις είναι ανατριχιαστικά σκληρές- αποτέλεσε μια καλά συντονισμένη προσπάθεια να εκμεταλλευτεί την αδυναμία των άλλων. Κάτι αντίστοιχο έγινε και με τον απεχθή, σκληροτράχηλο δολοφόνο Bobby Peru στο Wild at Heart του David Lynch. Ο Dafoe υπερθεματίζει για τις φρικιαστικές οδοντοστοιχίες που τον έκανε ο Lynch να φορέσει: “Χωρίς αυτά τα δόντια ποιος ξέρει τι θα είχα κάνει; Ούτε εγώ ο ίδιος. Αλλά από τη στιγμή που τα έβαλα, ήξερα ακριβώς τι να κάνω”.
Σχετικά με την καριέρα και τις επιλογές του: “Θα έπρεπε απλώς να σιωπήσω και να πω ότι είναι διασκεδαστικό να παίζεις κακούς. Αλλά είναι τραγικό να κάνεις άσχημα πράγματα και να μην τιμωρείσαι γι’ αυτό”. Η φιλοσοφία του τον οδήγησε να οικοδομήσει σταθερές και γόνιμες σχέσεις με σκηνοθέτες που έχουν παρόμοια δυσπιστία στα εύκολα: Lars von Trier, Paul Schrader, Abel Ferrara – δημιουργούς με όραμα και προσωπική σφραγίδα στις ιστορίες που λένε.
Ο ρόλος του στο Light Sleeper το 1992, με σκηνοθέτη τον Paul Schrader, ως μεταφορέας ναρκωτικών υψηλού επιπέδου που τροφοδοτούσε το Μανχάταν λέει ότι ήταν ένας από τους ρόλους με τους οποίους έχει νιώσει πιο κοντά: “Δεν υπήρχε τίποτα διαφορετικό σε αυτόν με εμένα εκτός από αυτό που έκανε. Ήταν μια χαμένη ψυχή, δεν είμαι απαραίτητα εγώ, αλλά θα μπορούσα να ήμουν αυτός, αν δεν έβρισκα αυτό που ήθελα να κάνω και δεν είχα μπει σε αυτή τη δουλειά. “
Ο Dafoe δεν έχει μεθοδικότητα αλλά εντάσσεται στους ρόλους βιώνοντάς τους. Όπως έκανε στην περίπτωση του Van Gogh το 2018 για το At Eternity’s Gate του Julian Schnabel, έβαλε μπογιά κάτω από τα νύχια του κατά τη διάρκεια μαθημάτων τέχνης .” Η ζωγραφική άλλαξε κυριολεκτικά τον τρόπο που βλέπω τα πράγματα. Το έκανα με τα ρούχα του Van Gogh, κοιτάζοντας τα ίδια πράγματα που κοίταζε. Ήταν συναρπαστικό. Μου άρεσε αυτή η ταινία” , λέει. Το 2019, ο ρόλος αυτός του έδωσε την πιο πρόσφατη υποψηφιότητά του για Όσκαρ και ο ίδιος κράτησε όλους τους καμβάδες που ζωγράφισε κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων, “ακόμα και τους κακούς”, είπε χαμογελώντας.
Το 2014 έπαιξε ακόμη μια προσωπικότητα, τον Pier Paolo Pasolini με τον οποίο μοιάζουν απίστευτα, στην ταινία πορτρέτο του Abel Ferrara. Η φιλία με τον σκηνοθέτη χρονολογείται από μια μεταμεσονύκτια συνάντηση σε ένα μπαρ της Canal Street που είχε ως αποτέλεσμα την αποτρόπαια καλτ ταινία του 1998 New Rose Hotel. Έκαναν μαζί πέντε μεγάλου μήκους ταινίες, συμπεριλαμβανομένης της Tommaso του 2019, που γυρίστηκε στη Ρώμη. Σε αυτή, ο Dafoe υποδύεται έναν Αμερικανό σκηνοθέτη που έχει μετακομίσει στην πόλη με τη νεαρή σύζυγο και το παιδί του ενώ σποραδικά βλέπει ξαφνικά και τρομερά οράματα. Η συνεχιζόμενη συνεργασία των δυο αναδεικνύεται σε μια από τις πιο συναρπαστικές συνεργασίες ηθοποιών-σκηνοθέτη του κινηματογράφου -. Σήμερα είναι γείτονες στη Ρώμη και ο Dafoe είναι νονός του παιδιού του.
Ο ηθοποιός έχει μοιράσει τον χρόνο του μεταξύ της Νέας Υόρκης και της Ρώμης από τότε που γνώρισε τη σύζυγό του – το 2004, ενώ έπαιζε τον ρόλο του ως Klaus, στην ταινία του Wes Anderson The Life Aquatic with Steve Zissou. Ο Dafoe είναι πλέον Ιταλός πολίτης και μιλά τη γλώσσα της χώρας. “Είμαι στον παράδεισο. Υπάρχει μια αίσθηση ομορφιάς, παροδικότητας και ιστορίας που αγαπώ. Μου αρέσουν τόσο πολύ οι άνθρωποι. Eίναι συμπονετικοί. Στους Αμερικανούς αρέσει ο νικητής. Οι Ιταλοί αντιμετωπίζουν τους ανθρώπους που έχουν χάσει με διαφορετικό τρόπο”. Ο Dafoe παντρεύτηκε το 2005 την Giada Colagrande (τον σκηνοθέτησε στη συνέχεια στο θρίλερ κατασκοπείας Tropico).
Το 2011 ήταν ο αφηγητής του έργου του Robert Wilson, The Life and Death of Marina Abramović, ενώ η Αμπράμοβιτς του ζήτησε αργότερα να πρωταγωνιστήσει στην πειραματική της όπερα 7 Deaths of Maria Callas, στην οποία το ζευγάρι μεταμορφώνεται μέσα από σκηνές οπερατικού θανάτου. “Μάλλον εμπνέομαι περισσότερο από την τέχνη, την παράσταση, τον χορό, παρά από τον κινηματογράφο στην πραγματικότητα”.
Ο Dafoe έχει πει συχνά ότι αισθάνεται περισσότερο σαν χορευτής παρά ως ηθοποιός, εμπιστευόμενος τις αισθήσεις του και την ευφυΐα του σώματός του όπως θα μπορούσε ένας χορευτής. H ταινία The Florida Project του Sean Baker είναι άλλο ένα παράδειγμα της αμείωτης ευχαρίστησης του ηθοποιού να εξερευνά νέα εδάφη. Υπάρχουν λίγοι αστέρες του κινηματογράφου που θα τολμούσαν να συνεργαστούν μαζί με λιγότερο έμπειρους σκηνοθέτες και λιγότερο πλούσιους προϋπολογισμούς. Ο Dafoe δεν έχει τέτοιους ενδοιασμούς αν το έργο είναι καλό, και αυτοί οι νέοι σκηνοθέτες ανταποδίδουν με ρόλους που έχουν εμπνεύσει μερικές από τις καλύτερες ερμηνείες του.
To 2018 ήταν υποψήφιος για Όσκαρ Β΄Ανδρικού ρόλου για το The Florida Project του σκηνοθέτη Sean Baker. Η ήρεμη ακεραιότητα που έφερε ο Dafoe στο ρόλο του ήταν μια υπενθύμιση του πόσο ανιδιοτελής συμπρωταγωνιστής ήταν πάντα.
Την ίδια χρονιά άρχισε να συνεργάζεται με τον Robert Eggers– είχε επικοινωνήσει με τον σκηνοθέτη αφού είδε μια αφίσα για την indie ταινία τρόμου The Witch και μπήκε αυθόρμητα σε έναν κινηματογράφο για να το παρακολουθήσει. Ο Eggers δημιούργησε το The Lighthouse, έχοντας στο μυαλό του τον Dafoe, o οποίος παραδίδει ένα masterclass υποκριτικής παγιδευμένος με τον Robert Pattinson.
Την φετινή άνοιξη ξανασυνεργάζονται στο The Northman, μια πλούσια ιστορική ταινία του 10ου αιώνα βουτηγμένη στον σκανδιναβικό μύθο, αυτή τη φορά με προϋπολογισμό 60 εκατομμυρίων δολαρίων και ένα καστ που περιλαμβάνει τη Nicole Kidman και τον Alexander Skarsgård. Ο Dafoe υποδύεται έναν γελωτοποιό, μια φιγούρα που αμφισβητεί τις ιεραρχίες.
Μόλις ολοκλήρωσε τα γυρίσματα με έναν άλλο πρώην σκηνοθέτη θεάτρου, τον ταλαντούχο Γιώργο Λάνθιμο, ο οποίος έδωσε στον Dafoe τον ρόλο έναν επιστήμονα σαν τον Φρανκενστάιν στο Poor Things, τη συνέχεια του στο The Favourite. Ο Έλληνας σκηνοθέτης είναι γνωστός για τις εκκεντρικές πρόβες. “Βοηθά να απελευθερωθούν οι ηθοποιοί και να βρουν νέους τρόπους παιξίματος”, λέει ο Dafoe για τη διαδικασία.
Μετά από τέσσερις υποψηφιότητες για Όσκαρ μέχρι σήμερα, φέτος ο Dafoe θα λάβει, ένα αστέρι στη Λεωφόρο της Δόξας του Χόλιγουντ. Είναι περίεργο που ένα γνωστό όνομα σαν το δικό του δεν ήταν χαραγμένο μέχρι σήμερα. Είναι ο A-lister που δημιούργησε μια καριέρα με τους δικούς του όρους, μεταβαίνοντας από blockbuster, σε indie και μετα σε πειραματική όπερα, συχνά μέσα στην ίδια χρονιά. Είναι μέρος της γοητείας του να αφοσιώνεται σε κάθε έργο.
Στην έβδομη δεκαετία του είναι ένας από τους σπουδαιότερους ηθοποιούς του κόσμου. Από τότε που τον εντόπισε η Bigelow στη σκηνή και έφερε το άναρχο πνεύμα του στη μεγάλη οθόνη, αμφισβήτησε τη διαδικασία και τον τρόπο που σκεφτόμαστε και παρακολουθούμε τους κακούς. Πολλοί ηθοποιοί τρέφουν, καλώς ή κακώς, λαχτάρα να σκηνοθετήσουν. Ο Dafoe δεν είναι ένας από αυτούς : “H ευχαρίστηση του να λέμε ιστορίες, αυτό είμαι εγώ. Η υποκριτική προκαλεί τον τρόπο που ζούμε και μερικές φορές προτείνει άλλους τρόπους να ζήσουμε”.
Πηγή | AnotherMag