της Ελένης Γκόρα
Ε ρε και να μου ‘λεγες μια μέρα ότι θα ΄χανα τον ύπνο μου, δεν θα σε πίστευα. Κι όταν άκουγα κιόλας ότι ο τάδε ή ο δείνα δεν μπορεί να κοιμηθεί ή κοιμάται έστω λίγες ώρες, έλεγα αποκλείεται. Πώς ζει; Πώς την παλεύει; Μα ποιοι είναι αυτοί τελοσπάντων που δεν κοιμούνται; Τι άνθρωποι είναι; Πάντα είχα αυτήν την απορία. Και πώς τα έφερε έτσι ο καιρός, που κάτι κατάλαβα. Και τελικά ναι, υπάρχουν πάμπολλοι που δεν κοιμούνται. Ακόμα και γω, η κάποτε γνωστή υπναρού, έχασα τον ύπνο μου.
Κάτι είδαν τα μάτια μου. . .
Ανθρώπους στα γνωστά κρατητήρια γερόντων. Ανθρώπους που θέλουν να μείνουν ζωντανοί και φοβούνται να κοιμηθούν μήπως και δε δουν το φως της επόμενης μέρας. Ανθρώπους που κοιμούνται παρά μόνο με χαπάκι.
Άσε και το άλλο!
Οι ερωτευμένοι κοιμούνται; Δεν κοιμούνται. Στριφογυρνούν στο κρεβάτι τους, λέγοντας κάτι τέτοια: Πού είναι αυτός που θέλω κι αγαπώ; Τι κάνει; Με σκέφτεται ή τσουκ; Θα τον δω; Θα είναι τόσο μούτσι μούτσι και την επόμενη φορά; Κι άντε να τους πιάσει ο ύπνος.
Μα είναι κι αυτό!
Οι χωρισμένοι κοιμούνται; Δεν κοιμούνται εκτός κι αν ήταν κι είναι βόδια. Γιατί; Πώς; Αν. . .Θα ΄θελα . . .Αχ και βαχ, βγαίνουν απ΄ τα χείλη τους και το ξημέρωμα με μαύρους κύκλους κάνουν τις δουλειές τους και τα μυαλό τους είναι αλλού. Τάχα μου επικοινωνούν, τάχα μου γελούν, τάχα μου τρώνε, τάχα μου πίνουν. Όλα τάχα μου.
Είναι και τόσα άλλα!
Οι άνεργοι κοιμούνται; Οι εξαρτημένοι κοιμούνται; Οι φυλακισμένοι; Οι χρεοκοπημένοι; Οι βολεμένοι; Τα παιδιά; Οι άρρωστοι; Ποιος κοιμάται σήμερα; Εδώ μιλάμε για την παγκοσμιοποίηση της αϋπνίας.
Μια φορά κι έναν καιρό εγώ κοιμόμουν.