Κείμενο: Ντίνα/Στάμος
Η ελαιοκράμβη είναι ένα ετήσιο, C3 φυτό που ανήκει στην οικογένεια Cruciferae. Κατάγεται από την Νοτιοανατολική Ευρώπη και ήταν γνωστή στους αρχαίους Μεσογειακούς λαούς. Είναι διαδεδομένη στα περισσότερα μήκη και πλάτη του πλανήτη, καταλαμβάνοντας στην Ευρώπη έκταση περίπου 50.000.000 στρεμμάτων. Εκτός από την χρησιμοποίηση της για την παρασκευή μαργαρίνης, σαπουνιών, χρωμάτων, φαρμάκων, πλαστικών και άλλων, τα τελευταία χρόνια αποτελεί στην Ευρώπη την κύρια πηγή για βιοκαύσιμα. Στη χώρα μας καλλιεργείται πλέον σε μικρές εκτάσεις για την παραγωγή βιοενέργειας, ενώ κάθε χρόνο φαίνεται να κερδίζει περισσότερο “σεβασμό”.
Η ελαιοκράμβη είναι μια καλλιέργεια που στηρίζεται στη συμβολαιακή γεωργία και μπορεί να εξασφαλίσει στον παραγωγό ένα σίγουρο εισόδημα με τα συμβόλαια των βιομηχανιών καυσίμων για τη χρονιά του 2016 να κινούνται στα 0,40 ευρώ/kg.
Οικολογικές απαιτήσεις
Η ελαιοκράμβη έχει ευρεία προσαρμοστικότητα. Είναι γενικά ανθεκτικό φυτό στις χαμηλές θερμοκρασίες και μπορεί να αντέξει μέχρι και -20 °C. Οι απαιτήσεις της ως προς το έδαφος δεν είναι μεγάλες .Μπορεί να ευδοκιμήσει σε όλους τους τύπους εδαφών, αποδίδει όμως καλύτερα σε βαθιά και καλά στραγγιζόμενα εδάφη, ενώ δίνει αυξημένη παραγωγή όταν ποτιστεί την άνοιξη.
Σπορά
Ένας από τους πιο κρίσιμους παράγοντες για μια επιτυχή καλλιέργεια, είναι να σπέρνεται από 15 Σεπτεμβρίου έως 5-10 Νοεμβρίου, έτσι ώστε το φυτό να προλάβει να αναπτύξει 6-8 φύλλα πριν πέσει σε λήθαργο στην έναρξη του χειμώνα.
Για την σπορά μπορούν να χρησιμοποιηθούν είτε ειδικές σπαρτικές μηχανές είτε μηχανές που χρησιμοποιούνται στα σιτηρά. Στην περίπτωση της σπαρτικής σιταριού χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή ώστε να αποφευχθεί η πυκνή σπορά, μιας και ο σπόρος του σιταριού είναι μεγαλύτερος από αυτόν της ελαιοκράμβης.
Προϋπόθεση μιας επιτυχημένης σποράς είναι η καλή κατεργασία του εδάφους.
Η ποσότητα του σπόρου που θα χρησιμοποιηθεί καθορίζεται από την ποικιλία ή το υβρίδιο που θα χρησιμοποιηθεί. Συνήθως χρησιμοποιούνται 300-500 γραμμάρια σπόρου ανά στρέμμα. Σπέρνεται γραμμικά σε αποστάσεις 15 έως 30 εκατοστά πάνω στη γραμμή σποράς και 25 εκατοστά μεταξύ των γραμμών. Με αυτό τον τρόπο επιδιώκουμε να έχουμε 50 έως 60 φυτά ελαιοκράμβης ανά τετραγωνικό μέτρο.
Λίπανση
Η λίπανση είναι μεσαίου επιπέδου, με απαιτήσεις του φυτού κατά την σπορά 10 έως 18 μονάδες αζώτου, 4 έως 8 μονάδες φωσφόρου και 4 έως 8 μονάδες καλίου.
Την άνοιξη το φυτό χρειάζεται επιπλέον λίπανση με 10 έως 18 μονάδες αζώτου.
Έλεγχος ζιζανίων
Για την καταπολέμηση των στενόφυλλων και πλατύφυλλων ζιζανίων μπορεί να εφαρμοστεί προσπαρτική και μεταφυτρωτική ζιζανιοκτονία. Τα ζιζάνια ανταγων ίζονται σε μεγάλο βαθμό τα φυτά της ελαιοκράμβης, ιδιαίτερα στα πρώτα στάδια ανάπτυξης της καλλιέργειας και μπορούν να επηρεάσουν αρνητικά την τελική παραγωγή.
Συγκομιδή
Η ωρίμανση γίνεται σταδιακά και η συγκομιδή ξεκινά όταν η υγρασία του σπόρου είναι 9-12%. Σε πολύ ξηρούς σπόρους σημειώνονται απώλειες καθώς αυτοί τινάζονται από τους λοβούς πολύ εύκολα. Σε ξηροθερμικές συνθήκες η συγκομιδή θα πρέπει να γίνεται νωρίς το πρωί ή αργά το απόγευμα όπου η σχετική υγρασία είναι πιο υψηλή. Απώλεια σπόρου μπορεί να προκληθεί επίσης και από τα μηχανήματα συγκομιδής και γι’ αυτό θα πρέπει να ρυθμίζονται σωστά.
Εχθροί-Ασθένειες
Η ελαιοκράμβη προσβάλλεται από ένα ευρύ φάσμα εντόμων, τόσο κατά τη διάρκεια όσο και κατά την αποθήκευση των σπόρων. Κυριότεροι εχθροί είναι οι αφίδες Aphis fabae, Brevicoryne brassicae, Myzus persiceae, η πιερίδα του λάχανου (Pieris brassicae) και το άκαρι Tetranychus urticae.
Σε έρευνα των Σιμόγλου, Ροδιτάκη και Τριχά το 2011, βρέθηκε ότι το κολεό
πτερο (σκαθάρι) Κευθόρρυγχος, έντομο ευρέως διαδεδομένο στην Ευρώπη με παρουσία και στη χώρα μας, προκαλεί εκτεταμένες ζημιές σε καλλιέργειες ελαιοκράμβης. Σύμφωνα με την έρευνα, από τον Κευθόρρυγχο έχουν ήδη πληγεί καλλιέργειες ελαιοκράμβης σε περιοχές της Κεντρικής και Ανατολικής Μακεδονίας και της Θράκης. Το έντομο αυτό είναι ιδιαίτερα επικίνδυνο και πιθανή αντιμετώπιση μπορεί να γίνει νωρίς το Νοέμβριο μήνα. Έχει μια γενιά τον χρόνο, γεννά το θηλυκό τα αυγά του στα στελέχη και οι κάμπιες, όταν εκκολαφθούν, ορύσσουν στοές στο εσωτερικό των στελεχών προς τα κάτω, με τελικό αποτέλεσμα να παρατηρείται καχεκτική ανάπτυξη και αποξήρανση των νεαρών φυτών.
Οι κυριότερες ασθένειες είναι η αλτερναρίωση (Alternaria brassicae), η βερτισιλλίωση, (Verticillium dahlia), η καρκίνωση ριζών (Plasmadiophora brassicae) , ο μαύρος λαιμός (Phoma lingam), η τεφρά σήψη (Botrytis cinerea) και η σκληρωτινίαση (Sclerotinia sclerotiorum).
Η αντιμετώπιση των παραπάνω ασθενειών γίνεται με τη μέθοδο της ολοκληρωμένης καταπολέμησης όπως ελεγχόμενη άρδευση και λίπανση, κατάλληλη εποχή σποράς και κατάλληλος πληθυσμός φυτών σε συνδυασμό με αμειψισπορά.