«Η ξαδέρφη μου, η θεία μου και ο θείος μου δολοφονήθηκαν. Δεν μου άξιζε να ζήσω. Δεν μου άξιζε να είμαι τόσο τυχερή».
Κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και μετά, χιλιάδες Εβραίοι διέφυγαν στην Ελβετία, η οποία παρέμεινε ουδέτερη καθ’ όλη τη διάρκεια του πολέμου. Σήμερα, περίπου 400 καταγεγραμμένοι επιζήσαντες του Ολοκαυτώματος ζουν ακόμη στη χώρα – αν και πολλοί κρατούσαν την εβραϊκή τους ταυτότητα κρυφή για χρόνια μετά το τέλος του πολέμου, από φόβο περαιτέρω διώξεων.
Το 2014, η Anita Winter –κόρη δύο Γερμανών που επιβίωσαν του Ολοκαυτώματος– ίδρυσε το Gamaraal Foundation στη Ζυρίχη. Η φιλανθρωπική οργάνωση έχει στόχο να παρέχει συναισθηματική και οικονομική στήριξη στους επιζήσαντες, ενώ χρησιμοποιεί τις εμπειρίες τους, για να ενημερώσει τους σημερινούς νέους για τον πόλεμο. Το τελευταίο project του οργανισμού, The Last Swiss Holocaust Survivors, συνδυάζει προσωπικές αφηγήσεις για το Ολοκαύτωμα με πορτρέτα των επιζήσαντων από τον φωτογράφο Beat Mumenthaler.
«Οι επιζήσαντες μου έλεγαν διαρκώς ότι θα μπορούσε να συμβεί ξανά κάτι σαν το Ολοκαύτωμα», εξήγησε η Anita Winter. «Είναι ευθύνη όλων να επικυρώσουμε το μότο “Nie Wieder” (Ποτέ ξανά)». Η Anita ελπίζει ότι η έκθεση, που θα φιλοξενηθεί σε πανεπιστήμια και γκαλερί σε όλη την Ελβετία, θα θυμίσει σε μια νεότερη γενιά τη σημασία της ανεκτικότητας.
Παρακάτω, μπορείτε να δείτε φωτογραφίες και να διαβάστε προσωπικές μαρτυρίες μερικών από τους τελευταίους Ελβετούς επιζήσαντες του Ολοκαυτώματος.
Eduard Kornfeld
Ο Eduard Kornfeld γεννήθηκε το 1929 κοντά στην Μπρατισλάβα της Σλοβακίας. Τον μετέφεραν στο Άουσβιτς και σε αρκετά άλλα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Στις 29 Απριλίου 1945, τον απελευθέρωσαν αμερικανικά στρατεύματα από το Νταχάου, στη Γερμανία. Ζύγιζε μόλις 27 κιλά. Η μητέρα του η Rosa, ο πατέρας του Simon και τα αδέλφια του Hilda, Josef, Alexander και Rachel είχαν δολοφονηθεί στα στρατόπεδα. Ο Kornfeld έφτασε στην Ελβετία το 1949 και τον περιέθαλψαν στο Νταβός για τέσσερα χρόνια, καθώς έπασχε από βαριά φυματίωση. Αργότερα, εκπαιδεύτηκε στο δέσιμο πολύτιμων λίθων, στη Ζυρίχη. Έχει δυο γιους, μια κόρη και επτά εγγόνια.
«Μας μετέφεραν με ένα βαγόνι για ζώα, χρειάστηκε τρεις μέρες, για να κάνουμε τη διαδρομή. Όταν το τρένο σταμάτησε, άκουσα κάποιον να φωνάζει στα γερμανικά “Έξω!”. Κοίταξα από το βαγόνι και είδα αξιωματικούς των SS να χτυπούν ανθρώπους που θεωρούσαν ότι πήγαιναν αργά. Μια μητέρα δεν κινούνταν αρκετά γρήγορα, επειδή προσπαθούσε να βοηθήσει το παιδί της. Έτσι, οι αξιωματικοί των SS πήραν το βρέφος της και το πέταξαν στο ίδιο φορτηγό που στοίβαζαν τους γέρους και τους άρρωστους. Αυτοί οι άνθρωποι στάλθηκαν αμέσως στους θαλάμους αερίων».
Nina Weil
Η Nina Weil γεννήθηκε το 1932 στην πόλη Κλάτοβι, που τώρα ανήκει στη Δημοκρατία της Τσεχίας. Ζούσε στην Πράγα, όταν τη συνέλαβαν και την έστειλαν στο στρατόπεδο συγκέντρωσης Τερεζίενσταντ, το 1942. Λίγο αργότερα, την έστειλαν στο Άουσβιτς με τη μητέρα της την Amalie. Ήταν 12 χρονών, όταν η μητέρα της πέθανε από εξάντληση. Μετά τον πόλεμο, έφυγαν με τον άνδρα της για την Ελβετία, όπου δούλεψε ως βοηθός εργαστηρίου στο Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο Ζυρίχης.
«Έκλαψα πολύ όταν χάραξαν το νούμερο 71978 στο μπράτσο μου. Όχι από πόνο, αλλά για το τι σηματοδοτούσε. Είχα χάσει την ταυτότητά μου και είχα γίνει ένας αριθμός. Η μητέρα μου προσπάθησε να με ηρεμήσει, λέγοντας πως όταν γυρίζαμε σπίτι, θα πήγαινα σε σχολή χορού και θα είχα ένα μεγάλο βραχιόλι, ώστε κανείς να μην μπορεί να δει το νούμερο. Ποτέ δεν πήγα σε σχολή χορού ούτε απέκτησα βραχιόλι τόσο μεγάλο που να το κρύβει».
Klaus Appel
Ο Klaus Appel γεννήθηκε το 1925 στο Βερολίνο. Αφού ο πατέρας του, ο Paul, και ο μεγαλύτερος αδελφός του, Willi-Wolf, συνελήφθησαν και στάλθηκαν στο Άουσβιτς, εκείνος και η αδελφή του πήγαν στην Αγγλία, με μια από τις τελευταίες Kindertransports. Μετά τον πόλεμο, ο Klaus παντρεύτηκε μια Ελβετίδα και μετακόμισε στην Ελβετία, όπου εργάστηκε ως ωρολογοποιός. Πέθανε τον Απρίλιο του 2017, αφήνοντας πίσω δυο παιδιά και τρία εγγόνια.
«Ήμασταν στο σπίτι, όταν χτύπησε το κουδούνι. Είχαν έρθει να συλλάβουν τον πατέρα μου. “Είστε ο κύριος Appel;”, τον ρώτησαν. “Ελάτε μαζί μας”. Ο πατέρας μου στράφηκε ήρεμα σε μένα κα είπε, “Να πας σχολείο”. Αυτό ήταν το τελευταίο πράγμα που μου είπε. Δεν τον είδα ξανά».
Christa Markovits
Η Christa Markovits γεννήθηκε ως Krisztina Barabás στη Βουδαπέστη, το 1936. Όλα τα μέλη της οικογένειάς έγιναν καθολικοί πριν από τον Πόλεμο, αλλά θεωρούνταν Εβραίοι, με βάση τους ναζιστικούς νόμους περί φυλής. Σε όλον τον πόλεμο κρυβόταν με την αδελφή της σε ένα μοναστήρι της πόλης. Το 1956, μετοίκησε στην Ελβετία, όπου σπούδασε φυσική και εργάστηκε στο Paul Scherrer Institute – ένα κέντρο επιστήμης και τεχνολογίας, βόρεια της Ζυρίχης.
«Ήταν εντελώς τύχη που είχα την ευκαιρία να κρυφτώ στο μοναστήρι. Η ξαδέλφη μου, η θεία και ο θείος μου δολοφονήθηκαν. Δεν μου άξιζε να επιβιώσω. Δεν μου άξιζε να είμαι τόσο τυχερή».
Egon Holländer
Όταν απελευθερώθηκε το στρατόπεδο συγκέντρωσης Μπέργκεν-Μπέλζεν, το 1945, ο παιδίατρος Robert Collins ήταν εκεί και έγραψε στα απομνημονεύματα του για τον Egon Holländer. Ο Collis περιέγραψε τον νεαρό Egon ως «ένα μικρό ασπρουλιάρικο παιδί έξι περίπου ετών σλαβικής καταγωγής που ξάπλωνε πολύ ήσυχα στο κρεβατάκι του. Δεν κουνιόταν ούτε μιλούσε. Είχε τύφο. Ήταν πετσί και κόκαλο». Η μητέρα του Egon, η Elisabeth, πέθανε από τύφο στο ίδιο στρατόπεδο. Το 1968, ο Egon, ειδικευμένος μηχανικός πλέον, μετακόμισε στη Ζυρίχη και εργάστηκε σε ανώτερη θέση σε μια εταιρεία τεχνολογίας. Είναι παντρεμένος, έχει δυο κόρες και τρία εγγόνια.
«Όταν οι Βρετανοί στρατιώτες ήρθαν να μας απελευθερώσουν, ήμουν σχεδόν νεκρός. Αυτό που θυμάμαι περισσότερο στα στρατόπεδα είναι τα βουνά πτωμάτων. Δεν μπορείς να ξεχάσεις κάτι τέτοιο».
Eva Koralnik-Rottenberg
Η Eύa Koralnik γεννήθηκε το 1936 στη Βουδαπέστη. Η μητέρα της, Berta, είχε χάσει την ελβετική υπηκοότητα, όταν παντρεύτηκε τον Εβραίο Ούγγρο Willi Rottenberg. Η Eύa κατάφερε να διαφύγει από την Ουγγαρία στην Ελβετία τον Οκτώβριο του 1944, μαζί με τη μητέρα της και την έξι εβδομάδων αδελφή της, Vera. Για πολλά χρόνια, διεύθυνε το λογοτεχνικό πρακτορείο Liepman στη Ζυρίχη. Είναι παντρεμένη, έχει έναν γιο, μια κόρη και τέσσερα εγγόνια.
«Όταν φτάσαμε στη Βιέννη, μας παρέλαβε η Γκεστάπο από τον σταθμό του τρένου, για να περάσουμε το βράδυ στο διάσημο Hotel Métropole, όπου τότε βρισκόταν και το αρχηγείο της μυστικής υπηρεσίας. Ο Harald Feller [ένας Ελβετός διπλωμάτης που διέσωσε πολλούς Ούγγρους Εβραίους] είχε κανονίσει να μείνουμε εκεί, κάτω απ’ τη μύτη τους. Η μητέρα μου όλο το βράδυ ήταν μες στον φόβο και τον πανικό. Θυμάμαι τις γυαλισμένες μπότες, τους γερμανικούς ποιμενικούς με τα λουριά και την τεράστια σβάστικα που κρεμόταν πάνω από την είσοδο του μαρμάρινου χολ».
Bronislaw Erich
Ο Bronislaw Erich γεννήθηκε το 1923 στη Βαρσοβία. Επιβίωσε κατά τη διάρκεια του Πολέμου με ψεύτικο όνομα, ως εργάτης σε γερμανικό αγρόκτημα. Ο πατέρας του ο Nachum, η μητέρα του Brandl και ο μικρός του αδελφός Jacob δολοφονήθηκαν –πιθανότατα το 1942, είτε στο Γκέτο της Βαρσοβίας είτε στο στρατόπεδο εξόντωσης Τρεμπλίνκα. Αργότερα, μετακόμισε στην Ελβετία. Το 1961, προσλήφθηκε σε μια εκτυπωτική εταιρεία και έγινε αργότερα προμηθευτής πολυγράφων. Είναι παντρεμένος με δύο παιδιά, πέντε εγγόνια και δυο δισέγγονα.
«Όταν πηγαίνω για ύπνο και σβήνω το φως, σκέφτομαι τους γονείς μου και τον μικρό μου αδελφό που δολοφονήθηκαν. Περνάω άγρυπνες νύχτες. Κάποτε, ένας φίλος πρότεινε υπνωτικά. Αγόρασα ένα μπουκάλι, αλλά δεν βοήθησαν καθόλου».
Το άρθρο δημοσιεύτηκε αρχικά στο VICE Switzerland.
Πηγή : vice.com