Για την εξέλιξη, τα εργαλεία, τις ιδιαιτερότητες και τα είδη του ηχητικού ντοκιμαντέρ,
καθώς και για τις διαφορές ανάμεσα στο ηχητικό και το κινηματογραφικό ντοκιμαντέρ,
μίλησε η γαλλίδα σκηνοθέτις ντοκιμαντέρ και καλλιτέχνις του ήχου, Φρεντερίκ Πρεσμάν,
στο masterclass «Γράφοντας με Ήχους», που πραγματοποιήθηκε την Τρίτη 15
Μαρτίου, στην αίθουσα Παύλος Ζάννας, στο 24 ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης.
Τη Φρεντερίκ Πρεσμάν καλωσόρισε ο Χρήστος Γούσιος, Αναπληρωτής Καθηγητής στο
τμήμα Κινηματογράφου της Σχολής Καλών Τεχνών του ΑΠΘ. Αρχικά, ο κ. Γούσιος
ευχαρίστησε το κοινό και εξέφρασε την ευγνωμοσύνη του στο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ
για αυτή την οπτικοακουστική εκπαιδευτική δυνατότητα, στην οποία το κοινό έχει την
ευκαιρία να επανανακαλύψει την τέχνη του ραδιοφωνικού ντοκιμαντέρ με την
καθοδήγηση μιας διακεκριμένης καλεσμένης. Στη συνέχεια, της έδωσε τον λόγο. «Τα
είδη του ηχητικού/ραδιοφωνικού ντοκιμαντέρ είναι εναλλάξιμα, υπάρχει μια πληθώρα
από όρους που περιγράφουν παρόμοια είδη. Οι πιο πολύ από εσάς είστε εξοικειωμένοι
με το podcast. Υπάρχει μια παρανόηση: το podcast δεν είναι είδος, είναι πιο πολύ
εργαλείο αναμετάδοσης με πολλά επιμέρους είδη, όπως φαντασία, talk shows,
αθλητικά. Περιέχει κυρίως αφήγηση, με ορισμένα ηχητικά εφέ», ανέφερε αρχικά η
Φρεντερίκ Πρεσμάν.
Στη συνέχεια, αναφέρθηκε στο άρθρο του Άρη Δημοκίδη στον Α-Κατάλογο του
Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ, με τίτλο «Η Άνοδος -και η περαιτέρω άνοδος- των ηχητικών
ντοκιμαντέρ», μιλώντας για το πώς ο ήχος, παράλληλα με την εικόνα στα οπτικά
ντοκιμαντέρ, μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως εργαλείο αφήγησης: «Όπως φαίνεται και
στο άρθρο του Άρη Δημοκίδη, πολλά πράγματα υπήρχαν πριν τον ερχομό του
διαδικτύου, τα οποία δεν ανακαλύφθηκαν με την έλευσή του. Μπορούμε απλώς να
πούμε ότι εξελίχθηκαν ή μεταλλάχθηκαν», ανέφερε σχετικά. «Έχω εμπειρία στον χώρο
τόσο του οπτικού όσο και του ηχητικού ντοκιμαντέρ. Πάντα γνωρίζω ποιο από τα δύο
ταιριάζει σε κάθε περίπτωση. Κατά την άποψή μου, η πληθώρα των πληροφοριών που
δεχόμαστε είναι οπτικές. Ωστόσο, ορισμένες εικόνες παραμένουν περιττές. Η αφήγηση
στις περιπτώσεις αυτές συνεχίζεται με τον ήχο, ενώ οι εικόνες απλώς συνδράμουν ως
ένα είδος εικονογράφησης. Ζούμε σε έναν κόσμο σαφώς κορεσμένο από εικόνες. Το
να δουλεύεις αποκλειστικά και μόνο με ήχο είναι αναζωογονητικό: ο ήχος δίνει
περισσότερο χώρο στη φαντασία. Όπως έχει πει και ο Όρσον Γουέλς: ανάμεσα στο
ραδιόφωνο και τον κινηματογράφο, προτιμώ το ραδιόφωνο, διότι έχει μεγαλύτερη
οθόνη», δήλωσε χαρακτηριστικά.
Ο ήχος είναι πιο ελαφρύς και λιγότερο αδιάκριτος, όπως εξήγησε η Φρεντερίκ
Πρεσμάν: «είναι πολύ πιο εύκολο να δουλέψεις με εξοπλισμό ήχου, παρά με
κινηματογραφικό εξοπλισμό. Είναι και πολύ πιο οικονομικό! Συχνά δουλεύεις μόνος, το
πολύ με ένα ή δύο ακόμη άτομα, γίνεσαι έτσι περισσότερο ευέλικτος. Σε κάθε
περίπτωση, είτε το ντοκιμαντέρ είναι οπτικό είτε ηχητικό, έχουν μάλλον τον ίδιο σκοπό:
να μοιραστούν μία οπτική γωνία με τον κόσμο, να πουν μια ιστορία. Έχουν και τα δύο έναν βασικό κορμό, ένα σενάριο κάποιου είδους, το οποίο και δείχνει τον τελικό στόχο
της ιστορίας (και βοηθά στην εύρεση παραγωγών).
Το ντοκιμαντέρ είναι θέμα οπτικής γωνίας και άποψης. Αυτή η άποψη συχνά δεν είναι διαυγής και εμφανής, προκύπτει μάλλον οργανικά από τα στοιχεία της αφήγησης. Η διαφορά του ντοκιμαντέρ με την
ταινία μυθοπλασίας είναι ότι στο πρώτο (επανα)κατασκευάζεις την πραγματικότητα με
ρεαλιστικά στοιχεία, ενώ στην ταινία μυθοπλασίας ξαναγράφεις την πραγματικότητα
από την αρχή διότι δεν είναι ποτέ δεδομένη», συμπλήρωσε.
Αμέσως μετά, αναφέρθηκε στην ποικιλομορφία του ηχητικού ντοκιμαντέρ και στην
ελευθερία που το χαρακτηρίζει. «Δεν έχεις εικόνα, έχεις δηλαδή περισσότερο χώρο και
περισσότερη ελευθερία. Με τον ήχο δεν μπορείς να δημιουργήσεις ψεύτικες σκηνές,
όπως κάνουμε στις ταινίες με ένα καλό μοντάζ. Τον ήχο δεν μπορείς παρά να τον
παραλείψεις ή να τον “σπάσεις” διακριτικά, ώστε να μικρύνεις ένα μεγάλο απόσπασμα
ή να αλλάξεις την σειρά που ειπώθηκαν ορισμένα πράγματα, σε ένα δημιουργικό
ηχητικό μοντάζ». Στο σημείο αυτό, αναφέρθηκε στις διαφορές του ραδιοφωνικού
ντοκιμαντέρ και του ηχητικού ρεπορτάζ: «στο ηχητικό ντοκιμαντέρ χρειάζεσαι πολύ
χρόνο και μια ισχυρή άποψη. Πρέπει να βρεις τη σωστή φόρμα που ταιριάζει στην
ιστορία που θέλεις να διηγηθείς. Επίσης, το ντοκιμαντέρ προαπαιτεί αρκετή
(καλλιτεχνική) έρευνα και περισυλλογή. Όπως το σινεμά δεν είναι η βιντεοσκόπηση
μιας θεατρικής παράστασης, έτσι και το ραδιοφωνικό ντοκιμαντέρ δεν είναι η απλή
ανάγνωση ενός κειμένου».
Στη συνέχεια, αναφέρθηκε σε ορισμένα εργαλεία που συνθέτουν το είδος του
ραδιοφωνικού ντοκιμαντέρ: «Οι συνεντεύξεις είναι ένας υπέροχος και ενδιαφέρων
τρόπος να λάβεις πληροφορίες. Αν χειριστείτε σωστά τη συνέντευξη, μπορείτε να
λάβετε πολύτιμες πληροφορίες. Επίσης, το λεγόμενο cinéma vérité, το situational
cinema, στην ηχητική του μεταφορά: το να ακολουθείς τη δράση δίχως να
παρεμβαίνεις σε αυτή, όπως έκανε ο κινηματογραφικός master του είδους, Φρέντερικ
Γουάιζμαν. Η παρουσία σας στον χώρο βεβαίως επηρεάζει τη δράση, αλλά πρέπει να
προσπαθήσετε να είστε όσο το δυνατόν πιο διακριτικοί. Επίσης, το λεγόμενο
ambience, η δημιουργία ατμόσφαιρας με ήχους που δεν γίνονται άμεσα αντιληπτοί,
ούτε επικοινωνούν κάποια ορισμένη πληροφορία: απλώς θέτουν το πλαίσιο και
δημιουργούν ατμόσφαιρα (για παράδειγμα, ήχοι δρόμου ή μια συζήτηση που δεν
ακούμε ακριβώς τι λέγεται). Έπειτα, το close up, ρυθμικά στοιχεία στον περιβάλλοντα
χώρο (για παράδειγμα, μια πόρτα που κλείνει ή μια γραφομηχανή που χτυπά).
Μπορούμε να συμπεριλάβουμε, επίσης, το (δημιουργικό) μοντάζ ως εργαλείο, το
alternate editing, στο οποίο διαφορετικοί ήχοι συμπλέουν και διαφορετικές, ή μάλλον
κατασκευασμένες, πραγματικότητες αλληλοκαλύπτονται. Φυσικά, η μουσική, την οποία
εγώ προσωπικά δεν χρησιμοποιώ πολύ. Μπορείτε να τη χρησιμοποιήσετε είτε
αυτούσια ως score είτε ενσωματωμένη, δηλαδή ένα τραγούδι που ακούγεται μέσα από
το σύμπαν που έχετε δημιουργήσει. Τέλος, η αφήγηση, το πιο διαδεδομένο εργαλείο,
το οποίο, αν χρησιμοποιηθεί δημιουργικά, μπορεί να φέρει όμορφο αποτέλεσμα.
Αποδέχομαι και κατανοώ όλα τα εργαλεία, αρκεί να μην καταφεύγουμε σε αυτά λόγω
βαρεμάρας. Συχνά αναφέρομαι στην αφήγηση ως το τελευταίο καταφύγιο, ακριβώς
επειδή καταλήγεις να εξηγείς στους ακροατές τι ακριβώς θέλεις να πεις. Μου αρέσει
συχνά να αναρωτιέμαι πώς μπορώ να επικοινωνήσω κάτι, δίχως να χρειαστεί να το
εξηγήσω».
Στο τέλος του masterclass, η Φρεντερίκ Πρεσμάν παρουσίασε στο κοινό τέσσερα
παραδείγματα ραδιοφωνικών ντοκιμαντέρ: ένα δικό της, από τον θρύλο του είδους,
Yann Paranthoën, που αυτοαποκαλούνταν Sound Carver, από τον Mehdi Ahoudig και
από την Kaye Mortley.
Βιογραφικό της Φρεντερίκ Πρεσμάν
Η Φρεντερίκ Πρεσμάν, σκηνοθέτις ντοκιμαντέρ και καλλιτέχνις του ήχου, γεννήθηκε στο
Παρίσι το 1966. Ξεκίνησε την καριέρα της στη Νέα Υόρκη, στα τέλη της δεκαετίας του
’80, ως δημοσιογράφος σε έντυπα, ειδικότερα στο The Village Voice. Επιστρέφοντας
στο Παρίσι το ’90, δούλεψε ως ραδιοφωνική παραγωγός, κειμενογράφος για διάφορες
εφημερίδες και μεταφράστρια βιβλίων από τα αγγλικά στα γαλλικά, μεταπηδώντας
αμέσως μετά στη σκηνοθεσία ντοκιμαντέρ. Παράλληλα, έκανε την παραγωγή σε
πολυάριθμα ηχητικά έργα και ραδιοφωνικά ντοκιμαντέρ, δουλεύοντας κυρίως για το
γαλλικό κρατικό ραδιόφωνο. Από το 2009 διδάσκει τη δημιουργία ντοκιμαντέρ σε
λύκεια και πανεπιστήμια στη Γαλλία, μεταξύ των οποίων στο υψηλού κύρους ENS
Louis-Lumière. Το 2021, δημιούργησε και τέθηκε επικεφαλής του νέου του Διεθνούς
Θερινού Προγράμματος Ηχητικού Ντοκιμαντέρ.