Γιάννης Ρίτσος, Τα επικαιρικά, Βάρνα, 20-6-58
Πολλά ποιήματα είναι ποτάμια.
Άλλα είναι χαμολούλουδα σε βραδινό κάμπο.
Άλλα είναι σαν πέτρες που δε χτίζουν τίποτα.
Πολλοί στίχοι είναι σα στρατιώτες έτοιμοι για τη μάχη.
Άλλοι σα λιποτάχτες κρυμμένοι πίσω απ’ τ’ ανθισμένα δέντρα.
Άλλοι σαν άγνωστοι στρατιώτες που δεν έχουν πρόσωπο.
Πολλά ποιήματα φωνάζουν δυνατά χωρίς ν’ ακούγονται.
Άλλα σωπαίνουνε με σταυρωμένα χέρια
άλλα σταυρώνονται και μιλούν σταυρωμένα.
Πολλοί στίχοι είναι σαν εργαλεία,
εργαλεία σκουριασμένα, ριγμένα στο χώμα
κι άλλα καινούργια που δουλεύουν το χώμα.
Πολλά ποιήματα είναι σαν όπλα
όπλα πεταμένα στο χώμα
κι όπλα στραμμένα στην καρδιά του εχθρού.
Πολλοί στίχοι στέκονται πίσω απ’ τη σιωπή
σαν τα χλωμά παιδιά πίσω απ’ τα τζάμια ενός ορφανοτροφείου —
κοιτάζουν μακριά μες στη βροχή — δεν ξέρουν τι να κάνουν, πού να πάνε.
Πολλά ποιήματα είναι σα δέντρα
άλλα σαν κυπαρίσσια σ’ ένα λιόγερμα θλίψης
άλλα σα δέντρα οπωροφόρα σ’ ένα κολχόζ.
Πολλοί στίχοι είναι σαν πόρτες —
πόρτες κλειστές σ’ ερημωμένα σπίτια
και πόρτες ανοιχτές σε ήμερες συγυρισμένες ψυχές.
Είναι και μαύρες πόρτες καμένες σε μία πυρκαϊά,
κι άλλες τιναγμένες από μιαν έκρηξη
κι άλλες που μεταφέρουν ένα σκοτωμένο σύντροφο.
Υπάρχουν ποιήματα που καλπάζουν μες στο χρόνο
σαν το κόκκινο ιππικό του Σμύρνενσκη
ποιήματα καβαλάρηδες που αφήνουν τα γκέμια και πιάνουν την αξίνα.
Πολλά ποιήματα γονατίζουν στη μέση του δρόμου,
πολλά ποιήματα άνεργα μ’ αδούλευτα χέρια,
πολλά ποιήματα εργάτες που ξεπερνούν χίλιες φορές τη νόρμα τους.
Υπάρχουν στίχοι σα δαντέλες στο λαιμό των κοριτσιών
ή σα δακτυλιδόπετρες με μικρές μυστικές παραστάσεις
κι άλλοι που πλαταγίζουν ψηλά σα ρωμαλέες σημαίες.
Πολλά ποιήματα μένουν αργά τη νύχτα στην ερημιά·
βρέχουν κάθε τόσο τα τέσσερα δάκτυλα των στίχων τους σ’ ένα ρυάκι,
ύστερα χάνονται ονειροπαρμένα μες στο δάσος και πια δεν επιστρέφουν.
Πολλοί στίχοι είναι σαν αργυρές κλωστές
δεμένες στα καμπανάκια των άστρων —
αν τους τραβήξεις, μια ασημένια κωδωνοκρουσία δονεί τον ορίζοντα.
Πολλά ποιήματα βουλιάζουν μες στην ίδια τους τη λάμψη,
περήφανα ποιήματα· δεν καταδέχονται τίποτα να πουν.
Ξέρω πολλά ποιήματα που πνίγηκαν στο χρυσό πηγάδι της σελήνης.
Ένα σωστό ποίημα ποτέ δεν καθυστερεί σε μια γωνιά του ρεμβασμού.
Είναι πάντα στην ώρα του σαν τον συνειδητό, πρόθυμο εργάτη
είναι ένας έτοιμος στρατιώτης που λέει παρών στο πρώτο κάλεσμα της εποχής του.
Κάποτε οι ποιητές μοιάζουν με πουλιά στο δάσος του χρόνου,
οι άλμπατρος του Μπωντλαίρ, τα κοράκια του Πόε,
κάποτε σα σπουργίτια μες στο χιόνι ή σαν αητοί ψηλά σ’ απόκρημνα ιδανικά.
Υπάρχουν και ποιήματα όμορφα σαν τα πουλιά Γκλουχάρ —
το Μάη και τον Απρίλη πνίγονται μες στο ίδιο τους ερωτικό τραγούδι
πνίγονται μες στη μελωδία τους και κουφαίνονται.
Το Μάη και τον Απρίλη τα χαράματα
μες στην κρυστάλλινη δροσιά του δάσους
βγαίνουν οι κυνηγοί με τα ντουφέκια τους και τα γκλουχάρ δεν τους ακούνε.
Το νου σας σύντροφοι ποιητές, αδέλφια μου,
ας κρατάμε τ’ αυτί μας στυλωμένο στο γυαλί της σιωπής —
τα βήματα του εχθρού και του φίλου μας μοιάζουν στο θαμπόφωτο του δάσους.
Πρέπει να διακρίνουμε.
Το νου σας σύντροφοι ποιητές, μη και βουλιάξουμε μέσα στο τραγούδι μας
μη και μας εύρει ανέτοιμους η μεγάλη ώρα
— ένας ποιητής δίνει παρών στο πρώτο κάλεσμα της εποχής του.
Αλλιώς θα μείνουν τα τραγούδια μας πάνω απ’ τις σκάλες των αιώνων
ταριχευμένα, ωραία κι ανώφελα πουλιά σαν τα γκλουχάρ εκείνα
τα γαλαζόμαυρα μες στους βασιλικούς διαδρόμους της Μπίστριτζας.
Σαν τα γκλουχάρ εκείνα με τα δυο φτερά τα σταυρωμένα,
σιωπηλά πένθιμα ταριχευμένα — διακόσμηση ξένων παλατιών —
με τα μάτια δυο μάταιες στρογγυλές απορίες κάτω απ’ τα κόκκινα φρύδια τους.
Το νου σας σύντροφοι ποιητές, — ένας ποιητής
είναι ένας εργάτης στο πόστο του, ένας στρατιώτης στη βάρδια του,
ένας υπεύθυνος αρχηγός μπροστά στις δημοκρατικές στρατιές των στίχων του.
Ντίνος Χριστιανόπουλος, Ποιήματα, «Διαγώνιος», 1985
Εγκαταλείπω την ποίηση δε θα πει προδοσία,
δε θα πει ανοίγω ένα παράθυρο για τη συναλλαγή.
Τέλειωσαν πια τα πρελούδια, ήρθε η ώρα του κατακλυσμού·
όσοι δεν είναι αρκετά κολασμένοι πρέπει επιτέλους να σωπάσουν,
να δουν με τι καινούριους τρόπους μπορούν να απαυδήσουν στη ζωή.
Εγκαταλείπω την ποίηση δε θα πει προδοσία.
Να μη με κατηγορήσουν για ευκολία, πως δεν έσκαψα βαθιά,
πως δε βύθισα το μαχαίρι στα πιο γυμνά μου κόκαλα·
όμως είμαι άνθρωπος και γω, επιτέλους κουράστηκα, πώς το λένε,
κούραση πιο τρομαχτική από την ποίηση υπάρχει;
Εγκαταλείπω την ποίηση δε θα πει προδοσία·
βρίσκει κανείς τόσους τρόπους να επιμεληθεί την καταστροφή του.
Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ, Ο τζίτζικας, Ενάντιος έρωτας, Κέδρος, 1982
Μέσα μου χιλιάδες τραγούδια στοιβάζονται καλοκαιρινά. Ανοίγω το στόμα μου και μες στο πάθος μου προσπαθώ να τους βάλω μια σειρά. Τραγουδώ. Άσχημα. Αλλά χάρη στο τραγούδι μου ξεχωρίζω από τις φλούδες των κλάδων και από τ’ άλλα άφωνα ηχεία της φύσης. Η απέριττη περιβολή μου —γκρίζα κι ασβεστένια— μου αποκλείει κάθε παραφορά αισθητισμού κι έτσι αποκομμένος απ’ τα φανταχτερά πανηγύρια του χρόνου, τραγουδάω. Άνοιξη, Πάσχα και βιολέτες δε γνωρίζω. Τη μόνη ανάσταση που ξέρω είναι όταν μόλις σηκώνεται κάποιο αεράκι και δροσίζει λίγο τη φοβερή κάψα της ζωής μου. Τότε παύω να ουρλιάζω —ή να τραγουδάω όπως νομίζει ο κόσμος— γιατί το θαύμα μιας δροσιάς μέσα μου βαθιά λέει περισσότερα απ’ όλα όσα δημιουργώ για να μην πεθάνω από τη ζέστη.
Νίκος Αλέξης Ασλάνογλου, Ars Poetica, Ο δύσκολος θάνατος, 1978
Το ποίημα θέλω να είναι νύχτα, περιπλάνηση
σε ξεμοναχιασμένους δρόμους και σε αρτηρίες
όπου η ζωή χορεύει. Θέλω να είναι αγώνας, όχι μια μουσική που λύνεται
μα πάθος για την μέσα έκφραση μιας ασυναρτησίας
μιας αταξίας που θα γίνει παρανάλωμα
αν δεν τα παίξουμε όλα για όλα.
Όταν οι άλλοι, αδιάφοροι, με σιγουριά
ξοδεύονται άσκοπα ή ετοιμάζονται το βράδυ
να πεθάνουν, όλη τη νύχτα ψάχνω για ψηφίδες
αδιάφθορες μες στον μονόλογο τον καθημερινό
κι ας είναι οι πιο φθαρμένες. Να φεγγρίζουν
μες στο πυκνό σκοτάδι τους σαν τ’ αχαμνά ζωύφια
τυχαίες, σκοτωμένες απ’ το νόημα
με αίσθημα ποτισμένες.
Νικηφόρος Βρεττάκος, Αν δε μου ’δινες την ποίηση Κύριε, Ο χρόνος και το ποτάμι, 1957
Αν δε μου ‘δίνες την ποίηση, Κύριε,
δε θα ‘χα τίποτα για να ζήσω
αυτά τα χωράφια δε θα ‘ταν δικά μου.
Ενώ τώρα ευτύχησα να ‘χω μηλιές,
να πετάξουνε κλώνους οι πέτρες μου,
να γιομίσουνε οι φούχτες μου ήλιο,
η έρημος μου λαό,
τα περιβόλια μου αηδόνια.
Λοιπόν πώς σου φαίνονται; Είδες
τα στάχυα μου, Κύριε; Είδες τ’ αμπέλια μου;
είδες τι όμορφα που πέφτει το φως
στις γαλήνιες κοιλάδες μου;
Κι έχω ακόμη καιρό!
Δεν ξεχέρσωσα όλο το χώρο μου, Κύριε.
Μ’ ανασκάφτει ο πόνος μου κι ο κλήρος μου μεγαλώνει.
Ασωτεύω το γέλιο μου σαν ψωμί που μοιράζεται
Ωστόσο
Δεν ξοδεύω τον ήλιο σου άδικα.
Δεν πετώ ούτε ψίχουλο απ’ ό,τι μου δίνεις
γιατί σκέφτομαι την ερμιά και τις κατεβασιές του χειμώνα.
Γιατί θα ‘ρθει το βράδυ μου. Γιατί φτάνει όπου να ‘ναι
το βράδυ μου, Κύριε, και πρέπει
να ‘χω κάμει πριν φύγω την καλύβα μου εκκλησιά
για τους τσοπάνηδες της αγάπης.