Νέες διαστάσεις στο ζήτημα των υψηλών τιμών ενοικίασης και της δυσκολίας των νοικοκυριών να ανταποκριθούν σε αυτές δίνει το περιβάλλον υψηλού πληθωρισμού και η εκτίναξη του ενεργειακού κόστους. Οι δύο αυτοί παράγοντες έρχονται να συρρικνώσουν ακόμα περισσότερο την αγοραστική δύναμη της ευρείας μάζας των ενοικιαστών ή υποψηφίων ενοικιαστών, σε μια περίοδο που οι συνέπειες της υγειονομικής κρίσης, αλλά και της δεκαετούς οικονομικής κρίσης που προηγήθηκε, είναι ακόμα ορατές, όπως σημειώνει η Καθημερινή.
Αυξήσεις άνω του 50%
Οπως αναφέρει σχετική ανάλυση του Αλκη Καφετζή, μέλους του Eteron (Ινστιτούτο για την Ερευνα και την Κοινωνική Αλλαγή), «τα ενοίκια σε πολλές περιοχές της Αθήνας παρουσιάζουν αυξήσεις που ξεπερνούν το 50% σε σχέση με τα ενοίκια του 2017, ενώ σημαντικές αυξήσεις (30%-40%) καταγράφονται και σε άλλες πόλεις της Ελλάδας, όπως στη Θεσσαλονίκη, στην Πάτρα και τον Βόλο. Αν συνυπολογίσουμε τις αυξήσεις των ενοικίων την περίοδο 2020-2021, τις ανατιμήσεις της ενέργειας και τη γενικότερη αύξηση του πληθωρισμού, εύκολα καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι η δυσκολία των νοικοκυριών να εξασφαλίσουν και να διατηρήσουν μια οικονομικά προσιτή κατοικία έχει οξυνθεί».
Ανάλογη εικόνα καταγράφει και η τελευταία ετήσια έρευνα του δικτύου μεσιτικών γραφείων RE/MAX Ελλάς, η οποία δημοσιεύτηκε το περασμένο φθινόπωρο. Βάσει αυτής, ναι μεν η αύξηση των ενοικίων του τελευταίου 12μήνου (Φθινόπωρο 2020 – Φθινόπωρο 2021) διαμορφώθηκε σε 5% πανελλαδικά, ωστόσο στα μεγάλα αστικά κέντρα οι αυξήσεις είναι πολύ εντονότερες. Για παράδειγμα, στα βόρεια προάστια η αύξηση των ενοικίων μέσα σε μόλις 12 μήνες διαμορφώνεται σε 17%, ενώ στο κέντρο της Αθήνας τα ενοίκια καταγράφουν άνοδο κατά 11,6%. Αντίστοιχα, στα νότια προάστια και την πόλη του Πειραιά οι αυξήσεις διαμορφώνονται σε 14% και 12,7% αντίστοιχα. Σημειωτέον ότι τα στοιχεία βασίζονται σε πραγματικές συμφωνίες ενοικίασης, που έγιναν μέσω του δικτύου γραφείων της RE/MAX Ελλάς.
Σύμφωνα με τον δείκτη τιμών ακινήτων του δικτύου ηλεκτρονικών αγγελιών Spitogatos, με το πέρας του 2021 το μέσο ζητούμενο ενοίκιο στην Αττική ανήλθε σε 8 ευρώ/τ.μ., αυξημένο κατά 5,2% σε ετήσια βάση. Στον αντίποδα, στο κέντρο της Αθήνας φαίνεται μια σχετική διόρθωση έναντι των υπερβολών του 2018 (στο απόγειο της δημοφιλίας των βραχυχρόνιων μισθώσεων), καθώς η σημερινή μέση ζητούμενη τιμή των 8,8 ευρώ/τ.μ. είναι κατά 11,3% χαμηλότερη σε σχέση με το τέλος του 2018.
Πάνω από 40% του μισθού δαπανούν τα νοικοκυριά σε ενοίκιο, λογαριασμούς
Οι αυξήσεις των τελευταίων ετών έχουν επιδεινώσει σημαντικά την ποιότητα ζωής πολλών νοικοκυριών, ενώ έχουν αρχίσει να δημιουργούν στεγαστικό πρόβλημα για πολλούς, κυρίως νέους ανθρώπους. Με βάση τα στοιχεία της Eurostat για το 2019, το 83,2% των Ελλήνων ενοικιαστών δήλωνε ότι καταβάλλει πάνω από το 40% του εισοδήματός του προκειμένου να καλύψει δαπάνες που σχετίζονται με τη διαμονή του (ενοίκιο, λογαριασμοί ΔΕΚΟ, κοινόχρηστα κτλ.).
Πρόκειται για το υψηλότερο ποσοστό στην Ε.Ε., καθώς ο αντίστοιχος μέσος όρος στην Ε.Ε. δεν ξεπερνά το 25% όσων νοικιάζουν το ακίνητο στο οποίο διαμένουν. Αυτό σημαίνει ότι ένα πολύ υψηλό ποσοστό Ελλήνων πολιτών που μισθώνουν το ακίνητο στο οποίο μένουν διαβιούν σε συνθήκες φτώχειας (με βάση τη σχετική παραδοχή της Eurostat). Tο πρόβλημα είναι οξύτερο στα μεγάλα αστικά κέντρα, όπου υπολογίζεται ότι το ποσοστό εκείνων που μένουν στο ενοίκιο πλησιάζει το 40% (έναντι 26,5% του εθνικού μέσου όρου).
Μία συνέπεια της κατάστασης αυτής είναι η επιστροφή στην οικογενειακή εστία, αναβάλλοντας την τυπική στεγαστική πορεία που ακολουθούνταν μέχρι σήμερα, από τη γονική εστία στο ενοίκιο και στη συνέχεια στην απόκτηση κατοικίας για ιδιοκατοίκηση, κάποια στιγμή μετά τα 30 έτη. «Μια στρατηγική που ακολούθησαν πολλοί νέοι και νέες τα τελευταία χρόνια, προσαρμοζόμενοι στις συνθήκες της οικονομικής κρίσης, ήταν εκείνη της επιστροφής στη γονική εστία.
Με βάση τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, η Ελλάδα έχει ένα από τα μεγαλύτερα ποσοστά νέων ανθρώπων ηλικίας 18-34 ετών που μένουν μαζί με τους γονείς τους. Μάλιστα, το ποσοστό αυτό παραμένει υψηλό όταν επικεντρωνόμαστε στις ηλικίες 25-34, τη στιγμή που σε άλλες χώρες της Ευρώπης περιορίζεται αισθητά, κάτι που σηματοδοτεί μια σημαντική αναβολή στην ομαλή στεγαστική πορεία των νέων ανθρώπων στην Ελλάδα.
Η αναβολή αυτή έχει γίνει ακόμα πιο έντονη από το 2014 και έπειτα, με το ποσοστό για τις ηλικίες 18-34 να φτάνει στο 66,7% το 2017 και στο 69,4% το 2019, από 58,4% που ήταν το 2008», σημειώνει ο κ. Καφετζής.
Mια εξίσου σημαντική αλλαγή είναι το ποσοστό ιδιοκατοίκησης των νέων. Στην περίπτωση της Ελλάδας, το σχετικό ποσοστό στις ηλικίες 25-34 έχει συρρικνωθεί από σχεδόν 25% το 2005 σε 11% το 2018 (Eurostat).
Η τάση αυτή είναι σχεδόν οριζόντια σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, με εξαίρεση λίγες χώρες, κυρίως στην Ανατολική Ευρώπη. Aυτή η καθυστερημένη πρόσβαση στην ιδιοκατοίκηση συνδέεται με τρεις παραμέτρους: α) τις δυσχερέστερες συνθήκες στην αγορά εργασίας, β) τις πολιτικές πρόνοιας που ουσιαστικά έχουν κάνει διάτρητο το δίχτυ ασφαλείας, ειδικά για τους νέους/νέες που δεν έχουν σταθερές επαγγελματικές διαδρομές και γ) την αύξηση των τιμών των κατοικιών, που οφείλεται στην αντιμετώπιση της κατοικίας και των τραπεζικών στεγαστικών δανείων ολοένα και περισσότερο ως περιουσιακό στοιχείο χρηματοοικονομικής φύσης