Η ενέργεια και η πράσινη μετάβαση
Αναλύοντας την κατάσταση στην Ελλάδα μεσούσης της ενεργειακής κρίσης, το ΚΕΠΕ αναφέρει στα συμπεράσματά του ότι θα πρέπει να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι σήμερα, τόσο σε εθνικό επίπεδο, όσο και σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης, βρισκόμαστε σε μια διαδικασία πράσινης μετάβασης προς μία οικονομία χαμηλών ή ακόμα και μηδενικών εκπομπών άνθρακα, γεγονός που δημιουργεί ένα πλαίσιο περιορισμών, αλλά ταυτόχρονα και ευκαιριών στην αντιμετώπιση της ενεργειακής φτώχειας.
Μέχρι σήμερα, σημαντικό μέρος των προσπαθειών διαχείρισης του φαινομένου εστιάζει σε πολιτικές επιδοματικού χαρακτήρα που, όπως είναι γνωστό, συμβάλλουν κυρίως στη βραχυπρόθεσμη ανακούφιση των ευάλωτων νοικοκυριών και όχι στην εξάλειψη του προβλήματος, τονίζει και προσθέτει: «Ταυτόχρονα, δαπανώνται δημόσιοι πόροι που θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν αποδοτικότερα για την επίτευξη μακροχρόνιων αποτελεσμάτων».
Οι συντάκτες της έκθεσης επισημαίνουν ότι το γεγονός ότι η ενεργειακή κρίση του 2021-2022 ξεπεράστηκε και ακολούθησε αποκλιμάκωση και σταθεροποίηση των τιμών της ενέργειας δεν θα πρέπει να αποτελεί παράγοντα εφησυχασμού σε ό,τι αφορά τον κίνδυνο ενεργειακής ένδειας των νοικοκυριών.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η πρόσφατη, ξαφνική και έντονη άνοδος της εγχώριας χονδρεμπορικής τιμής της ηλεκτρικής ενέργειας, εντός του Νοεμβρίου 2024, ως αποτέλεσμα του συνδυασμού διαφόρων παραγόντων, συνθηκών και γεγονότων που επικράτησαν τόσο στην εγχώρια, όσο και την ευρωπαϊκή αγορά ενέργειας.
Τέτοια γεγονότα καταδεικνύουν το πόσο ευάλωτος είναι ο ενεργειακός τομέας της χώρας μας απέναντι σε διεθνείς μεταβολές και γίνεται κατανοητό ότι παρόμοιες καταστάσεις δύναται να οδηγούν συχνά σε έκτακτη επιβάρυνση του ενεργειακού κόστους για τα νοικοκυριά.
Μακροπρόθεσμη στρατηγική
Συνεπώς η αντιμετώπιση του φαινομένου της ενεργειακής φτώχειας δεν θα πρέπει να βασίζεται αποκλειστικά σε εφήμερα μέτρα ανακούφισης των ευάλωτων καταναλωτών, αλλά είναι απαραίτητη η στροφή των δημόσιων πολιτικών προς μια ολοκληρωμένη μακροπρόθεσμη στρατηγική, η οποία θα είναι ενταγμένη στο πλαίσιο της πράσινης μετάβασης, με όρους κοινωνικής δικαιοσύνης και προστασίας των καταναλωτών, και θα βασίζεται τόσο σε κοινωνικές, όσο και σε περιβαλλοντικές και ενεργειακές πολιτικές.
Υπό αυτό το πρίσμα, η στρατηγική στόχευση θα πρέπει να εστιάζει από τη μια πλευρά στην αύξηση του διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών και από την άλλη, σε δομικές αλλαγές που θα στοχεύουν στην ενεργειακή αναβάθμιση της οικονομίας (συμπεριλαμβανομένου του κτιριακού αποθέματος της χώρας) και την ενίσχυση και αναβάθμιση των ενεργειακών υποδομών (δίκτυα, διασυνδέσεις, αποθήκευση κλπ.), καθώς και την ενεργειακή συμπεριφορά των καταναλωτών (ενημέρωση και εκπαίδευση, εργαλεία ορθής διαχείρισης της κατανάλωσης, εξοικονόμηση, αυτοπαραγωγή ΑΠΕ, συμμετοχή σε ενεργειακούς συνεταιρισμούς κλπ.).
Η ενεργειακή ένδεια
Η έκθεση του ΚΕΠΕ υπογραμμίζει ότι η ενεργειακή κρίση της περιόδου 2021-2022, που έπληξε το σύνολο των χωρών της Ευρώπης και χαρακτηρίστηκε από την ξαφνική και ιδιαίτερα ισχυρή άνοδο των τιμών της ενέργειας, επέφερε σοβαρές συνέπειες στις οικονομίες των κρατών, αλλά και έντονη επιβάρυνση στους καταναλωτές.
Πιο συγκεκριμένα, από το δεύτερο εξάμηνο του 2021 και μέχρι τα τέλη του 2022, οι διεθνείς τιμές των ενεργειακών προϊόντων, όπως η τιμή του φυσικού αερίου και η τιμή του αργού πετρελαίου, κατέγραψαν υπερβολικές αυξήσεις, μετακυλίοντας τις επιπτώσεις, τόσο στις τιμές της ηλεκτρικής ενέργειας, όσο και γενικότερα στο κόστος των περισσοτέρων καταναλωτικών αγαθών.
Σε ό,τι αφορά την Ελλάδα, η έντονα ανοδική πορεία των τιμών των ενεργειακών προϊόντων είχε σημαντικές επιπτώσεις στην εθνική οικονομία, καθώς επιβάρυνε, τόσο τους οικιακούς καταναλωτές, όσο και τις επιχειρήσεις.
Μάλιστα, κατά την περίοδο της απότομης ανόδου των τιμών του φυσικού αερίου, η μεγάλη συμμετοχή του καυσίμου στο μείγμα της ηλεκτροπαραγωγής στη χώρα μας, σε συνδυασμό με τον τρόπο λειτουργίας της αγοράς και του συστήματος διαμόρφωσης των ανταγωνιστικών χρεώσεων της ηλεκτρικής ενέργειας, φαίνεται ότι επέδρασε άμεσα στον καθορισμό των υψηλών τιμών ηλεκτρικής ενέργειας.
Άμεσες και έμμεσες επιπτώσεις
Ιδιαίτερα έντονη ήταν η επιβάρυνση για τα νοικοκυριά, τόσο άμεσα, λόγω της αύξησης του κόστους ενέργειας, όσο και έμμεσα εξαιτίας των αυξήσεων στα περισσότερα καταναλωτικά αγαθά.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat η μέση τιμή για το 2ο εξάμηνο του 2022 έφτασε τα 0,244 ευρώ/kWh, από τα επίπεδα των 0,165 ευρώ/kWh του πρώτου εξαμήνου του 2021.
Μάλιστα, επισημαίνεται ότι οι αυξήσεις που κατέγραψε η χονδρεμπορική τιμή της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας στη χώρα μας (τιμή εκκαθάρισης ηλεκτρικής ενέργειας της Αγοράς Επόμενης Ημέρας, όπως διαμορφώνεται στο Ελληνικό Χρηματιστήριο Ενέργειας) ήταν κατά πολύ υψηλότερες, καθώς τον Αύγουστο του 2022 άγγιξε τα 0,436 ευρώ/kWh. Ωστόσο, αυτές οι αυξήσεις δεν πέρασαν εξ ολοκλήρου στους τελικούς καταναλωτές, λόγω των επιδοτήσεων στις τιμές της ηλεκτρικής ενέργειας που υιοθετήθηκαν για τον περιορισμό των αρνητικών επιπτώσεων της ενεργειακής κρίσης.
Αντίστοιχα, σε ό,τι αφορά τις τιμές του φυσικού αερίου για οικιακή χρήση, παρατηρήθηκε επίσης ιδιαίτερα έντονη άνοδος της τιμής κατά το δεύτερο εξάμηνο του 2022, η οποία φυσικά ήταν αποτέλεσμα της ανόδου των αντίστοιχων διεθνών τιμών του καυσίμου.
Τα νοικοκυριά
Οι αυξήσεις στις τιμές των ενεργειακών προϊόντων είχαν σημαντική επίδραση στην επιβάρυνση των νοικοκυριών, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά το κόστος θέρμανσης. Είναι ενδεικτικό ότι, σύμφωνα με τα στοιχεία της Έρευνας Εισοδήματος και Συνθηκών Διαβίωσης των Νοικοκυριών (EU-SILC) 2023 της ΕΛΣΤΑΤ, ο πληθυσμός που βρισκόταν σε κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικό αποκλεισμό το 2022, που αποτελεί το έτος αναφοράς, ανήλθε στο 26,1% του πληθυσμού της χώρας, με το κατώφλι της φτώχειας να ανέρχεται στο ποσό των 6.030 ευρώ ετησίως για μονοπρόσωπο νοικοκυριό και σε 12.663 ευρώ για νοικοκυριά με δύο ενήλικες και δύο εξαρτώμενα παιδιά, ηλικίας
κάτω των 14 ετών (ΕΛΣΤΑΤ, 2024).
Επιπλέον, το ποσοστό των νοικοκυριών με οικονομική αδυναμία για ικανοποιητική θέρμανση τον χειμώνα, για το ίδιο έτος, ανήλθε στο 19,2% του συνόλου (Διάγραμμα 4). Το ποσοστό αυτό βαίνει αυξανόμενο από το 2019, οπότε και έφτασε στο 17,1%, το χαμηλότερο σημείο της τελευταίας πενταετίας.
Η συνολική αύξηση ανήλθε σε 2,1 ποσοστιαίες μονάδες τα τελευταία τέσσερα χρόνια, με σημαντικότερη αύξηση το 2021, με την έναρξη της ενεργειακής κρίσης, αγγίζοντας τις 1,2 ποσοστιαίες μονάδες.
Όπως είναι αναμενόμενο, το ποσοστό των νοικοκυριών με οικονομική αδυναμία για ικανοποιητική θέρμανση τον χειμώνα είναι υπερδιπλάσιο για τα φτωχά νοικοκυριά (39,7%), ενώ είναι χαμηλότερο στα μη φτωχά νοικοκυριά (14,4%) το 2022. Αξιοσημείωτο είναι ότι η αύξηση του ποσοστού το 2021 για τα φτωχά νοικοκυριά ανήλθε στις 2 ποσοστιαίες μονάδες, ενώ για τα μη φτωχά αυξήθηκε κατά 1,3%.
Tο φαινόμενο της ενεργειακής φτώχειας παρουσιάζεται σημαντικά πιο έντονο στα φτωχά νοικοκυριά
Σε μία περίοδο που το διαθέσιμο εισόδημα συρρικνώθηκε από την πανδημία και την ενεργειακή κρίση, 2020-2022, η αντίστοιχη αύξηση για τα φτωχά νοικοκυριά ήταν 3%, όταν για τα μη φτωχά ανήλθε σε μόλις 1,6%
Θα πρέπει να διευκρινιστεί ότι, στο δείγμα, τη μεγαλύτερη επίδραση έχουν τα μη φτωχά νοικοκυριά, καθώς αποτελούν το 81,7% του συνόλου των νοικοκυριών. Έτσι, οι αποκλίσεις στο σύνολο, όπως και οι μεταβολές που παρατηρούνται κατά τη διάρκεια των ετών της υπό εξέτασης περιόδου, εξαιτίας της επίδρασης των φτωχών νοικοκυριών, αν και σημαντικές για την άσκηση πολιτικής, είναι μικρότερης έντασης.
Ωστόσο, θα πρέπει να σημειωθεί ότι, σύμφωνα με πρόσφατη ανάλυση που βασίστηκε στα στοιχεία της ίδιας βάσης, αν και οι ενεργειακά φτωχοί πολίτες προέρχονται από όλα τα εισοδηματικά εκατοστημόρια, το φαινόμενο της ενεργειακής φτώχειας παρουσιάζεται σημαντικά πιο έντονο στα φτωχά νοικοκυριά.
Οι περιφέρειες που πρωταγωνιστούν
Για το 2022, τελευταίο έτος που έχουμε διαθέσιμα στοιχεία, στο σύνολο των νοικοκυριών, η περιφέρεια Δυτικής Ελλάδας παρουσιάζει το υψηλότερο ποσοστό νοικοκυριών με οικονομική αδυναμία για ικανοποιητική θέρμανση τον χειμώνα (30,3%), που είναι κατά 11,2 ποσοστιαίες μονάδες περισσότερο από το σύνολο της χώρας.
Σε καλύτερη κατάσταση βρέθηκαν τα νοικοκυριά της Ηπείρου και του Νοτίου Αιγαίου
Ακολουθούν οι περιφέρειες Πελοποννήσου με 21,5% και Αττικής με 20,9% των νοικοκυριών. Στον αντίποδα βρίσκεται η περιφέρεια Ηπείρου με μόνον 9,5% των νοικοκυριών να παρουσιάζουν αδυναμία θέρμανσης τον χειμώνα (χαμηλότερη κατά 9,5% από το σύνολο της χώρας), ακολουθούμενη από τις περιφέρειες Θεσσαλίας και Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης με 12,6% των νοικοκυριών.
Όσον αφορά τη μεταβολή του ποσοστού των νοικοκυριών με οικονομική αδυναμία για ικανοποιητική θέρμανση τον χειμώνα την περίοδο 2018-2022, τη μεγαλύτερη χειροτέρευση παρουσιάζει η περιφέρεια Αττικής που έφτασε στο 20,9% το 2022, με 4,9% περισσότερα νοικοκυριά να έχουν αδυναμία θέρμανσης τον χειμώνα συγκριτικά με το 2018 (16%).
Η περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας ακολουθεί φτάνοντας στο 19,9% το 2022, με αύξηση του ποσοστού κατά 5,5% έναντι του 2018 (14,4%). Αντίθετα, σε καλύτερη κατάσταση βρέθηκαν τα νοικοκυριά της Ηπείρου που έφτασε στο 9,5% το 2022, με μείωση του ποσοστού κατά 10,2% από το 2018 (18,8%), αλλά και του Νοτίου Αιγαίου που έφτασε στο 18,3% το 2022, με μείωση του ποσοστού κατά 13% από το 2018 (31,3%).
*ΟΤ.gr