Γράφει ο Κεφαλάς Πάνος, Υποψήφιος Διδάκτορας Ιστορίας του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου του ΠΤΔΕ του Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας
Το ταξίδι του Γάλλου στρατιώτη Alexandre Berraud στη Δυτική Μακεδονία στα πλαίσια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, το έτος 1916, συνεχίζεται. Γνωρίζουμε ότι ο Alexandre το χρονικό διάστημα Νοεμβρίου 1915 – Νοεμβρίου 1916 ταχυδρόμησε 87 καρτ-ποστάλ στη σύζυγό του από διάφορες περιοχές του Μακεδονικού Μετώπου. Σε όλες εντοπίζονται στην μπροστινή όψη σκίτσα, τα οποία ο ίδιος εκτέλεσε με πενάκι και μαύρο μελάνι και χρωματιστά μολύβια και διατηρήθηκαν μέχρι σήμερα σε άριστη κατάσταση.
Στο μέχρι τώρα οδοιπορικό μας, τον Alexandre γνωρίσαμε στα Together: Τεύχος 44, από την καρτ ποστάλ ν. 71 η οποία αφορούσε την πόλη της Κοζάνης, Τεύχος 45, από τις καρτ ποστάλ ν. 75-76-77 – 78, οι οποίες αφορούσαν το χωριό Πισοδέρι και τη Φλώρινα, και τέλος Τεύχος 46, από τις καρτ ποστάλ ν. 73 -74, για την πόλης της Καστοριάς.
Υπηρετώντας στο 260ο Σύνταγμα Πεζικού του Στρατού της Ανατολής (260e RI ως soldat de 2e classe/στρατιώτης 2ης τάξης), τον Οκτώβριο του 1916, ο Alexandre ταχυδρόμησε στη σύζυγό του τρεις (3) καρτ ποστάλ με σκίτσα στην μπροστινή όψη από τη Λίμνη Βεντρόκ – Τη Μικρή Πρέσπα.
Εικόνα 1 – Photo © Paris – Musée de l’Armée, Dist. RMN-Grand Palais / Pascal Segrette.
Η πρώτη καρτποστάλ ν. 80 φέρει ημερομηνία 4-5-6/10/1916 στην μπροστινή όψη, όπου υπάρχει το σχέδιο με πενάκι και μαύρο μελάνι, συνοδευόμενη από τον τίτλο: «Λίμνη Βεντρόκ. Σερβο-ελληνικά σύνορα/ (* Η θέση μας) / AB». Στην πίσω όψη, όμως, όπου εντοπίζεται το κείμενο του στρατιώτη, υπάρχει η ημερομηνία 8 Οκτωβρίου 1916 με τον τίτλο «Στα βράχια στον Ακρίτα[1] κοντά στη Φλώρινα». Οι δύο αυτές διαφορετικές ημερομηνίες, μαζί με τη μελέτη των κειμένων και σε συνδυασμό με τις υπόλοιπες καρτ ποστάλ μας οδηγούν στο εύλογο συμπέρασμα ότι ο στρατιώτης σε σύντομο χρονικό διάστημα, ενώ μετακινούνταν συνεχώς στην ευρύτερη περιοχή έκανε, αρχικά, το σχέδιο στην μπροστινή όψη και μετά ταυτόχρονα με τις μετακινήσεις του ολοκλήρωνε το σχέδιο και το κείμενο πριν τις ταχυδρομήσει.
Στην πρώτη αυτή καρτ ποστάλ ο Alexandre ξεκινάει το κείμενο του απευθυνόμενος στη σύζυγο του με το «Αγαπητή Μίμη» (γενικό γυναικείο χαϊδευτικό). Ευρισκόμενος Δυτικά της Πεδιάδας της Φλώρινας, δηλώνει αισιόδοξος, εξαιτίας της υποχώρησης των Βουλγάρων σε μία κορυφή 1906 μέτρα πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας, ενισχυμένη με πολυβόλα. Στις 5 πμ πραγματοποιήσαν επίθεση προς την θέση αυτή, αλλά δυστυχώς ο εχθρός ξεπρόβαλε και με πολυβόλα και οβίδες τους ακινητοποίησε στη δεξιά πλευρά των βράχων της καρτ ποστάλ, γλυτώνοντας όλοι τους από θαύμα. Κατάσταση από την οποία δεν ξέφυγαν τα μετόπισθεν, 4 χιλ. πίσω, όπου από οβίδα Βουλγάρων σκοτώθηκε ο διοικητής της πυροβολαρχίας και ο βοηθός του 22ου, παντοπώληςστο χαράκωμα επικοινωνίας με ονομασία «rue du Temple»[2]. Μολαταύτα, της αναφέρει την αιχμαλωσία 22 Βούλγαρων στρατιωτών μετά εξοπλισμού και τουφεκίων και τον τραυματισμό (θανατηφόρο), δύο, τους οποίους έθαψαν χρησιμοποιώνταςτο κοντάκιτου όπλου.
«Ποτέ δεν θα πίστευες ότι οι άντρες θα μπορούσαν να αντέξουν σε τόσο κακές καιρικές συνθήκες», δηλώνει ο Alexandre, με το κρύο, ειδικότερα τις νυχτερινές ώρες, να είναι τσουχτερό, προκαλώντας κρυοπαγήματα στα άκρα και αναγκάζοντας τους να κοιμούνται ανάμεσα στα βράχια. Αστειευόμενος αναφέρει στη σύζυγό του ότι το χειμώνα στην περιοχή έχει 3 μέτρα χιόνι, τοπίο όπου υπό συνεχόμενες μάχες μέρα-νύχτα υπό τον καταιγισμό οβίδων δεν έχει να ζηλέψει τίποτα από τη μάχη της Σομμ.
Εικόνα 2 – Photo © Paris – Musée de l’Armée, Dist. RMN-Grand Palais / Pascal Segrette.
Η δεύτερη καρτ ποστάλ ν. 81, με ημερομηνία 11 – 12 Οκτωβρίου 1916 στην μπροστινή όψη της και 12-13 του ιδίου μήνα στην πίσω, φέρει τίτλο «Μία γωνία της λίμνης Βεντρόκ, Αλβανικά σύνορα. Τα βράχια». Ακολουθώντας το ίδιο μοτίβο πληροφοριών με την προηγούμενη ν.80, περιγράφει στη γυναίκα του την καθημερινότητα του. Αξιοσημείωτα αναφοράς αυτή τη φορά είναι πρώτων, τα ονόματα δύο Γάλλων στη σύζυγό του (προφανώς συμπολιτών του), του Faivre (που γνωρίζει ότι βρίσκεται στο Eksisu – Ξινό Νερό) και του Sire (την τύχη του οποίου αγνοεί). Δεύτερων η αποστολή χρημάτων από τη γυναίκα του, την οποία ευχαριστεί. Τρίτων, ότι λιμοκτονούν, με μόλις ένα γεύμα την ημέρα και τέλος, ότι προφυλάσσονται και κρύβονται στα αμπριά[3], που φτιάχνονται από τους βομβαρδισμούς των Βουλγάρων, γιατί όπως δηλώνει «οι Boches μας εντοπίζουν, λάμπουν ακριβώς πάνω μας» (προφανώς αναφέρεται στα αεροπλάνα των Γερμανών).
Εικόνα 3 – Photo © Paris – Musée de l’Armée, Dist. RMN-Grand Palais / Pascal Segrette.
Η τρίτη και τελευταία καρτ ποστάλ ν. 83, φέρει και στις δύο όψεις την ίδια ημερομηνία 26 Οκτωβρίου 1916 και τον ποιητικό τίτλο «Λυκόφως στη λίμνη Βεντρόκ. Σερβία. Αναμνηστικό από το Στρατό της Ανατολής. ΑΒ».
Στην καρτ ποστάλ αυτή δεν υπάρχουν και πολλές πληροφορίες από τον Alexandre για την κατάσταση του μετώπου, πέρα από το ότι ο καιρός είναι βροχερός εμποδίζοντας την αλληλογραφία και ότι βρίσκεται σε ανάπαυση ανάμεσα στις γραμμές των χαρακωμάτων, με την προοπτική τη νύχτα να γίνει ανάβαση στις κορυφές. Ανάπαυση, η οποία του επέτρεψε να καταγράψει το υπέροχο θέαμα του ηλιοβασιλέματος, προ ολίγων ημερών, θέαση την οποία επιθυμεί να μοιραστεί με τη σύζυγό του ως ένα αναμνηστικό του Στρατού της Ανατολής. Το οξύμωρο ίσως του όλου κειμένου του, εντοπίζεται στις πληροφορίες από την πρωινή αναφορά που μοιράζεται μαζί της. Πληροφορίες, που όμως αφορούν το Δυτικό Μέτωπο και τις νικηφόρες επιχειρήσεις των Γάλλων στο Φρούριο – Κάστρο Douaumont στη βορειοανατολική Γαλλία. Εξαιρετική πρόοδος 5 χιλ. μπροστά από το δρόμο, όπως αναφέρει, για το Verdun (Βερντέν). Οξύμωρο επειδή για πρώτη φορά έχουμε την αναφορά πληροφοριών για τις στρατιωτικές επιχειρήσεις των άλλων μετώπων του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, αλλά ειδικότερα επειδή ο Alexandre για πρώτη φορά εκδηλώνει την πεποίθηση και τη Γερμανοφοβία του συμπληρώνοντας «Και πολλοί αιχμάλωτοι πολέμου. Τι [κακό], Κυρίες les Boches». Αντίδραση, η οποία εν μέρη δικαιολογείται εξαιτίας των μακροχρόνιων μαχών του Βερντέν, αποφέροντας απώλειες δραματικού μεγέθους και συνάμα αμυντική επιτυχία σύμβολο για το γαλλικό έθνος και τη μαχητικότητα των Γάλλων στρατιωτών. Τα κείμενα και των τριών καρτ ποστάλ κλείνουν με το σύνηθες «Οι καλύτερες ευχές μου σε όλους. Τα πιο γλυκά μου φιλιά και ένα μακρύ χάδι. Περιμένοντας να σας ακούσω εκατομμύρια φιλιάΑΒ».
Όλες οι καρτ ποστάλ που παρουσιάζονται σε αυτό το τεύχος είναι άξιες ερευνητικού θαυμασμού για ακόμα μία φορά, τόσο για τα υπέροχα σχέδια τους, μνήμη ενός στρατιώτη, μακριά από την πατρίδα και τη σύζυγο του ο οποίος μαγεύεται από την φυσική ομορφιά του τόπου, στέκει και τον περιγράφει,μεταφέροντας το συναίσθημα του στη Γαλλία. Όσο για τις πολύτιμες – άγνωστες – πληροφορίες των καθημερινών εξελίξεων του μετώπου και των συνθηκών διαβίωσης των στρατιωτών. Στοιχεία πολύτιμα για τη μελέτη της ιστορίας, της πολιτισμικής ιστορίας και της τοπικής ιστορίας.
«Είμαστε μηχανές που ξεχνούνε. Οι άνθρωποι είναι κάτι πραματάκια που στοχάζονται λίγο, και προπάντων που ξεχνούνε. Αν θυμόμασταν, δε θα ξαναγινότανε πόλεμος. Οι άνθρωποι είναι φτιαγμένοι για να’ ναι σύζυγοι, πατέρες – άνθρωποι, όχι κτήνη που κυνηγιούνται, σφάζονται και ρημάζουνε. Δεν πρέπει να γίνει άλλος πόλεμος ύστερα από τούτον!. Δεν θα υπάρχει πιο πόλεμος όταν θα’ χει νικηθεί το πνεύμα του πολέμου»[4].
[1]Για παράδειγμα από το χωριό Ακρίτας της Φλώρινας ταχυδρόμησε την ν. 79 καρτ ποστάλ με ημερομηνία 10 Οκτωβρίου 1916.
[2]Επειδή τα χαρακώματα είχαν συνήθως τρείς παράλληλες γραμμές σε βάθος μισού χιλιομέτρου με κάθετα χαντάκια επικοινωνίας, δημιουργώντας ένα πολύπλοκο δίκτυο. Για να ξεχωρίζουν τα χαρακώματα και να διευκολυνθεί η συνεννόηση των στρατιωτών, δόθηκαν ονόματα με έναν σχετικά συστηματοποιημένο τρόπο, σε ότι αφορά το αρχικό γράμμα των ονομάτων, ώστε να αποφευχθεί η διπλή ονομασία. Αν και κάθε στρατός είχε το δικό του σύστημα, τα χαρακώματα έπαιρναν ονομασίες που μπορούσαν να αναφέρονται στη γεωγραφία της περιοχής, να προέρχονται από κάποιο γεγονός που συνέβη εκεί, από ονόματα στρατιωτών ή μονάδων ή να είναι απλά προϊόντα της φαντασίας. Τα χαρακώματα επικοινωνίας συνήθως ονομάζονταν Λεωφόροι, Οδοί, Λωρίδες ή Σοκάκια, ανάλογα με το μέγεθος και τη σημασία τους.
[3](στρατιωτικός όρος) όρυγμα, πρόχωμα ή γενικότερα καταφύγιο, μέσα στο οποίο προστατεύονται οι στρατιώτες.
[4]Από το βιβλίο του Μπαρμπίς, Α. (2014). Φωτιά. Το ημερολόγιο ενός ουλαμού. Αθήνα: Σ. Ι. Ζαχαρόπουλος, σελ. 439.