«Προτείνω να σκεφτούμε την ερώτηση: ‘Μπορούν να σκέφτονται οι μηχανές;’»
Alan Turing, “Computing Machinery and Intelligence”
Τα νοητικά πειράματα είναι πολύ προσφιλή στη φιλοσοφία. Ήδη από το σπήλαιο του Πλάτωνα οι φιλόσοφοι παρουσίαζαν αλλόκοτες καταστάσεις προκειμένου να ενεργοποιήσουν τη σκέψη μας. Όταν ο Alan Turing κατασκεύαζε τον πρώτο υπολογιστή στα μέσα του περασμένου αιώνα, γνώριζε ότι εισερχόταν στο φιλοσοφικό έδαφος της λογικής. Η εισαγωγική ερώτηση της εργασίας του 1950 για την τεχνητή νοημοσύνη προκαλεί έκπληξη, αλλά ο Turing δεν φοβάται να αναμετρηθεί με τη φιλοσοφική σκέψη:
«Ταυτόχρονα με την ερώτηση ‘Ποια είναι η απάντηση σ’ αυτή τη νέα μορφή ερώτησης;’, κάποιος θα μπορούσε να ρωτήσει, ‘Αξίζει να μελετηθεί αυτή η νέα ερώτηση;’. Αυτό το τελευταίο ερώτημα διερευνούμε χωρίς καθυστέρηση, διακόπτοντας μ’ αυτό τον τρόπο μία ατέλειωτη παλινδρόμηση. Το νέο ζήτημα έχει το πλεονέκτημα ότι χαράζει μια αρκετά έντονη γραμμή ανάμεσα στις φυσικές και νοητικές δυνατότητες του ανθρώπου.» Alan Turing (1950, 434)
Θα μπορέσει ποτέ η τεχνητή νοημοσύνη να προσιδιάσει την ανθρώπινη ως κατασκεύασμά της; Ο Turing «παίζει» ένα παιχνίδι, το παιχνίδι της μίμησης: Τρεις παίκτες είναι άγνωστοι μεταξύ τους. Οι δύο (ένας άντρας και μία γυναίκα) βρίσκονται κλεισμένοι σε ένα δωμάτιο και απαντούν γραπτώς σε ερωτήσεις ενός τρίτου προσώπου, που προσπαθεί να καταλάβει το φύλο του καθενός από τις τυπωμένες απαντήσεις τους. «Τι θα συμβεί», αναρωτιέται ο Turing, «αν μία μηχανή πάρει τη θέση του ενός παίκτη;». Θα μπορέσουμε να διακρίνουμε τη μηχανή από τον άνθρωπο;
Το νοητικό πείραμα είχε ήδη απασχολήσει τη σκέψη του René Descartes το 1637 στον Λόγο περί της μεθόδου (1996: 34-35). Ο Descartes θεωρεί εφικτή μία κατάσταση όπου μηχανές θα μπορούν να μιμηθούν τις ανθρώπινες πράξεις. Με την αυτοπεποίθηση που του δίνει ο ορθός λόγος, προτείνει δύο τρόπους για να διακρίνουμε τις μηχανές.
«Ο πρώτος είναι ότι δεν θα μπορούσαν ποτέ να χρησιμοποιήσουν λέξεις ή άλλα σημεία, όπως κάνουμε εμείς όταν βάζουμε σε τάξη τις σκέψεις μας για τους άλλους. Ο δεύτερος είναι ότι, παρότι θα μπορούσαν να επιτελέσουν συγκεκριμένα έργα το ίδιο καλά και ίσως καλύτερα από εμάς, αυτές οι μηχανές αναμφισβήτητα θα αποτύγχαναν σε άλλα.»
Το «παιχνίδι της μίμησης» παρέμενε για χρόνια φιλοσοφικό ερώτημα, προβάλλοντας το σύγχρονο πλέον ζήτημα της τεχνητής νοημοσύνης. Μπορούν οι μηχανές να σκεφτούν ανθρώπινα; Οι θεωρίες ακολουθούν την εποχή· ο λειτουργισμός (σε μία προσπάθεια να απαντήσει στη θεωρία του συμπεριφορισμού που δίνει προτεραιότητα περισσότερο σε εξωτερικά παρά εσωτερικά αίτια για τη συμπεριφορά μας) διατείνεται ότι ο ανθρώπινος εγκέφαλος έχει παρόμοιες λειτουργίες με εκείνες ενός υπολογιστή.
Η απάντηση και στις δύο θεωρίες θα έρθει σύντομα, το 1980, από τον John Searle με τη βοήθεια ενός ακόμα νοητικού πειράματος, γνωστού ως «το κινέζικο δωμάτιο». Ο Searle ορμώμενος από το «παιχνίδι της μίμησης» τοποθετεί σε ένα δωμάτιο έναν άνθρωπο ο οποίος λαμβάνει εντολές στα κινέζικα (μία γλώσσα που δεν γνωρίζει), αλλά διαθέτει ένα εγχειρίδιο που του εξηγεί τι πρέπει να κάνει κάθε φορά που βλέπει ένα κινέζικο σύμβολο. Ως εκ τούτου, επιτελεί με επιτυχία το έργο που του ανατίθεται κάθε φορά. Ένας εξωτερικός παρατηρητής, παρατηρεί ο Searle, θα υπέθετε ότι το άτομο στο δωμάτιο γνωρίζει την κινεζική γλώσσα. Αλλά αυτό δεν ισχύει. Το ίδιο συμβαίνει και με τους υπολογιστές, συμπεραίνει. Επιτελούν το έργο που τους έχουμε αναθέσει, με βάση τις ρυθμίσεις μας.
Μπορούν οι υπολογιστές να σκεφτούν ανθρώπινα; Ή όπως το έθεσε ο Denis Diderot, στις Φιλοσοφικές του σκέψεις (Pensées philosophiques, 2007, 68) το 1746:
«Φέρτε μου έναν παπαγάλο που μπορεί να απαντήσει σε όλα, και τότε θα υποστηρίξω ότι είναι σκεπτόμενο ον.»
***
* Η Δρ. Έλσα Νικολαΐδου είναι συγγραφέας του βιβλίου Φιλοσοφία για όλους: Γιατί να διαβάζουμε τους αρχαίους φιλοσόφους, Μεταίχμιο, 2022
www.o-klooun.com