της Ελένης Γκόρα
Απ΄ το παράθυρο της τάξης βλέπω τα άνθη της αμυγδαλιάς. Είναι όμορφα. Ο αέρας δε με τρυπάει πια απ΄ την χαραμάδα της πόρτας. Η σόμπα δε χρειάζεται να καίει. Ακόμα κι όταν βρέχει είναι ωραία. Στο διάλειμμα μυρίζω το χώμα, ακούω τις σταγόνες πάνω στον τσίγκο, κοιτάζω τον ουρανό και δεν κουμπώνω το μπουφάν ούτε τυλίγω τη μύτη με το κασκόλ.
Τα χελιδόνια μπαινοβγαίνουν στις φωλιές τους. Περπατώ στην αυλή και το χαίρομαι. Οι ακτίνες του ήλιου με χαϊδεύουν, τα σύννεφα με ταξιδεύουν κι όταν νυχτώνει ξέρω πως θα ‘ναι μια αγκαλιά. Αν είμαι τυχερή ακούω τον κούκο. Πώς θα ‘θελα να δω κι ένα αηδόνι!
Ακόμα και τα παιδιά είναι πιο χαρούμενα. Μιλούν, φωνάζουν για αγάπη. Κυρία αυτό, κυρία το άλλο, κυρία όχι μάθημα, κυρία όχι άλλη άσκηση, κυρία κοιτάξτε, κυρία έξω, κυρία!
Η Άνοιξη σωστή κυρία! Και ‘γω κακιά κυρία. Κάντε αυτό, κάντε εκείνο, κάντε και το άλλο, έι αυτό δεν έπρεπε να το κάνεις, μηηη, ωπ, διάβασε… Και κατά βάθος θέλω να πω εμπρός, πάμε, φύγαμε, πετάμε αλλά δε γίνεται.
Μένουμε στην τάξη και κοιτάμε την Άνοιξη απ΄ το παράθυρο. Κάθε μέρα μεγαλώνει όλο και πιο πολύ.
Και ‘μεις μαζί της.