Οι προεκλογικές υποσχέσεις της άκρας δεξιάς και της άκρας αριστεράς στη Γαλλία έχουν ένα κοινό στοιχείο, είναι εξαιρετικά ακριβές. Ανεξαρτήτως εάν πρόκειται για την επιστροφή στη συνταξιοδότηση στα 60, ή εάν πρόκειται για αύξηση του κατώτατου μισθού, ή για κατ’ αποκοπή φοροαπαλλαγή κάτω των 30 χρονών. Δεδομένου ότι τα κρατικά ταμεία στη Γαλλία είναι άδεια, τίθεται το ερώτημα πού θα βρεθούν τα χρήματα για τα εκλογικά δώρα. Καμία από τις δύο πλευρές δεν δίνει απαντήσεις. Για τον οικονομολόγο Φρίντριχ Χάινεμαν αυτό αντικατοπτρίζει μια «ριζοσπαστικοποίηση», όπως την αποκαλεί, της οικονομικής πολιτικής των ακραίων κομμάτων της χώρας. “Πρόκειται για οικονομικά προγράμματα που είναι εντελώς μη ρεαλιστικά. Γράφτηκαν εξ ολοκλήρου για να γραφτούν, αλλά όχι για τη γαλλική οικονομία όπως είναι σήμερα”, λέει ο ειδικός στα δημόσια οικονομικά του Κέντρου Ευρωπαϊκών Οικονομικών Ερευνών Leibniz (ZEW) σε συνέντευξή του στη DW.
Σενάριο αδιεξόδου
Ήδη τώρα η οικονομία της 2ης σε μέγεθος χώρας της ΕΕ στενάζει υπό το βουνό χρέους που ανέρχεται στο 110% του ΑΕΠ. Πέρυσι το δημοσιονομικό έλλειμμα ήταν 5,5%. Σύμφωνα με τα κριτήρια της Συνθήκης του Μάαστριχτ, επιτρέπεται έλλειμμα μόνο 3% και εθνικό χρέος το πολύ 60% του ΑΕΠ. Και τα πράγματα θα μπορούσαν να γίνουν ακόμη χειρότερα: Σύμφωνα με εκτιμήσεις, τα προεκλογικά δώρα της γαλλικής αριστεράς και της γαλλικής δεξιάς θα μπορούσαν να επιβαρύνουν τον γαλλικό προϋπολογισμό με πρόσθετες δαπάνες έως και 20 δισεκατομμύρια ευρώ ετησίως. Σύμφωνα δε με ορισμένους εμπειρογνώμονες, θα μπορούσε να είναι ακόμη πιο υψηλές.
Τι θα κάνει όμως η ΕΕ αν μια δεξιά ή αριστερή κυβέρνηση στο Παρίσι αγνοήσει τα κριτήρια του Μάαστριχτ; “Απλώς δεν υπάρχει σχέδιο Β γι’ αυτό”, παραδέχεται σε συνέντευξή του στη DW ο Λορέντζο Κοντόνιο, ο οποίος εργαζόταν στο ιταλικό υπουργείο Οικονομικών και τώρα είναι μακροοικονομικός σύμβουλος θεσμικών επενδυτών στο Λονδίνο. Στην Ιταλία τα πράγματα φαίνονται ακόμη χειρότερα όσον αφορά στα δημόσια οικονομικά. Το έλλειμμα εκεί ήταν 7,4% το 2023 και το δημόσιο χρέος είναι περίπου 140%. Αλλά σε αντίθεση με τον Μακρόνστη Γαλλία, η κυβέρνηση της πρωθυπουργού Τζόρτζια Μελόνι έχει την κατάσταση υπό έλεγχο. Ακόμη και μετά τις νέες εκλογές στη Γαλλία δεν διαφαίνεται “σενάριο διάλυσης της ευρωζώνης”, τονίζει ο Λορέντζο Κοντόνιο, ο οποίος διδάσκει επίσης στο London School of Economics (LSE). “Βλέπω όμως ένα σενάριο, στο οποίο όλοι οι ευρωπαϊκοί θεσμοί θα φτάσουν σε ένα είδος αδιεξόδου και στο οποίο ουσιαστικά τίποτα δεν θα λειτουργεί. Τότε όλα θα μπλοκαριστούν και δεν θα υπάρξουν πλέον πολιτικές πρωτοβουλίες. Αυτό θα μπορούσε να είναι προβληματικό σε μια κατάσταση με εμπορικούς πολέμους μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας και μια πολύ ασταθή παγκόσμια γεωπολιτική κατάσταση, στην οποία εξελίσσονται δύο ανοιχτές συγκρούσεις κοντά στα σύνορα της ΕΕ”, λέει ο Κοντόνιο. «Αυτό θα άφηνε επίσης το αποτύπωμά του και εκτός ευρωζώνης και το ευρώ θα μπορούσε να εξελιχθεί σε μαλακό νόμισμα. Μπορεί κανείς δικαιολογημένα να ισχυριστεί ότι το ευρώ θα δυσκολευτεί, όχι μόνο από την άποψη της αξίας του ως περιουσιακό στοιχείο, αλλά και ως νόμισμα”, υποστηρίζει ο Ιταλός εμπειρογνώμονας.
Εκβιασμοί από υπερχρεωμένες χώρες;
Βέβαια τα αυστηρά κριτήρια του Μάαστριχτ χαλάρωσαν κατά τη διάρκεια της πανδημίας και έκτοτε έγιναν πιο ευέλικτα. Το νέο πλαίσιο οικονομικής διακυβέρνησης στην ευρωζώνη τέθηκε σε ισχύ στις 30 Απριλίου 2024. Τα όρια για τα ελλείμματα και το δημόσιο χρέος εξακολουθούν να ισχύουν, αλλά το νέο πλαίσιο δίνει στις εθνικές κυβερνήσεις μεγαλύτερο περιθώριο ελιγμών όσον αφορά στον τρόπο και το χρόνο που θα βάλουν σε τάξη τα οικονομικά τους. «Αυτό μπορεί ακόμη να μην είναι αρκετό, φοβάται ο Κοντόνιο. “Η Γαλλία θα μπορούσε να είναι η πρώτη χώρα που θα αγνοήσει σκόπιμα τις συμφωνίες του νέου δημοσιονομικού πλαισίου”. Το ενδεχόμενο εκβιασμού από υπερχρεωμένες χώρες είναι υπαρκτό: στο παρελθόν οι παραβιάσεις των κανόνων για το έλλειμμα ή το χρέος από μεμονωμένες χώρες δεν είχαν αξιοσημείωτες συνέπειες από την πλευρά της Ευρωπαϊκής Επιτροπής ή της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.
“Αυτό ακριβώς είναι και το πρόβλημα στο οποίο έχει οδηγηθεί η ΕΚΤ όλο και περισσότερο τα τελευταία χρόνια με το να λέει ότι είμαστε εδώ για να βοηθήσουμε”, τονίζει ο Φρίντριχ Χάινεμαν. “Βέβαια σε μια φάση οξείας κρίσης, όπως κατά τη διάρκεια της πανδημίας, ήταν ευλογία να βοηθά τις χώρες που βρίσκονται σε δύσκολη θέση. Αλλά η ΕΚΤ δεν θα πρέπει να είναι η αρχή που διατηρεί την ρευστότητα των κυβερνήσεων πάση θυσία, ακόμη και αν τα προβλήματα προκαλούνται από παράλογες οικονομικές πολιτικές”, τονίζει ο ειδικός σε θέματα δημόσιου χρέους. “Κάτι τέτοιο θα έστελνε το λάθος μήνυμα”.
Πολιτικοποιημένη η Ευρωπαϊκή Επιτροπή;
Ο Χάινεμαν επικρίνει επίσης το γεγονός ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή υπήρξε συχνά πολύ επιεικής απέναντι στους «αμαρτωλούς» στο παρελθόν. Θεωρεί ότι ο βασικός ρόλος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στην τήρηση των κανόνων για το χρέος αποτελεί κεντρικό ελάττωμα στην οικοδόμηση της ευρωζώνης. Ως η de facto κυβέρνηση της ΕΕ, είναι ελάχιστα κατάλληλη για να είναι “ένας ουδέτερος διαιτητής της συμπεριφοράς των κρατών-μελών ως προς το χρέος. Διότι απλώς βρίσκεται πάντα στην κατάσταση να συνάπτει συναλλαγές με τα κράτη-μέλη και να κάνει συμβιβασμούς”.
Ο Χάινεμαν θα ήθελε να αποκτήσει μεγαλύτερη βαρύτητα το Ευρωπαϊκό Δημοσιονομικό Συμβούλιο (ΕΔΣ) στην παρακολούθηση των κανόνων για το χρέος. Το Συμβούλιο αξιολογεί κατά πόσον η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εκτιμά σωστά τη δημοσιονομική κατάσταση των κρατών-μελών και εφαρμόζει σωστά το Σύμφωνο Σταθερότητας. Ωστόσο, ο Χάινεμαν εκφράζει τη λύπη του για το γεγονός ότι το Δημοσιονομικό Συμβούλιο δεν έχει πολιτικό λόγο. “Αλλά αν η Ευρωπαϊκή Επιτροπή συνεχίσει να παίζει τον ρόλο της με τόσο πολιτικοποιημένο τρόπο, προτιμώντας να κάνει πολιτικούς συμβιβασμούς αντί να αναλαμβάνει σκληρή δράση, τότε βλέπω ένα ζοφερό μέλλον για την εξέλιξη του χρέους της ευρωζώνης”, λέει. Ο Χάινεμαν συνοψίζει τα κίνητρα των ψηφοφόρων στη Γαλλία που ψηφίζουν ένα λαϊκιστικό κόμμα ως εξής. “Αυτοί οι ψηφοφόροι λένε, αντιλαμβανόμαστε ότι οι πολιτικές που ψηφίζουμε δεν λειτουργούν στην πραγματικότητα, αλλά μπορούμε να τις χρησιμοποιήσουμε για να επιβάλουμε μεταφορές από την ενάρετη βόρεια Ευρώπη, κι αυτό είναι πολύ καλύτερο από το να βιώνουμε μέτρα λιτότητας εδώ στην πατρίδα μας”. Πρέπει να μπει ένα τέλος σε αυτό, προειδοποιεί ο ειδικός σε θέματα δημόσιου χρέους: “Διαφορετικά θα έχουμε ένα τεράστιο πρόβλημα για την αποδοχή της ΕΕ στη βόρεια Ευρώπη”.
Πηγή: DW