Η Ρωσία επανέφερε την Ευρώπη το σκοτεινό πρόσωπο του πολέμου. Έχοντας στο νου το βάρος της ιστορίας και κυρίως τον Ουκρανικό λαό που δοκιμάζεται, αναγκάζεται να εγκαταλείψει το σπίτι του ή να πολεμήσει είναι αναγκαία μια πρώτη συνοπτική καταγραφή των βασικών πτυχών του πολέμου.
Μια πολιτική αποτίμηση της κρίσης
Στο πολιτικό επίπεδο, αναδύθηκαν νέες συμμαχίες, έγιναν εκ νέου προσεγγίσεις και άλλες συμμαχίες διακόπηκαν. Η επέκταση της ΕΕ στην Ανατολική Ευρώπη και στα Δυτικά Βαλκάνια είναι μονόδρομος για τα ενδιαφερόμενα κράτη, και αναδείχθηκε περισσότερο από ποτέ λόγω της κρίσης. Το ΝΑΤΟ επίσης κατέστη μονόδρομος για τις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης και των Δυτικών Βαλκανίων και η ισχύς του στην Ευρώπη αυξήθηκε σημαντικά. Σε περιφερειακό επίπεδο ο διπολισμός μεταξύ Δύσης και Ανατολής είναι εντονότατος στην Ευρώπη. Η πολυπολικότητα στις διεθνείς σχέσεις που επικράτησε την τελευταία τριακονταετία με βίαιο τρόπο τείνει να επιστρέψει στον διπολισμό μεταξύ Ανατολής και Δύσης. Οι συνέπειες σε περιφερειακό και διεθνές επίπεδο λόγω των διαφορετικών τεχνολογικών, οικονομικών και κοινωνικών εξελίξεων είναι απρόβλεπτες.
Αθανάσιος-Λεωνίδας Ασημακόπουλος, Δικηγόρος Αθηνών, MSc Law & Economics
Το διεθνές δίκαιο στο επίκεντρο
Στο αποκεντρωμένο σύστημα οργάνωσης του διεθνούς δικαίου, που θεμελιώνεται στην αρχή της κρατικής κυριαρχίας, η απαγόρευση του επιθετικού πολέμου αποτυπώνεται στο άρθρο 2 (4) του Χάρτη του ΟΗΕ (ΧΗΕ) και είναι κανόνας αναγκαστικού δικαίου. Ο επιθετικός πόλεμος ήταν μια συνειδητή επιλογή της Ρωσίας. Προκύπτει από την προσπάθειά της να προσδώσει μια επίφαση νομιμότητας στις κατάφωρες παραβιάσεις της. Η χρήση βίας στο διεθνές δίκαιο είναι νόμιμη μόνο όταν ασκείται το δικαίωμα της νόμιμης άμυνας του άρθρου 51 του ΧΗΕ, ή όταν ενεργοποιείται από το Συμβούλιο Ασφαλείας το σύστημα συλλογικής ασφάλειας του Κεφαλαίου 7. Το ΣΑ εξαιτίας του veto της Ρωσίας δεν καταδίκασε τη ρωσική επιθετικότητα, ωστόσο, 141 κράτη μέλη του ΟΗΕ την καταδίκασαν, όταν ενεργοποιήθηκε για ενδέκατη φορά το Ψήφισμα «Ενωμένοι για την Ειρήνη». Επιπρόσθετα, η Ουκρανία προσέφυγε στο Διεθνές Δικαστήριο Δικαιοσύνης (ΔΔΔ) κατά της Ρωσίας θεμελιώνοντας ευρηματικά την βάση δικαιοδοσίας του στην προσχηματική επίκληση από τη Ρωσία ότι η επιχείρηση είναι κατασταλτική για την δήθεν τελούμενη από την Ουκρανία γενοκτονία, κατά τη Σύμβαση για την Πρόληψη και Καταστολή του Εγκλήματος της Γενοκτονίας. Το ΔΔΔ διέταξε τη Ρωσία να παύσει την εισβολή κατά τη διαδικασία των προσωρινών μέτρων του άρθρου 41 του Καταστατικού του. Παρά τη μη θεμελίωση της δικαιοδοσίας του ΔΔΔ, όταν ένα κράτος δεν έχει συναινέσει σε αυτή, Τη δικαιοδοσία για την διαπίστωση ατομικής ποινικής ευθύνης για εγκληματίες πολέμου, κατά της ειρήνης, που είναι αυτοτελής, έχει το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο. Τέλος, εξαιρετικό νομικό ενδιαφέρον αποκτούν ζητήματα κυβερνοεπιθέσεων, το ρωσικό δόγμα για τα πυρηνικών όπλων, και οι παραβιάσεις του διεθνούς ανθρωπιστικού δικαίου, ιδίως όσον αφορά στον άμαχο πληθυσμό.
Στεφανία Ζούρκα, Ασκούμενη Δικηγόρος ΝΣΚ, Μεταπτυχιακή Φοιτήτρια Διεθνούς και Ευρωπαϊκού Δικαίου Νομικής ΑΠΘ
Το διπλωματικό αποτύπωμα της κρίσης
Οι αντιδράσεις από τη διεθνή κοινότητα πλειοψηφικά καταδικάζουν και θεωρούν το Κρεμλίνο -και όχι συλλήβδην το ρωσικό λαό- «εγκληματία πολέμου», άποψη η οποία διατρανώνεται από την Ουάσιγκτον. Οι εξελίξεις προκάλεσαν τη διπλωματική και όχι μόνο απομόνωση της Ρωσίας. Είναι γεγονός ότι εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης οι Ρώσοι διπλωμάτες έχουν χαρακτηριστεί ως “personae non gratae”, και έχουν απελαθεί από τα επιμέρους Υπουργεία Εξωτερικών, όπως η Αθήνα, το Παρίσι και το Βερολίνο. Επιπλέον, η Ρωσία αποκλείστηκε -κατόπιν απόφασης της Επιτροπής των Υπουργών- από το Συμβούλιο της Ευρώπης, την 16.3.2022, μετά από 26 χρόνια συμμετοχής στον Οργανισμό, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 8 του Καταστατικού του Συμβουλίου, ενώ η Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ υπερψήφισε την 7.4.2022, με πλειοψηφία 2/3, την παύση της ιδιότητας μέλους της Ρωσίας από το Συμβούλιο για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου. Η απόφαση της ΓΣ του ΟΗΕ αποτελεί βαρόμετρο και μία δυσάρεστη διαπίστωση, σε παγκόσμιο επίπεδο, για την τήρηση και διασφάλιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων από ένα ισχυρό μέλος του ΟΗΕ. Για την Ελλάδα, το ρωσοουκρανικό ζήτημα θυμίζει σε πολλά σημεία την τουρκική εισβολή στην Κύπρο το 1974 με τις επιχειρήσεις Αττίλας. Εξάλλου, η Τουρκία φέρει κοινά σημεία εξωτερικής πολιτικής με τη Ρωσία, ως προς τον αναθεωρητισμό και την προκλητικότητα στους γείτονές της. Όσα βιώνει η Ουκρανία αποτελούν μία ευκαιρία για την Ευρώπη και το ΝΑΤΟ να ανασυντάξουν την ατζέντα τους, σε επίπεδο εξωτερικής πολιτικής, προασπίζοντας την ευρωπαϊκή επικράτεια από αναθεωρητικούς «ηγέτες» με απρόβλεπτη επιθετικότητα.
Όλγα Τσουκαλά, Ασκούμενη Δικηγόρος Αθηνών, Διεθνολόγος
Οι οικονομικές επιπτώσεις του πολέμου
Η πολεμική σύρραξη αναμένεται να έχει και οικονομικές επιπτώσεις σε παγκόσμια κλίμακα. Πιο συγκεκριμένα, η Ουκρανία αναμένεται να απωλέσει το 20% του ΑΕΠ της, με τις επιπτώσεις να μην περιορίζονται στο 2022, αλλά να είναι και μακροχρόνιες, αφενός λόγω της καταστροφής παραγωγικών υποδομών και αφετέρου λόγω της μείωσης του εργατικού δυναμικού. Παρόμοιες θα είναι και οι συνέπειες για τη Ρωσία, λόγω της διεθνούς της απομόνωσης και του σταδιακού εξανεμισμού των κεφαλαίων που εισέπραττε από την πώληση πετρελαίου και φυσικού αερίου. Θύμα του πολέμου, είναι και οι χώρες του αναπτυσσόμενου κόσμου, όπως αυτές της υποσαχάριας Αφρικής. Οι χώρες που ακόμη δεν έχουν καταφέρει να αντιμετωπίσουν την πανδημία, είναι αντιμέτωπες και με μία επισιτιστική κρίση. Πλέον, η Ουκρανία, που εξήγαγε περίπου το 40% των σιτηρών παγκοσμίως, αδυνατεί να προμηθεύσει την παγκόσμια αγορά οδηγώντας έτσι στην εκτίναξη των διεθνών τιμών τροφίμων. Επιπλέον, όσοι προμηθευτές σιτηρών επιχειρήσουν να καλύψουν το κενό αυτό, θα κοιτάξουν να διοχετεύσουν την παραγωγή τους πρωτίστως στις αγορές της Δύσης, λόγω των υψηλότερων περιθωρίων κέρδους, αφήνοντας τον αναπτυσσόμενο κόσμο σε δυσχερή θέση. Για την Δύση οι επιπτώσεις από τον πόλεμο είναι μεν έντονες, αλλά αναμένεται να είναι βραχυχρόνιες, καθώς αφορούν κυρίως την ανάγκη αντικατάστασης του φυσικού αερίου και πετρελαίου, που ως τώρα εισαγόταν από την Ρωσία. Εντονότερο είναι το πρόβλημα στην Ε.Ε., όπου το 46% περίπου του καταναλισκόμενου φυσικού αερίου προέρχεται από τη Ρωσία. Οι Βρυξέλλες ωστόσο να έχουν ήδη ξεκινήσει την διαδικασία απεξάρτησης, αλλά και της αποσόβησης των πληθωριστικών πιέσεων που προκαλείται από τις ενεργειακές διαταραχές.
Ιωάννης Κρόμπας, Οικονομολόγος, Μ.Phil. Economics Msc Applied Economics & Administration
Οι επιπτώσεις στον ενεργειακό τομέα
Η κλιμάκωση της κρίσης αναδεικνύει εξίσου το ζήτημα της ενεργειακής ασφάλειας, υπεύθυνο για την οξεία οικονομική αβεβαιότητα και ανασφάλεια, σε ευρωπαϊκή και παγκόσμια κλίμακα. Δεδομένου ότι η ενέργεια συνιστά τον κινητήριο μοχλό για την επιβίωση των κρατών, είναι αναμενόμενη η ανησυχία που πυροδοτούν οι ιστορικά υψηλές τρέχουσες τιμές φυσικού αερίου και αργού πετρελαίου, που έφτασαν, εντός του Μαρτίου, κατά μέσο όρο τα 150€/MWh και τα 115$/βαρέλι αντίστοιχα. Οι αλματώδεις αυξήσεις τιμών επηρεάζουν τις τιμές προμήθειας ενέργειας για τα κράτη και το τελικό κόστος για τους καταναλωτές, επιτείνοντας, ταυτόχρονα, τις πληθωριστικές προκλήσεις. Εκτός αυτού, η ενεργειακή κρίση πλήττει άμεσα όλες τις βιομηχανίες, με τη μείωση προσφοράς πρώτων υλών, των οποίων οι αντιμαχόμενες πλευρές είναι βασικοί εξαγωγείς. Σε ευρωπαϊκό επίπεδο, οι κυριότερες απειλές για τις αγορές ενέργειας εντοπίζονται, αφενός στον κατακερματισμό και τα ετερόκλητα συμφέροντα των κρατών-μελών, και αφετέρου στην έντονη ενεργειακή αλληλεξάρτηση Ρωσίας και Ευρώπης. Η πρώτη, εκτός από τον μεγαλύτερο εξαγωγέα φυσικού αερίου, τον δεύτερο μεγαλύτερο αργού πετρελαίου και τον τρίτο μεγαλύτερο σε άνθρακα παγκοσμίως, εργαλειοποιεί συχνά τους ενεργειακούς πόρους προς όφελός της, χρησιμοποιώντας τις επιθέσεις σε εγκαταστάσεις ενέργειας ως μοχλό πίεσης. Η Ελλάδα επηρεάζεται από τις πιέσεις στην παγκόσμια προσφορά ενέργειας, χωρίς, όμως, να διατρέχει κίνδυνο ενεργειακής επάρκειας, τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα. Εντούτοις, ελλείψει συντονισμένων κυρώσεων, και αναμένοντας τη λήξη μιας σύγκρουσης, που διενεργείται με κίνητρο την ενέργεια, κάθε κράτος οφείλει αυτόνομα να σπεύσει να εξασφαλίσει αποθέματα από εναλλακτικούς παρόχους, επιταχύνοντας την απανθρακοποίηση, μέσω της προώθησης ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, και την απεξάρτηση από τα ρωσικά καύσιμα.
Καλλιόπη Λένναξ, Διεθνολόγος, Μεταπτυχιακή Φοιτήτρια Ενέργειας του Πανεπιστημίου Πειραιά
*Ο ΟΔΕΘ αποτελεί ένα ανεξάρτητο, σύγχρονο, νεανικό zero-budget think tank με εξωστρεφή χαρακτήρα, που ιδρύθηκε το 2014. Δημιουργούμε μία δεξαμενή σκέψης και αναλύσεων σε σχέση με όλες τις πτυχές των διεθνών και ευρωπαϊκών θεμάτων. Τα 100+ μέλη είναι μόνιμοι αναλυτές και ερευνητές μας σε προπτυχιακό, μεταπτυχιακό και διδακτορικό επίπεδο. Παράλληλα δημιουργούμε διαδραστικά project, workshops, ημερίδες, συνεδρια και προσομοιώσεις. Οι συνεργαζόμενοι επίσημοι φορείς και υποστηρικτές μας, οι δράσεις μας, η ομάδα μας, καθώς και όλοι οι λογαριασμοί του ΟΔΕΘ είναι διαθέσιμοι εδώ:
Εικόνα: Το Κίεβο πριν και μετά τη Ρωσική Εισβολή (2022)